Mondelēz: Όσα πρέπει να ξέρετε για τον επιχειρηματικό κολοσσό που εξαγόρασε την Chipita για 2 δισ. δολάρια
- 04/01/2022, 16:00
- SHARE
Στα χέρια του παγκόσμιου κολοσσού συσκευασμένων τροφίμων και σνακ, Mondelēz International, πέρασε και επισήμως η Chipita, με τίμημα τα 2 δισ. δολάρια. Το deal που ανακοινώθηκε τον Μάιο του 2021, ολοκληρώθηκε με επιτυχία και αναμένεται να λειτουργήσει ως ένας ακόμη πυλώνας που θα ισχυροποιήσει τη θέση της Mondelēz στην Γηραιά Ήπειρο, αλλά και τη Μέση Ανατολή που η Chipita έχει στήσει επιτυχώς το δίκτυό της.
Η εταιρεία, που εδρεύει στην Ελλάδα, εμφάνισε το 2020 έσοδα 580 εκατομμύρια δολάρια, απασχολεί περίπου 5.100 εργαζόμενους και παράγει σε 13 εργοστάσια, ενώ τα προϊόντα της έχουν τοποθετηθεί στα ράφια 56 χωρών.
Πλέον δίπλα σε εμβληματικά brands όπως, τα spreads Philadelphia, τα μπισκότα Oreo, οι λαχταριστές σοκολάτες Milka, Toblerone και Cadbury, οι τσίχλες Trident, αλλά και τα Ritz Crackers, θα φιγουράρουν τα 7Days καθώς και άλλα κρουασάν και σνακ της Chipita Global που έχουν φανατικούς καταναλωτές.
Ποια είναι όμως η Mondelēz που σήμερα θεωρείται μια από τις μεγαλύτερες εταιρείες σνακ σε όλο τον κόσμο;
Μολονότι η Mondelēz International είναι μια νέα εταιρεία (Ιδρύθηκε 1 Οκτωβρίου του 2012), «χτίστηκε» πάνω στα θεμέλια, αρκετών εταιρειών που η ιστορία τους ξεπερνά τον έναν αιώνα ζωής και έκτοτε το χαρτοφυλάκιο των προϊόντων της, αλλά και τα οικονομικά της μεγέθη ακολουθούν την ανιούσα. Δραστηριοποιείται σε περισσότερες από 80 χώρες και απασχολεί περίπου 80.000 εργαζόμενους στα εργοστάσια, τα γραφεία, τις εγκαταστάσεις έρευνας και ανάπτυξης και τις δραστηριότητες διανομής της σε όλο τον κόσμο.
Πιστή στη στρατηγική των συγχωνεύσεων – εξαγορών το Μάρτιο του 2021 ανακοίνωσε την απόκτηση της βρετανικής εταιρείας αθλητικής διατροφής Grenade για 200 εκατομμύρια λίρες (283 εκατομμύρια δολάρια), ενώ το 2020 έθεσε υπό τη σκέπη της την Give & Go Prepared Foods, μια καναδική εταιρεία παραγωγής μιας μάρκας brownies, για την οποία πλήρωσε 1,2 δισεκατομμύρια δολάρια.
Η οικονομική ανάπτυξη και το στοίχημα της βιωσιμότητας
Σύμφωνα με τα οικονομικά αποτελέσματα γ’ τριμήνου 2021 που ανακοινώθηκαν στις 2 Νοεμβρίου 2021, τα καθαρά έσοδα αυξήθηκαν +7,8%, τα κέρδη ανά μετοχή διαμορφώθηκαν σε 0,89 $, αυξημένα κατά 14,1%, με τη ρευστότητα που προήλθε από λειτουργικές δραστηριότητες να αγγίζει τα 2,7 δις δολάρια ενισχυμένη κατά 0,4δις δολάρια.
Όπως είχε δηλώσει ο Dirk Van de Put , Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της Mondelēz International, η εταιρεία του κατέγραψε ισχυρή αύξηση εσόδων και κερδών το τρίτο τρίμηνο με ευρεία ισχύ τόσο στις αναπτυγμένες, όσο και στις αναδυόμενες αγορές.
«Η ζήτηση για τις κατηγορίες και τις επωνυμίες μας παραμένει έντονη και η αύξηση του όγκου είναι σταθερή καθώς εφαρμόζουμε τις τιμές για να αντικατοπτρίζει τον υψηλότερο πληθωρισμό. Αναμένουμε ότι ο αυξημένος πληθωρισμός και η αστάθεια των logistics θα συνεχιστούν, αλλά παραμένουμε σίγουροι για τα σχέδιά μας τα οποία θα μας επιτρέψουν να υλοποιήσουμε τον χρηματοοικονομικό μας αλγόριθμο, και αφορούν τη συνένωση brands, την επέκταση του υφιστάμενου δικτύου διανομής, όπως επίσης και το ισχυρό μας πρόγραμμα ESG, συμπεριλαμβανομένου του πρόσφατα ανακοινωθέντος στόχου για μηδενικές εκπομπές έως το 2050».
Αξίζει δε να σημειωθεί ότι ο όμιλος στο εννεάμηνο της χρονιάς που πέρασε επέστρεψε συνολικά κεφάλαια ύψους 3,2 δις δολαρίων στους μετόχους του.
Παράλληλα προωθεί τη δέσμευσή του να βοηθήσει στη δημιουργία μιας κυκλικής οικονομίας για το πλαστικό, συμμετέχοντας στο Circulate Capital Ocean Fund (CCOF) ως εταίρος και κάνοντας μια επένδυση που υποστηρίζει την ανάπτυξη υποδομών για τη συλλογή, τη διαλογή και την ανακύκλωση πλαστικών απορριμμάτων συμπεριλαμβανομένων των εύκαμπτων μεμβρανών.
Ο όμιλος από το 2013 έχει καταφέρει να αφαιρέσει 65.000 τόνους συσκευασιών από το χαρτοφυλάκιό του και παραμένει σε καλό δρόμο για την επίτευξη των στόχων για το 2025, και μέχρι σήμερα σχεδόν το 94% όλων των συσκευασιών του έχει σχεδιαστεί με τρόπο που επιτρέπει την ανακύκλωση.
Τέλος, η μετοχή της εταιρείας που διαπραγματεύεται στον δείκτη Nasdaq έκλεισε στις 3 Ιανουαρίου στα 65,97 δολάρια έχοντας σημειώσει μια σταθερή πορεία καθ’ όλη τη διάρκεια της περασμένης χρονιάς, πλην του μηνός Μαρτίου όταν και υποχώρησε στα 52,24 δολάρια σημειώνοντας χαμηλό έτους.