Morgan Stanley: Νέες τιμές-στόχοι για τις ελληνικές τράπεζες, αναμένοντας άνοδο και το 2024
- 15/01/2024, 15:01
- SHARE
Σε αλλαγές στις τιμές-στόχους των 4 ελληνικών συστημικών τραπεζών προχώρησε η Morgan Stanley, με τον αμερικανικό επενδυτικό οίκο να «βλέπει» περιθώρια ανόδου για τα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα της χώρας μας και εντός του 2024.
Η MS αυξάνεις τις εκτιμήσεις της για την πορεία των ελληνικών τραπεζών με σύσταση overweight για τις Alpha Bank, Εθνική Τράπεζα, Τράπεζα Πειραιώς και Eurobank, με τις τιμές-στόχους για τις μετοχές ως εξής:
- Alpha Bank, από 2,06 ευρώ σε 2,08 ευρώ
- Εθνική Τράπεζα, από 7,56 ευρώ σε 8,04 ευρώ
- Τράπεζα Πειραιώς, από 4,16 ευρώ σε 4,58 ευρώ
- Eurobank, από 2,01 ευρώ σε 2,33 ευρώ.
Ισχυρό ράλι το 2023
Οι αναλυτές της MS σημειώνουν οι ελληνικές τράπεζες ενισχύθηκαν περίπου 74% το 2023 και υπεραπέδωσαν έναντι του ευρωπαϊκού δείκτη του τραπεζικού τομέα (SX7E) κατά περίπου 50% για το περασμένο έτος.
Η τάση «ακολουθεί χρόνια υποαπόδοσης κατά τη διάρκεια των ελληνικών κρίσεων χρέους, και μια ισχυρή ανάκαμψη που υποστηρίζεται από μια μακροοικονομική ανάκαμψη, την εξυγίανση των ισολογισμών, το περιθώριο κέρδους επέκταση των περιθωρίων κέρδους που καθοδηγείται από τις αυξήσεις των επιτοκίων» από τις ισχυρές κεντρικές τράπεζες, σημειώνεται στην έκθεση.
Ανοδική αναθεώρηση
Ο επενδυτικός οίκος αναφέρει πως αναθεωρεί προς τα πάνω τις εκτιμήσεις του για την πορεία των ελληνικών τραπεζών, κατά περίπου 6% για το 2024 και κατά περίπου 8% για το 2025 κατά μέσο όρο.
«Οι εκτιμήσεις μας βασίζονται στις προβλέψεις της μακροοικονομικής μας ομάδας για την πρώτη μείωση των επιτοκίων της ΕΚΤ τον Ιούνιο του 2024,
με τα επιτόκια στο τέλος του 2024 στο 3% και 2% στο τέλος του 2025. Οι συζητήσεις μας με την τράπεζες και η ανάλυση των επιτοκίων μας οδηγούν στο συμπέρασμα ότι οι προηγούμενες εκτιμήσεις μας ήταν υπερβολικά συντηρητικές, δεδομένης της στήριξης από
- την ταχύτερη αναπροσαρμογή των υποχρεώσεων έναντι των περιουσιακών στοιχείων καθώς ξεκινούν οι μειώσεις των επιτοκίων,
- στήριξη από την επανεπένδυση του χαρτοφυλακίου τίτλων σε υψηλότερες αποδόσεις
- τα σχέδια των τραπεζών να αυξήσουν την αντιστάθμιση κινδύνου.
Προβλέπουμε τώρα μια μέση μείωση των καθαρών εσόδων από τόκους (NII) κατά περίπου 4% το 2024, ακολουθούμενη από μέση μείωση περίπου 8% το 2025».
Στήριξη των εσόδων
Η Morgan Stanley σημειώνει πως «ενώ οι ελληνικές τράπεζες είναι περισσότερο ευαίσθητες στις μειώσεις των επιτοκίων» μια σειρά παραγόντων θα συνεχίζει να στηρίζει τα καθαρά έσοδα τους. Οι παράγοντες που αναφέρονται είναι ο υψηλός ρυθμός ανάπτυξης των δανείων η συνεχιζόμενη διαρθρωτική μείωση των προβλέψεων (καθώς τα επίπεδα των μη εξυπηρετούμενων ανοιγμάτων -NPE- ομαλοποιούνται προς το μέσο όρο της Ευρωπαϊκής Ένωσης).
Ακόμα, η MS σημειώνει πως ο δείκτης για την αποδοτικότητα των συνολικών κεφαλαίων (ROA) των ελληνικών τραπεζών το 2025 είναι στο 1,2% έναντι του 0,6% για τον ευρωπαϊκό μέσο όρο
Ο δείκτης απόδοσης ιδίων κεφαλαίων (ROTE) για τις ελληνικές τράπεζες το 2025 διαμορφώνεται στο 12,1% έναντι 11,9% του αντίστοιχου ευρωπαϊκού, σύμφωνε με την Morgan Stanley.
Μερίσματα
Συνεχίζοντας, η έκθεση αναγνωρίζει πιέσεις που μπορούν να ασκηθούν στις τράπεζες λόγω των αναμενόμενων μειώσεων των επιτοκίων, αλλά καταγράφει παράλληλα ενδεχόμενο «ανοδικών τάσεων από τη διανομή πλεονάζοντος κεφαλαίου στους μετόχους, το οποίο μπορεί να αξιοποιηθεί και στην ανάπτυξη των assets των τραπεζών».
Οι αναλυτές της MS τονίζουν πως η επανέναρξη πληρωμών των μερισμάτων στις ελληνικές τράπεζες θα είναι καταλύτης για τον κλάδο το 2024. Σε αυτό το πλαίσιο, προβλέπει ένα «payout ratio στα επίπεδα του 35% – 50% για τις ελληνικές τράπεζες έως το 2025. Η ΕΤΕ ξεχωρίζει, με πλεονάζοντα ρευστότητα άνω των 500 μονάδων βάσης, υψηλότερα από τους στόχους της διοίκησης έως το 2025. «Η ανάλυσή μας υποδηλώνει πιθανότητες περαιτέρω ενίσχυσης της κερδοφορίας από 9% – 38% από την ανάπτυξη της πλεονάζουσας ρευστότητας για τις ελληνικές τράπεζες.
Πιστεύουμε ότι ο συνδυασμός της πλεονάζουσας ρευστότητας και της απόδοσης στους μετόχους είναι πιθανό να μειώσει επίσης το κόστους κεφαλαίου από τα τρέχοντα επίπεδα του 17,3% κατά μέσο όρο», αναφέρει η Morgan Stanley.