Νέα δόμηση στις Κυκλάδες: Από την προβιομηχανική σοφία στο σύγχρονο ρίσκο

Νέα δόμηση στις Κυκλάδες: Από την προβιομηχανική σοφία στο σύγχρονο ρίσκο
Με ποικίλες αφορμές της επικαιρότητας το ενδιαφέρον πρόσφατα είναι στραμμένο στις Κυκλάδες και τη δόμησή τους. Τα άλλοτε λειτουργικά νησιά του Αιγαίου έχουν μετατραπεί σε ένα σκηνικό υποστήριξης του τουρισμού και του real estate. Ποιο είναι το πλαίσιο του προβληματισμού, από την πλευρά των αρχιτεκτόνων;

Γράφει η Αλεξάνδρα Δαλιάνη

Το 1978 η πολιτεία ξεκίνησε πρώτη φορά να παρέχει πλαίσιο προστασίας για τους παραδοσιακούς οικισμούς πανελλαδικά – από τη Ροδόπη ως την Κρήτη. Το 1988 και το 1989, εκδίδονται ειδικά διατάγματα για τις Κυκλάδες, όπου πλέον οριοθετούν συγκεκριμένα τον τρόπο που πρέπει να κτίζουμε στους παραδοσιακούς οικισμούς. Δίνει δηλαδή τα υλικά της συνταγής: μιλά για διάσπαση όγκων, αναλογίες κουφωμάτων, χρωματισμούς, υλικά κατασκευής, αναφέρει τη δυνατότητα αναπαραγωγής παραδοσιακών αρχιτεκτονικών στοιχείων, όπως τις στοές, τις ανοιχτές κλίμακες, έγινε σύσταση αρχιτεκτονικών επιτροπών για να κρίνουν τον αρχιτεκτονικό σχεδιασμό κα. Υπήρξε όμως αυτό το νομοθετικό πλαίσιο αρκετό για την προστασία των Κυκλάδων, κάνοντας μια αποτίμηση 37 χρόνια αργότερα; Και ναι και όχι!

Χαρακτήρας υπό πίεση

Η αξία ενός ισχυρού θεσμικού πλαισίου

Βλέποντας την αισθητική εξέλιξη του δομημένου περιβάλλοντος της ελληνικής υπαίθρου συνολικά, οι Κυκλάδες φαίνεται ότι δεν τα πήγαν και τόσο άσχημα, συγκριτικά με άλλες περιοχές, όπως η Κρήτη ή η Χαλκιδική. Οι Κυκλάδες έχουν ακόμα «χαρακτήρα» – αυτός άλλωστε προσελκύει τόσο πολλούς επενδυτές.

Σε ευρωπαϊκό επίπεδο, αν συγκρίνουμε τους οικισμούς των Κυκλάδων με άλλους παραδοσιακούς, υπάρχουν πολλά περιθώρια βελτίωσης τόσο σε θεσμικό όσο και σε πρακτικό επίπεδο. Στην Ελλάδα, ο νόμος προβλέπει την υποχρεωτική υπογραφή της αρχιτεκτονικής μελέτης από αρχιτέκτονα στους παραδοσιακούς οικισμούς. Βρέθηκαν ωστόσο παράτυποι τρόποι παράκαμψης του ρόλου του και υποκατάστασης από άλλες ειδικότητες μηχανικών και υπομηχανικών.

Αντίθετα, σε περιοχές όπως η πολύ προσεγμένη Νότια Γαλλία, η πρακτική είναι διαφορετική. Ένας αρχιτέκτονας – του οποίου ο ρόλος ούτως ή άλλως δεν παρακάμπτεται τυπικά ή άτυπα- και ξεκινά τη μελέτη του σε προστατευόμενο οικισμό, οφείλει βάσει νόμου να συνεργαστεί από την αρχή του έργου του με εξειδικευμένο αρχιτέκτονα σε θέματα αποκαταστάσεων και αρχιτεκτονικής κληρονομιάς που ανήκει στο Υπουργείο Πολιτισμού της Γαλλίας και φέρει τον τίτλο Architecte Bâtiments de France (ABF) (= αρχιτέκτονας των κτιρίων της Γαλλίας). Ο ABF, πέρα από την βασική 5ετή εκπαίδευση του αρχιτέκτονα, συνεχίζει με σπουδές εξειδίκευσης σε ζητήματα συντήρησης και αποκατάστασης ιστορικών κτιρίων, παραδοσιακής αρχιτεκτονικής, μορφολογίας, υλικών, τεχνικών κατασκευής κ.λπ. Κατόπιν περνά από έναν πολύ επιλεκτικό διαγωνισμό για να μπει στο σώμα Αρχιτεκτόνων Ιστορικών Μνημείων. Ο ABF είναι ο σύμβουλος του έργου, δίνει γενικές κατευθύνσεις, γνωμοδοτεί για την ορθότητα της πρότασης με γνώμονα το σεβασμό στο προστατευόμενο τοπίο και επισκέπτεται το εργοτάξιο για να εγγυηθεί την ορθή υλοποίηση. Το ενδιαφέρον είναι ότι η πρώτη σχολή σε ζητήματα πολιτιστικής κληρονομιάς, η École de Chaillot, ιδρύθηκε το 1887, ενώ ο θεσμός του σώματος των αρχιτεκτόνων των ιστορικών μνημείων υφίσταται από το 1897, κάτι που αποδεικνύει την αξία των θεσμών με ιστορία και παράδοση.

Και ενώ πριν από 37 χρόνια στην Ελλάδα οι ανησυχίες μας ήταν αισθητικής φύσης, το πρόβλημα σήμερα ανάγεται ευρύτερο και διαφοροποιημένο: Την τελευταία δεκαετία, το ζήτημα είναι πρωτίστως οικονομικό, πολεοδομικό και εθνικά υπαρξιακό, λόγω των ολοένα και αυξανόμενων πιέσεων από το διεθνές real estate και την ίδια την εθνική οικονομία, η οποία έχει στραφεί στη μονοκαλλιέργεια του τουρισμού και την ανάλογη κατασκευή. Σήμερα επίσης, το πρόβλημα είναι ζήτημα κλίμακας: «Που κτίζω; Πώς κτίζω; Πόσο κτίζω; Για ποιόν κτίζω;»

Φυσικά, οι απαντήσεις είναι δύσκολες, σύνθετες και σίγουρα απαιτούν ένα αξιακά καθαρό, επιστημονικά δομημένο, διαφανές και ακέραιο θεσμικό πλαίσιο από την πολιτεία. Ένα θεσμικό πλαίσιο που να δημιουργεί ρίζες και παράδοση και ώστε να μη είναι κοινωνικά αποδεκτό να παρακαμφθεί.

Η γοητεία των Κυκλάδων είναι μια αρχιτεκτονική ιστορία επιβίωσης και μνήμης

Η γοητεία των Κυκλάδων οφείλεται, μεταξύ άλλων, στο τρόπο που διαμορφώθηκαν ιστορικά τα χωριά τους. Οφείλεται στις πυκνώσεις και τις αραιώσεις του δομημένου τοπίου μέσα στο άνυδρο φυσικό περιβάλλον και στην επικοινωνία μεταξύ τους με δίκτυο μονοπατιών. Οφείλεται στην επιλογή της θέσης κατά τη διάρκεια της γέννησης των χωριών, αλλά και στα μορφολογικά χαρακτηριστικά των αρχετυπικών κυκλαδίτικων σπιτιών, στην υποταγή του φυσικού ανάγλυφου του εδάφους για τη δημιουργία καλλιεργήσιμης γης με ξερολιθιές.

Όλα αυτά φέρουν μέσα τους τη λαϊκή σοφία της επιβίωσης. Οφείλεται ακόμα στη μικροϊδιοκτησία, συνδέεται άμεσα με τη μικρή κλίμακα των κτιρίων και την αργή εξέλιξη του οικισμού, που οδηγούν σε έναν τεράστιο πλούτο μορφολογικής διαφοροποίησης η οποία έχει τη βάση της στα φυσικά υλικά του τόπου και κατασκευάστηκαν με ίδια μέσα. Αυτό το τοπίο μας μαγεύει γιατί είναι ζωντανός μάρτυρας μιας προβιομηχανικής κοινωνίας που δεν γνωρίσαμε, αλλά από την οποία προήλθαμε και μας συνδέει με την εξελικτική μας ιστορία.

Στην Τήνο για παράδειαγμα, είναι φοβερό να αφήνεις το αυτοκίνητό σου στην είσοδο του Κτικάδου, να κατεβαίνεις τα σκαλιά και να πέφτεις αμέσως πάνω στην καθολική εκκλησία του χωριού, που στο μαρμάρινο πρεκί της εξώθυρας των αρχών του 11ου αιώνα γράφει την ημερομηνία της αρχής της κατασκευής με λατινικούς και αραβικούς χαρακτήρες: abbiamo cominciato (αρχίσαμε το 1211).

Στη συνέχεια περπατάς στα καλντερίμια του χωρίου που δεν είναι προσπελάσιμα με αυτοκίνητο και καταλήγεις στην ταβέρνα του χωρίου που έχει κλείσει τα 100 χρόνια ζωής με θέα το Αιγαίο. Εκείνα τα σκαλιά που κατεβαίνεις είναι μια μεταφορική κατάβαση στο χωροχρόνο. Άλλωστε, ο Λε Κορμπιζιέ επισκέφθηκε τις Κυκλάδες το 1933 για να παρατηρήσει και να κατανοήσει την αρχιτεκτονική της λαϊκής σοφίας που προσαρμόζεται στις κλιματικές και κοινωνικές συνθήκες, και να αντλήσει μαθήματα που αργότερα ενσωμάτωσε στην προσωπική του αρχιτεκτονική πρακτική.

Η αρχιτεκτονική συνείδηση και η μάχη ενάντια στην ομοιομορφία

Σήμερα, με τα νέα οικονομικά δεδομένα, η ζήτηση για οικιστικά συγκροτήματα και τουριστικές μονάδες αλλάζει την κλίμακα των παρεμβάσεων και, κατ’ επέκταση, τη φυσιογνωμία των νησιών. Εγείρεται δηλαδή ένα ταυτοτικό ζήτημα. Στις ερωτήσεις: που κτίζουμε; και πόσο κτίζουμε; βλέπε: εκτός σχεδίου δόμηση και υπερδόμηση μέσα από τα δώρα της νομοθεσίας που κλείνει το μάτι στους επενδύτες, υπόλογη είναι η πολιτεία και ο ευκαιριακός τρόπος με τον οποίο αντιμετωπίζει την κατασκευή σαν εύκολη ανάπτυξη σε βάρος όχι μόνο τόπων με ιδιαίτερο κάλλος όπως οι Κυκλάδες άλλα και τις πόλεις.

Όμως, μέσα στο πλαίσιο που μπορούμε να ορίσουμε ως αρχιτέκτονες, οφείλουμε να καταβάλουμε κοπιώδη προσπάθεια και να αφιερώσουμε χρόνο ώστε να ενσωματώσουμε αυτόν τον μορφολογικό πλούτο στην αρχιτεκτονική μας σύνθεση, χωρίς να καταφεύγουμε στην ευκολία της ομοιομορφίας με την έννοια της τυποποίησης. Όταν μας ζητείται, για παράδειγμα, ο σχεδιασμός ενός συγκροτήματος δέκα κατοικιών, δεν είναι αποδεκτό να προτείνουμε δέκα πανομοιότυπες κατοικίες. Αυτός είναι ο ελάχιστος φόρος τιμής που μπορούμε να αποδώσουμε, ως επιστήμονες, στο τοπίο με το ισχύον πλαίσιο.

Δεν μπορούμε να επηρεάσουμε το πού και το πόσο κτίζουμε. Όμως, έχουμε σίγουρα την ευθύνη και τα επιστημονικά εργαλεία για το πώς κτίζουμε. Όσο για το για ποιον κτίζουμε, κτίζουμε πρώτα για τη συνείδησή μας, για την διατηρήση της υπαρξιακής μας συνέχειας και για να σεβαστούμε τους πραγματικούς κριτές του έργου μας: την κοινωνία. Τριτευόντως, σχεδιάζουμε για τον οποιοδήποτε πελάτη—Γάλλο, Άγγλο, ξενοδόχο ή ιδιώτη.

Μόνο έτσι ίσως προσεγγίσουμε τον καλό σχεδιασμό, αυτόν που απαιτεί κόπο, χρόνο και συναίσθημα.

** Η Αλεξάνδρα Δαλιάνη είναι αρχιτέκτονας, επικεφαλής του γραφείου Creative Architects με έδρα την Αθήνα και την Τήνο. Από τα παιδικά της χρόνια ζει μεταξύ αυτών των δύο τόπων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: