Νέα στρατηγική ασφάλειας για Γερμανία: Η Ρωσία η μεγαλύτερη απειλή, η Κίνα μπορεί να περιμένει
- 18/06/2023, 10:20
- SHARE
Η – πρώτη – Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας της Γερμανίας επρόκειτο αρχικά να δημοσιοποιηθεί από την ομοσπονδιακή κυβέρνηση τον περασμένο Φεβρουάριο, στο πλαίσιο της Διάσκεψης του Μονάχου για την Ασφάλεια. Τέσσερις μήνες μετά, ένας καγκελάριος και τέσσερις υπουργοί παρουσίασαν τελικά 76 σελίδες γεμάτες …αλλαγή εποχής (Zeitenwende), «ιστορικά ορόσημα», αποφθέγματα του τύπου «Χωρίς ασφάλεια δεν υπάρχει ελευθερία, σταθερότητα και ευημερία» και, εν πολλοίς, έδωσαν περισσότερα ερωτηματικά παρά απαντήσεις…
Στις 18 Μαρτίου 2022 η υπουργός Εξωτερικών Αναλένα Μπέρμποκ εξήγγειλε με ιδιαίτερο στόμφο την επικείμενη Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας. Έκανε λόγο για «νέα άμυνα», για μια «πιο στρατηγική εξωτερική πολιτική» και για μια πρακτική διορατικότερη, συνεκτικότερη και αποτελεσματικότερη, αφήνοντας με κάθε τρόπο να εννοηθεί μια ριζική αλλαγή στη μέχρι τότε διπλωματική αντίληψη της Γερμανίας. Από το τελικό κείμενο ωστόσο δε γίνεται κανείς σοφότερος ούτε εντυπωσιάζεται. «Μια στρατηγική που δεν της αξίζει το όνομά της», σχολιάζει στο Spiegel ο Μάρκους Κάιμ από το Ινστιτούτο Επιστήμης και Πολιτικής. Η Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας της Γερμανίας επαναλαμβάνει είτε ήδη καταγεγραμμένες θέσεις είτε πολιτικές οι οποίες ήδη εφαρμόζονται, λένε οι επικριτές της.
Ως «μεγαλύτερη απειλή για την ειρήνη και την ασφάλεια σήμερα και στο ορατό μέλλον» περιγράφεται ασφαλώς η Ρωσία. Το Βερολίνο έχει καταστήσει σαφές από την αρχή της ρωσικής εισβολής στην Ουκρανία ότι η Ρωσία απειλεί την ασφάλεια, την ειρήνη και την ευημερία στην Ευρώπη και ότι με τη στάση της ανέτρεψε την ισχύουσα ειρηνευτική τάξη στην ήπειρο. Στο κείμενο περιγράφονται όμως περισσότερο οι ενέργειες της Γερμανίας για την απεξάρτηση από τη ρωσική ενέργεια, παρά οι εκτιμήσεις για τη μελλοντική θέση της Ρωσίας έναντι της Ευρώπης.
Για την Κίνα, οι αναφορές περιορίζονται ουσιαστικά σε όσα είχαν επισημανθεί ήδη στην προγραμματική συμφωνία των κομμάτων του κυβερνητικού συνασπισμού στο τέλος του 2021: «Η Κίνα παραμένει εταίρος, ανταγωνιστής και συστημικός αντίπαλος (…) Δεν επιθυμούμε αποσύνδεση, αλλά περιορισμό των κινδύνων», γράφει η Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας. Η γερμανική κυβέρνηση δεν καταφέρνει να κρύψει ότι η σχέση με το Πεκίνο της προκαλεί αμηχανία. Παραδέχεται άλλωστε ότι «η Κίνα παραμένει ένας εταίρος χωρίς τον οποίον δεν μπορούν να επιλυθούν πολλές από τις πιο πιεστικές παγκόσμιες προκλήσεις». Επιπλέον, η πλήρης στρατηγική έναντι της Κίνας έχει παραπεμφθεί στο προσεχές μέλλον – πιθανότατα προκειμένου να μη διαταραχθούν οι γερμανο-κινεζικές κυβερνητικές διαβουλεύσεις που έχουν προγραμματιστεί για τις επόμενες ημέρες στο Βερολίνο.
Όχι πια μόνο στρατός και διπλωματία
Κατά τα άλλα, το κείμενο θέτει ως βασική αρχή ότι «η ασφάλεια στον 21ο αιώνα δεν περιορίζεται στον στρατό και στη διπλωματία», αλλά θα πρέπει να περιλαμβάνει το σύνολο των εσωτερικών και εξωτερικών απειλών, τις νέου τύπου προκλήσεις, όπως την επάρκεια καθαρού νερού και φαρμάκων, τη διασφάλιση του κυβερνοχώρου και των κρίσιμων υποδομών, αλλά και τις συνέπειες της κλιματικής αλλαγής. Οι επιθέσεις των χάκερ από τη μία πλευρά και οι πρωτόγνωρες και όλο και πιο συχνές δασικές πυρκαγιές από την άλλη προκαλούν νέους «πονοκέφαλους» στην πολιτεία, η οποία ωστόσο υποφέρει από σύγχυση αρμοδιοτήτων, λόγω και του ομοσπονδιακού συστήματός της. «Όταν συμβαίνει κάτι, τίθεται το ερώτημα: Ποιος είναι υπεύθυνος τώρα; Η αστυνομία, οι ένοπλες δυνάμεις ή η πολιτική προστασία; Η αναδιάταξη των αρμοδιοτήτων και η παροχή περισσότερων εξουσιών στην ομοσπονδιακή κυβέρνηση ως κεντρικού διαχειριστή, θα αποτελέσει σοβαρή πρόκληση», γράφει σχετικά το περιοδικό Der Spiegel και αποκαλύπτει ότι τα κρατίδια δεν είχαν λόγο στη σύνταξη του κειμένου, γεγονός το οποίο δεν αναμένεται να διευκολύνει τη συνεννόηση.
Ως βασικοί άξονες της γερμανικής πολιτικής ασφάλειας για τα επόμενα χρόνια ορίζονται η αμυντική προσέγγιση, η ανθεκτικότητα και η βιωσιμότητα, ενώ τονίζεται η ανάγκη συνέργειας όλων των διαθέσιμων δυνατοτήτων, μέσων και πόρων για το καλύτερο δυνατό αποτέλεσμα. Από το κείμενο όμως απουσιάζουν την ίδια ώρα οι δυνατότητες και τα μέσα της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Μια γενική αναφορά στην Κοινή Πολιτική Ασφάλειας και Άμυνας της ΕΕ, δεν φαίνεται να αρκεί. Η αδιαφορία της Στρατηγικής για βασικά ευρωπαϊκά θέματα, όπως ο κοινός στρατός, αποδίδεται από τον εκπρόσωπο του SPD για θέματα εξωτερικής πολιτικής Νιλς Σμιντ στην ανάγκη για …συντομία. «Η ενίσχυση πάντως των αμυντικών δυνατοτήτων της ΕΕ θεωρείται κυρίως συμπλήρωμα στο ΝΑΤΟ», διευκρινίζει.
«Φρένο χρέους» ή 2% για το ΝΑΤΟ;
Ένα από τα σημαντικότερα ερωτηματικά που αφήνει ανοιχτά το κείμενο αφορά τις αμυντικές δαπάνες τα επόμενα χρόνια. Το «υπερταμείο» των 100 δισεκατομμυρίων για τον εκσυγχρονισμό της Bundeswehr δεν αμφισβητείται, αλλά «πρέπει πρώτα να ξοδευτεί», διευκρίνισε ο υπουργός Οικονομικών Κρίστιαν Λίντνερ. Ο ίδιος πριν από λίγες ημέρες ενημέρωσε το υπουργείο Άμυνας ότι ο προϋπολογισμός τους αναμένεται μελλοντικά να παγώσει, στο πνεύμα της επιστροφής στους ισοσκελισμένους προϋπολογισμούς. Σύμφωνα με τους ειδικούς, το «υπερταμείο» θα έχει στερέψει έως το τέλος του 2026. Μετά, η Γερμανία πιθανότατα θα αποτύχει και πάλι να φθάσει τον ΝΑΤΟϊκό στόχο του 2%. Ο Φιλελεύθερος (FDP) Κρίστιαν Λίντνερ δεν κρύβει έτσι κι αλλιώς τις απόψεις του: η ασφάλεια αποτελεί πρώτη προτεραιότητα, αλλά το υπερβολικό χρέος συνιστά και απειλή για την ασφάλεια.
Ασαφής παραμένει και η μελλοντική πολιτική του Βερολίνου σε σχέση με τις εξαγωγές όπλων. «Η ομοσπονδιακή κυβέρνηση έχει δεσμευτεί να εναρμονίσει τις απαιτήσεις στρατιωτικής ικανότητας με τους εταίρους και τους συμμάχους. Σε ό,τι αφορά τις προμήθειες όπλων, η κύρια εστίαση θα είναι στις ευρωπαϊκές λύσεις, εφόσον είναι εφικτό χωρίς απώλεια ικανότητας», γράφει το κείμενο, αποτυπώνοντας προφανώς τις διαφωνίες των κυβερνητικών εταίρων στο παρασκήνιο. Οι Πράσινοι ζητούν πολύ περιοριστική πολιτική στις εξαγωγές όπλων, το SPD και το FDP φαίνονται πιο ανοιχτοί σε συνεργασίες – και εκτός ΕΕ ή ΝΑΤΟ. «Ο κόσμος δεν είναι πλέον άσπρο-μαύρο», είπε πολύ σοφά η Αναλένα Μπέρμποκ.
Στρατηγική … ασάφεια
Η γερμανική Εθνική Στρατηγική Ασφάλειας δεν αποφεύγει μόνο να θέσει ξεκάθαρους στόχους, αλλά αφήνει εντελώς εκτός συζήτησης και τα μέσα που θα χρησιμοποιήσει για να εφαρμοστεί η στρατηγική. «Αυτό είναι σημαντικό επειδή μια στρατηγική πρέπει να λαμβάνει υπ’ όψιν εξωτερικές δυνάμεις ή παράγοντες που αντιτίθενται ενεργά ή τουλάχιστον εμποδίζουν τις ενέργειες μας», τονίζει ο κ. Κάιμ, επικαλούμενος τον στρατιωτικό ιστορικό Λόρενς Φρίντμαν.
Για ποιους λόγους λοιπόν το αποτέλεσμα που παρουσίασε με κάθε επισημότητα την περασμένη Τετάρτη η κυβέρνηση δεν δικαίωσε τις προσδοκίες – που είχε καλλιεργήσει η ίδια η κυβέρνηση; Υπερβολική διπλωματία; Έλλειψη φαντασίας και θάρρους; Ισορροπίες στο εσωτερικό του κυβερνητικού συνασπισμού; Η τελευταία εκδοχή φαίνεται και η ισχυρότερη, καθώς η καθυστέρηση εκτιμάται ότι οφείλεται κυρίως στη διαφωνία καγκελαρίας – υπουργείου Εξωτερικών για το ενδεχόμενο δημιουργίας Εθνικού Συμβουλίου Ασφαλείας, στο πρότυπο των ΗΠΑ. Η κυρία Μπέρμποκ θεώρησε ότι κάτι τέτοιο θα υπονόμευε την κυριαρχία της και το πολέμησε ως το τέλος. Την ίδια ώρα, οι γερμανοί διπλωμάτες ίσως βρέθηκαν σε πεδίο πέραν των δυνατοτήτων τους ή υπέκυψαν στις ισορροπίες των κομμάτων. Σε κάθε περίπτωση, το βάθος και η αποτελεσματικότητα της νέας Εθνικής Στρατηγικής Ασφάλειας θα κριθεί στην πράξη. Το μέλλον θα δείξει αν θα είναι μια πολιτική που θα επιτρέψει στη Γερμανία να καταστεί σταθερότερη, αποτελεσματικότερη και εξυπνότερη για το καλό τόσο το δικό της όσο και της Ευρώπης ή αν θα μας μείνει μόνο ένα πολύχρωμο φυλλάδιο με ωραίες φωτογραφίες και όμορφα λόγια.