ΝΥΤ: Οι Έλληνες στρέφονται στη μαύρη εργασία

ΝΥΤ: Οι Έλληνες στρέφονται στη μαύρη εργασία

Η παραοικονομία μοιάζει για πολλούς σανίδα σωτηρίας .Η αγορά μαύρης εργασίας στην Ελλάδα εκτιμάται στο 20-25% του ΑΕΠ σημειώνει το δημοσίευμα. 

Η Ελλάδα είναι η κρίση που ποτέ δεν εξαφανίζεται για την ΕΕ, γράφουν σε δημοσίευμά τους οι New York Times. Με μία ακόμη τεταμένη διαπραγμάτευση με τους δανειστές να έχει προγραμματιστεί για αυτήν την εβδομάδα, η χώρα πασχίζει να ανακάμψει από τη μεγαλύτερη ύφεση στην ευρωζώνη συμπληρώνει ο αρθρογράφος.

Στο δημοσίευμα που φιλοξενείται στο σημερινό φύλλο επικεντρώνεται στους χιλιάδες Ελληνες ελεύθερους επαγγελματίες που έκλεισαν τα «μπλοκάκια» τους το τελευταίο διάστημα, με αποτέλεσμα να στρέφονται πλέον στη μαύρη εργασία, κάτι που αναφέρεται στον τίτλο των New York Times.

Με την ελληνική κυβέρνηση να περνά περισσότερες αυξήσεις φόρων για να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις για λιτότητα, περισσότεροι από 21.000 αυτοαπασχολούμενοι και μικρές επιχειρήσεις έχουν κάνει παύση δραστηριότητας τους τελευταίους δύο μήνες. Ομως, πολλοί από αυτούς, δεν διακόπτουν πραγματικά τις εργασίες τους, σημειώνει το δημοσίευμα.

«Οι περισσότεροι από αυτούς τους ανθρώπους συνεχίζουν να εργάζονται», δήλωσε στους New York Times ο Δημήτρης Τσαμόπουλος, Έλληνας λογιστής που περιγράφει την κατάσταση στην Ελλάδα, «Όμως τώρα θα το κάνουν στην αγορά της μαύρης εργασίας. Λένε ότι χρειάζονται έναν τρόπο για να επιζήσουν», συμπληρώνει.

«Λίγα προβλήματα είναι πιο βαθιά ριζωμένα- ή δυσκολότερο να αντιμετωπιστούν- από την παραοικονομία, η οποία φαίνεται να ενισχύεται ξανά, καθώς τα νέα μέτρα λιτότητας αναγκάζουν τους κάποτε νομοταγείς Έλληνες να καταφύγουν στη μαύρη εργασία», γράφουν οι New York Times. «Η αγορά μαύρης εργασίας στην Ελλάδα εκτιμάται στο 20-25% του ΑΕΠ, καθώς περισσότεροι σταματούν να δηλώνουν το εισόδημά τους για να αποφύγουν να πληρώσουν φόρους που, σύμφωνα με κάποιες εκτιμήσεις, έχουν αυξηθεί έως και κατά 70% του ατομικού ακαθάριστου εισοδήματος», προσθέτει ο αρθρογράφος.

«Η καρδιά του ζητήματος είναι ότι ένας συνεχώς αυξανόμενος αριθμός πολιτών και επιχειρηματιών απλά δεν έχουν πλέον τους πόρους για να ανταποκριθούν στις αυξανόμενες φορολογικές υποχρεώσεις τους», δήλωσε στην εφημερίδα ο Γενς Μπαστιάν, οικονομολόγος και μέλος της ομάδας των εμπειρογνωμόνων της ΕΕ που επιτηρούσαν τα προηγούμενα ελληνικά προγράμματα διάσωσης. Μην έχοντας άλλες εναλλακτικές, συνεχίζει «πολλοί στρέφονται στην παραοικονομία».

Με αφορμή  τη νέα κόντρα μεταξύ Αθήνας και δανειστών, για το τελευταίο πρόγραμμα, οι New York Times παραθέτουν ότι «στο μεταξύ επιχειρήσεις και πολίτες πασχίζουν να ανταπεξέλθουν σε μία οικονομία που υπέστη ένα καταστροφικό σοκ το 2015, όταν ο Αλέξης Τσίπρας επέβαλε capital controls και έφερε την Ελλάδα στο χείλος της εξόδους από το ευρώ. Παρά την ήπια ανάκαμψη, η οικονομία συρρικνώθηκε πάλι στο τέταρτο τρίμηνο, κάνοντας πολλούς Ελληνες να χλευάζουν τις υποσχέσεις του κ. Τσίπρα για ανάπτυξη».

Ενα βασικό μέρος του πλάνου της ανάκαμψης είναι να εισπραχθούν περισσότεροι φόροι από το μέρος του πληθυσμού που για καιρό φοροδιαφεύγει, σημειώνει το δημοσίευμα. Όμως, επιχειρήσεις και πολίτες δηλώνουν ότι έχουν λιγότερα να δώσουν για φόρους που συνεχίζουν να αυξάνονται και ενισχύεται το κίνητρο φοροαποφυγής.

«Με την ανεργία στο 23%, για κάποιους η παραοικονομία είναι σανίδα σωτηρίας. Αλλοι το βλέπουν ως τρόπο να εμποδίσουν την κυβέρνηση, την οποία δεν εμπιστεύονται, να ρίξει τα χρήματά τους στη μαύρη τρύπα του δημόσιου χρέους», αναφέρουν οι New York Times, προσθέτοντας ότι ηλεκτρολόγοι, υδραυλικοί, κομμωτές, δημοσιογράφοι και πολλοί ακόμη αυτοαπασχολούμενοι το τόλμησαν.

«Είναι σαν να σε αναγκάζουν να γίνεις παράνομος. Βεβαίως θα συνεχίσω να εργάζομαι στη μαύρη αγορά. Πρέπει να τα βγάλω πέρα», σχολίασε ένας από τους Έλληνες συνεντεξιαζόμενους, μιλώντας στην αμερικανική εφημερίδα.

«Δεκάδες χιλιάδες Ελληνες έχουν κάνει το ίδιο στη Βουλγαρία, την Κύπρο, το Λουξεμβούργο και άλλες χώρες με χαμηλή φορολογία, για να αποφύγουν τους υψηλούς φόρους στην πατρίδα τους. Αυτό σημαίνει λιγότερα έσοδα για το ελληνικό ταμείο και τη δημιουργία άδικου ανταγωνισμού για τους επιχειρηματίες που πληρώνουν φόρους», καταλήγει το δημοσίευμα.