Ο COVID-19 και το ευρωπαϊκό περιβάλλον: Οι επιπτώσεις μιας παγκόσμιας πανδημίας
- 15/04/2021, 10:30
- SHARE
Η πανδημία του COVID-19 είχε σημαντικό αντίκτυπο στη ζωή των ανθρώπων παγκοσμίως. Το παρόν κείμενο-ενημέρωση από τον Ευρωπαϊκό Οργανισμό Περιβάλλοντος εστιάζει σε αυτά που γνωρίζουμε για τις βραχυπρόθεσμες επιπτώσεις του COVID-19 στο περιβάλλον μας, περίπου έξι μήνες μετά από τα παγκόσμια lockdown. Εξετάζει τι διδάγματα αντλούνται από αυτά τα αποτελέσματα και πώς μπορούν να βοηθήσουν στη διαμόρφωση της λήψης αποφάσεων στο μέλλον.
Βιοποικιλότητα, συστήματα τροφίμων και νόσος
Τα στοιχεία δείχνουν ότι ο COVID-19 είναι ζωονόσος – δηλαδή μεταδίδεται από ζώα σε ανθρώπους. Η εμφάνιση τέτοιων ζωονοσογόνων παθογόνων συνδέεται με την περιβαλλοντική υποβάθμιση και τη σχετική ανθρώπινη αλληλεπίδραση με ζώα στο σύστημα διατροφής.
Περίπου το 60% των ανθρώπινων μολυσματικών ασθενειών είναι ζωικής προέλευσης ενώ τα τρία τέταρτα των νέων και αναδυόμενων μολυσματικών ασθενειών μεταδίδονται στον άνθρωπο από ζώα.
Αυτά περιλαμβάνουν ιούς υπεύθυνους για σημαντικό κομμάτι της παγκόσμιας θνησιμότητας, όπως: οι ιοί της ανθρώπινης ανοσοανεπάρκειας (HIV) HIV-1 και HIV-2 οι οποίοι προκαλούν σύνδρομο επίκτητης ανοσολογικής ανεπάρκειας (AIDS) που προέκυψε από πληθυσμούς άγριων πρωτευόντων· ο ιός του πυρετού Rift Valley που μεταδίδεται από μολυσμένα ζώα στους ανθρώπους και οι ιοί της γρίπης όπως η γρίπη των πτηνών και η γρίπη των χοίρων που μεταδίδονται επίσης από κατοικίδια ζώα και πτηνά σε ανθρώπους.
Νέοι ιοί έχουν προκύψει από εντατικά συστήματα εκτροφής κατοικίδιων ζώων. Η εντατική παραγωγή ζωικών πρωτεϊνών συνεπάγεται την εκτροφή συγκεντρωμένων πληθυσμών γενετικά παρόμοιων ζώων σε κοντινή απόσταση, συχνά σε κακές συνθήκες, προάγοντας την ευπάθεια στη μόλυνση. Περισσότερο από το 50% των ζωονοσογόνων μολυσματικών ασθενειών που έχουν εμφανιστεί από το 1940 έχουν συσχετιστεί με μέτρα εντατικοποίησης της γεωργίας.
Εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου: βραχυπρόθεσμα οφέλη και διδάγματα για το μέλλον
Εκτός από το ότι επηρεάζει τη ζωή των ανθρώπων, η κρίση του COVID έχει άμεσο αντίκτυπο στη χρήση ενέργειας και στις εκπομπές αερίων του θερμοκηπίου τόσο σε παγκόσμιο επίπεδο όσο και σε επίπεδο ΕΕ. Η πρόβλεψη της Ευρωπαϊκής Επιτροπής για το έτος 2020 υπολογίζει μείωση κατά 7,6% του ΑΕΠ για την ΕΕ ως σύνολο. Λόγω της επίδρασης του COVID-19 στην οικονομία, το 2020, μπορούμε να αναμένουμε μια αξιοσημείωτη μείωση των εκπομπών αερίων του θερμοκηπίου στην ΕΕ σε σύγκριση με το 2019. Θα μπορέσουμε να ποσοτικοποιήσουμε πλήρως το μέγεθος της μετά το 2020.
Ο τομέας των μεταφορών, βασική πηγή εκπομπών, επηρεάζεται ιδιαίτερα από την κρίση. Η ζήτηση για μεταφορά επιβατών μειώθηκε ως αποτέλεσμα των διεθνών ταξιδιωτικών περιορισμών και το γεγονός αυτό μείωσε τις μετακινήσεις, τον τουρισμό και τα επαγγελματικά ταξίδια.
Η Διεθνής Ένωση Οδικών Μεταφορών (IRU) αναμένει μείωση του κύκλου εργασιών κατά 57% από τη δραστηριότητα των οδικών μεταφορών επιβατών στην Ευρώπη για το 2020 σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος. Για τις αεροπορικές μεταφορές, τα στοιχεία της Διεθνούς Ένωσης Αεροπορικών Μεταφορών (IATA) δείχνουν πτώση 65,2% στα αεροπορικά ταξίδια επιβατών στην Ευρώπη για το τρέχον έτος που έληξε τον Ιούλιο σε σύγκριση με την ίδια περίοδο το 2019.
Αυτά τα στοιχεία δείχνουν σημαντική μείωση των εκπομπών των αερίων του θερμοκηπίου από τις μεταφορές το 2020.
Σύμφωνα με τις αρχικές εκτιμήσεις του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας (IEA), η παγκόσμια ζήτηση ενέργειας το 2020 μπορεί να μειωθεί κατά περίπου 6%. Ως εκ τούτου, η ισχυρή συρρίκνωση του ΑΕΠ και της χρήσης ενέργειας ενδέχεται να διαδραματίσει έναν ρόλο στην επίτευξη των εξής στόχων: της εξασφάλισης 20% της ενέργειας από ανανεώσιμες πηγές στην ΕΕ και της βελτίωσης της ενεργειακής απόδοσης κατά 20% το 2020, πέραν των επιπτώσεων των πολιτικών που αποσκοπούν στην επίτευξη αυτών των στόχων.
Ενώ οι βραχυπρόθεσμες μειώσεις στη χρήση ενέργειας και στις εκπομπές ενδέχεται να καταστήσουν τους στόχους του 2020 επιτεύξιμους, τυχόν μακροπρόθεσμοι στόχοι θα απαιτήσουν πολιτικές αποφάσεις που θα δώσουν προτεραιότητα σε μέτρα ανάκαμψης που συμβάλλουν σημαντικά στον μετριασμό της κλιματικής αλλαγής. Είναι σαφές ότι η μετάβαση των συστημάτων ενέργειας και κινητικότητας πρέπει να επιταχυνθεί εάν θέλουμε να επιτύχουμε κλιματική ουδετερότητα έως το 2050.
Πλαστικά, απορρίμματα και ανακύκλωση
Η πανδημία του COVID-19 προκάλεσε σημαντικές αλλαγές στην παραγωγή και κατανάλωση πλαστικών, καθώς και στα πλαστικά απορρίμματα. Η πανδημία οδήγησε σε μια ξαφνική αύξηση της παγκόσμιας ζήτησης για εξοπλισμό ατομικής προστασίας, όπως μάσκες, γάντια, ιατρικές ποδιές και απολυμαντικό χεριών. Ο Παγκόσμιος Οργανισμός Υγείας εκτιμά ότι την πρώτη περίοδο της πανδημίας απαιτούντο σε μηνιαία βάση 89 εκατομμύρια ιατρικές μάσκες παγκοσμίως, μαζί με 76 εκατομμύρια γάντια εξέτασης και 1,6 εκατομμύρια σετ γυαλιών.
Δεδομένου ότι τα περισσότερα εστιατόρια στην Ευρώπη έκλεισαν για πελάτες που ήθελαν να γευματίσουν εντός τους, πολλά στράφηκαν στην προσφορά υπηρεσιών take away και delivery χρησιμοποιώντας πλαστικά δοχεία μιας χρήσης. Αρκετοί μεγάλοι λιανέμποροι καφέ σταμάτησαν να επιτρέπουν στους πελάτες να φέρουν επαναγεμιζόμενα δοχεία, χρησιμοποιώντας ποτήρια μιας χρήσης στη θέση τους. Εντωμεταξύ, τα διαδικτυακά καταστήματα σημείωσαν αύξηση της ζήτησης, με πολλά προϊόντα να συσκευάζονται σε πλαστικό μίας χρήσης.
Ενώ τα αναλώσιμα πλαστικά προϊόντα έχουν διαδραματίσει σημαντικό ρόλο στην αποτροπή της εξάπλωσης του COVID-19 βραχυπρόθεσμα, η αύξηση της ζήτησης για αυτά τα είδη μπορεί να υποσκάψει τις προσπάθειες της ΕΕ για να περιορίσει τη ρύπανση των πλαστικών και να κινηθεί προς ένα πιο βιώσιμο και κυκλικό σύστημα πλαστικών. Η παραγωγή, κατανάλωση και διάθεση πρόσθετων πλαστικών μίας χρήσης θα είχε μεγαλύτερο αντίκτυπο στο περιβάλλον και το κλίμα, όπως αυξημένη ατμοσφαιρική ρύπανση και εκπομπές αερίων θερμοκηπίου, παραγωγή αποβλήτων και κίνδυνος εξάπλωσης των σκουπιδιών.
Κοινωνικές ανισότητες
Έχει καταστεί σαφές ότι ο COVID δεν επηρεάζει εξίσου όλες τις κοινωνικοοικονομικές ομάδες. Πολλοί παράγοντες ενδέχεται να έχουν αυξήσει την ευπάθεια όσων έχουν ένα χαμηλό κοινωνικοοικονομικό στάτους.
Οι λιγότερο εύποροι άνθρωποι είναι πιο πιθανό να ζουν σε κακής ποιότητας κατοικίες με πολλούς συγκατοίκους, θέτοντας σε κίνδυνο τη συμμόρφωση με την κοινωνική αποστασιοποίηση και αυξάνοντας τον κίνδυνο μετάδοσης λοιμώξεων. Είναι επίσης πιο πιθανό να έχουν θέσεις εργασίας που δεν μπορούν να διεκπεραιωθούν από το σπίτι, σε κλάδους όπως π.χ. η υγειονομική περίθαλψη, η φροντίδα, τα σούπερ μάρκετ, τα εργοστάσια, οι αποθήκες και οι δημόσιες συγκοινωνίες.
Επιπλέον, τα άτομα χαμηλότερης κοινωνικοοικονομικής κατάστασης είναι πιο πιθανό να υπόκεινται σε ασταθείς συνθήκες εργασίας και να αντιμετωπίζουν οικονομική αβεβαιότητα λόγω των οικονομικών επιπτώσεων της αντίδρασης στον COVID-19. Τέτοια άτομα υφίστανται σημαντική πίεση για να συνεχίσουν να εργάζονται ακόμη και όταν αρρωσταίνουν, προκειμένου να διασφαλίσουν το εισόδημα των νοικοκυριών τους.
Πέρα από τον υψηλότερο κίνδυνο μετάδοσης υπό τέτοιες συνθήκες, το παρατεταμένο στρες εξασθενεί το ανοσοποιητικό σύστημα, αυξάνοντας την ευαισθησία σε μια σειρά ασθενειών.
Τέλος, οι φτωχότεροι άνθρωποι στις αστικές περιοχές είναι πιθανό να εκτεθούν σε υψηλότερα επίπεδα ατμοσφαιρικής ρύπανσης και θορύβου, που σχετίζονται με αναπνευστικές και καρδιαγγειακές παθήσεις και υπέρταση αντίστοιχα. Αυτές οι καταστάσεις είναι όλοι παράγοντες κινδύνου για θάνατο από τον COVID-19, υποδηλώνοντας ότι τα άτομα με χαμηλό κοινωνικοοικονομικό υπόβαθρο απειλούνται περισσότερο από τη θνησιμότητα του COVID-19.
Πηγή: eea.europa.eu