Ο δύσκολος μονόδρομος της Ελλάδας, μετά τον κορωνοϊό
- 30/03/2020, 11:25
- SHARE
Η πανδημία του κορωνοϊού αποτελεί πολύ επιθετικότερη δοκιμασία από την κρίση του 2008. Γιατί τώρα, δεν «σκάει μια φούσκα» στον χρηματοπιστωτικό τομέα, αλλά παραλύει η παραγωγική αλυσίδα, η αλυσίδα των υπηρεσιών, το διεθνές εμπόριο, οι μεταφορές. Τώρα απειλείται δηλαδή, η ίδια η βάση, η πραγματική οικονομία. Ακόμα χειρότερα, όσα αναφέρονται στα περί «πολέμου» παρακάμπτουν μια κυνική αλήθεια: o πόλεμος είναι η κινητήρια δύναμη της οικονομίας των νικητών, όπως περίτρανα αποδείχτηκε με τις ΗΠΑ. Λόγω του πολέμου η Αμερική υπερέβη τις συνέπειες της κρίσης του 1929 και χάρη στον πόλεμο απογειώθηκε η οικονομία της και στήριξε την παγκόσμια επικράτηση της, μεταπολεμικά.
Ο κορωνοϊός, ως «πόλεμος», δεν απογειώνει, αλλά, αντιθέτως, παραλύει την οικονομία. Έτσι ώστε να αποτελεί την μεγαλύτερη πολιτική δοκιμασία, καθώς δεν υπάρχει προηγούμενη συνταγή, που να μπορεί να ακολουθηθεί με επιτυχία. Για παράδειγμα, η συνεκτικότερη, ως σήμερα, πρόταση, αυτή του Μάριο Ντράγκι πάσχει στον πυρήνα της. Γιατί ο Κέυνς δικαιώθηκε, όταν ο Φραγκλίνος Ντελεάνο Ρούσβελτ, υιοθέτησε και εφάρμοσε τις προτάσεις του. Οι προτάσεις του Ντράγκι για να λειτουργήσουν, πρέπει να γίνουν δεκτές τουλάχιστον από τις ΗΠΑ, την Ευρωπαϊκή Ένωση και την Κίνα, έτσι ώστε, εφαρμοζόμενες, και την παγκόσμια οικονομία να ζωογονήσουν, και να ωφεληθούν όλοι εξίσου, ώστε κανείς να μην αντλήσει, ανταγωνιστικό πλεονέκτημα, έναντι των άλλων.
Αρκούν δυο λέξεις, όμως, για να καταστήσουν ανέφικτες, τις (έξοχες) προτάσεις Ντράγκι, όσον αφορά στο ενδεχόμενο παγκόσμιας υιοθέτησης τους: “Ντόναλντ Τραμπ”. Ας στραφούμε λοιπόν σε ένα μικρότερο σύνολο του πεδίου Ντράγκι, την Ευρωπαϊκή Ένωση, και ακόμα πιο συγκεκριμένα, την Ευρωζώνη.
Στην El Pais υπήρξε μια πλήρης καταγραφή του αδιεξόδου, στο Συμβούλιο Κορυφής της περασμένης βδομάδας. Η χρήση εισαγωγικών από την έγκυρη εφημερίδα στη διαρροή των διαλόγων, σημαίνει όχι μόνον ότι ο Βαρουφάκης δημιούργησε σχολή, αλλά ότι η ισπανική κυβέρνηση στέλνει ένα μήνυμα στην Γερμανία, ότι βρίσκεται σε έναν all out war!
Ας κρατήσουμε δύο τοποθετήσεις της Άνγκελα Μέρκελ. Η πρώτη όταν ο Σάντσεθ, εκπροσωπώντας τους «9» και αφού είχε προηγηθεί μια κατηγορηματική τοποθέτηση υπέρ της έκδοσης «κορωνο-ομολόγου» από τον Μακρόν, απέρριψε κατηγορηματικά την «ενδιάμεση πρόταση» για χρηματοδότηση από τον ΕSM και, κατ ουσίαν, έθεσε το βέτο. Τον διέκοψε, λοιπόν, η κ. Μέρκελ σ αυτό το σημείο: «Tα κορωνο-ομόλογα δεν θα έλθουν ποτέ. Δεν θα το δεχθεί το Κοινοβούλιο μου».
Και αφού ακολούθησαν άλλες τρεις ώρες άγονης συζήτησης, η κ. Μέρκελ, στο τέλος του εξαώρου, πριν κηρυχθεί η επίσημη λήξη του τηλε-Συμβουλίου, έκανε το «κλείσιμο» με την προειδοποιητική παραίνεση (στα όρια της εντολής), προς όλους: « Μην δημιουργείτε (στους λαούς σας) ψευδείς (λανθασμένες) προσδοκίες». Ας προστεθεί τώρα στην εικόνα το γεγονός, ότι η στάση αυτή της Γερμανίδας Καγκελάριου εκτίναξε τη δημοτικότητα της ίδιας και του κόμματος της όσο ποτέ μετά τις τελευταίες εθνικές εκλογές και την ευρύτερη συμφωνία –επί της ουσίας- των άλλων γερμανικών πολιτικών δυνάμεων, για να κατανοηθούν οι επερχόμενες δύσκολες ημέρες για το ίδιο το ευρωπαϊκό εγχείρημα.
Πράγματι, λοιπόν διακυβεύεται το ίδιο το ευρωπαϊκό εγχείρημα. Γιατί είναι σαφές , ότι χωρίς την συμμετοχή της Γερμανίας, καμιά κοινή οικονομική ευρωπαϊκή πολιτική δεν παράγει αξιοπιστία. Αυτή είναι και η «Αχίλλειoς πτέρνα» του επιχειρήματος του Κυριάκου Μητσοτάκη στο Συμβούλιο ότι «οι 9 χώρες που ζητάμε την έκδοση κορωνοομολόγων αντιπροσωπεύουμε το 57% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης». Αφού λοιπόν είμαστε οι «9» τόσο ισχυροί, γιατί δεν εκδίδουμε το «ομόλογο των 9» και να απευθυνθούμε στις αγορές;
Από την άλλη μεριά, η γερμανική λύση, ρευστότητα δηλαδή μέσω του ESM, προϋποθέτει –εξ ορισμού- περιορισμούς αντίστοιχους των πολύ γνωστών σε εμάς μνημονίων. Η Ιταλία, η Ισπανία και η Ελλάδα αντιτείνουν, και ορθά, ότι ο «πόλεμος» απαιτεί ρευστότητα χωρίς την conditionality του ESM. Από την άλλη, όμως, πλευρά, έχει άτεγκτη λογική το επιχείρημα του Μπομπ Τράα: «το να ρίχνει κανείς χρήματα για να αντιμετωπιστεί ένα πρόβλημα, δεν συνιστά σχέδιο, από μόνο του».
Ας δεχθούμε, λοιπόν, για την οικονομία της συζήτησης, ότι στο πλαίσιο του συνήθους ευρωπαϊκού συμβιβασμού, θα οδηγηθούμε σε ένα optimum σενάριο γερμανικού συμβιβασμού, όπως το περιγράφει ο Γιάκομπ Κίρκεργκααρντ, από το Peterson Institute. Σύμφωνα με αυτό το σενάριο, την ευθύνη και το βάρος της αναγκαίας ρευστότητας σε αυτή την φάση όξυνσης της κρίσης αναλαμβάνει η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα, (όπως ήδη συμβαίνει).
Ταυτόχρονα αναλαμβάνεται η πολιτική δέσμευση και προετοιμασία, ώστε μετά την όξυνση της κρίσης, να υπάρξει ένα «Ευρωπαϊκό Ομόλογο για την Ανάκαμψη από τον COVID-19» (European Covid-19 Investment Recovery Bond, ή ECIRB). Ομόλογα μακρόχρονης ωρίμανσης, (30-50 έτη) με εκδότη έναν ευρωπαϊκό θεσμό (τον ΕΣΜ αν μιλάμε μόνον για την Ευρωζώνη, την Επιτροπή ή την Ευρωπαϊκή Επενδυτική Τράπεζα για ολόκληρη την ΕΕ) και με εγγύηση τα κεφάλαια του εν λόγω θεσμού. Δεδομένου του αναπτυξιακού χαρακτήρα της πρότασης, μπορεί να παρακαμφθεί η βασική ένσταση του Βορρά, ότι καλούνται να χρηματοδοτήσουν το “τρύπιο βαρέλι” των ελλειμματικών εταίρων τους.
Οπωσδήποτε κανείς δεν μπορεί να προδικάσει την μορφή των ευρωπαϊκών εξελίξεων. Επιβάλλεται όμως, ως Ελληνες, να έχουμε θέση και άποψη για την μορφή αυτών των εξελίξεων και να προσπαθήσουμε να τις επηρεάσουμε, όσο μπορούμε ευνοϊκότερα για τα ιδιαίτερα ελληνικά εθνικά συμφέροντα. Ας ξεκαθαρίσουμε –επομένως- ορισμένες σταθερές.
Ό,τι και να γίνει, όπως και εάν εξελιχθούν τα πράγματα, την Ελλάδα συμφέρει να υπάρχει η Ευρωπαϊκή Ένωση και η Ευρωζώνη, ακόμα και εάν δεν λαμβάνονται οι σωστές αποφάσεις αλληλεγγύης στο οικονομικό πεδίο. Για την Ελλάδα, είναι ανάγκη ζωτικής στρατηγικής ασφαλείας της χώρας, να υπάρχει ισχυρή Ευρωπαϊκή Ένωση. Αυτό έδειξε και δείχνει άλλωστε, η κρίση με την Τουρκία. Η Ελλάδα, αν διαλυθεί η Ευρωπαϊκή Ένωση, θα βρίσκεται σε πολύ εξαρτημένη, μονομερή σχέση με τις ΗΠΑ, άρα σε θέση συνολικής αδυναμίας. Ή, θα κληθεί σε ένα “σάλτο” αλλαγής προσανατολισμού, προς την Ρωσία, βαθιά αμφίβολης αποτελεσματικότητας. Η Ένωση της Ευρώπης του Νότου, που ακούγεται ως απειλή, (προς ποιον, άραγε), στην Ιταλία και Ισπανία, δεν αποτελεί πρόταση. Ανήκει στην κατηγορία «κουβέντα να γίνεται».
Αλλά, πριν και πέρα από όλα αυτά, η Ελλάδα, όλοι οι Έλληνες δηλαδή, επιβάλλεται να λάβουμε μια κρίσιμη απόφαση: είμαστε η μόνη χώρα στην Ευρώπη, που αντιμετωπίζει μια ωμή απειλή στα κυριαρχικά της δικαιώματα, στην ίδια την ακεραιότητα της. Σε μια περιοχή, που εφόσον διαλυθεί το ευρωπαϊκό σύστημα ασφαλείας, (όπως έχει διαλυθεί, ήδη, το διεθνές), υπάρχουν όλες οι προϋποθέσεις, για μια επανάληψη (κατ αντιστροφήν), της συνθήκης του 1912-13. Όπως όλοι, τότε, οι βαλκανικοί λαοί, συνασπίστηκαν για να αποσπάσουν το τμήμα της διαλυόμενης Οθωμανικής Αυτοκρατορίας, που έκριναν ότι τους αναλογούσε, τώρα, μια ευρωπαϊκή διάλυση, θα ενθάρρυνε παρόμοιες συμπεριφορές, από γειτονικές χώρες, εις βάρος της Ελλάδας, ενισχυόμενες, φυσικά, από την Τουρκία.
Κάκιστα η Ελληνική Κυβέρνηση δεν έκανε διάβημα στην Αλβανική Κυβέρνηση και δεν συνέδεσε το θέμα στην ΕΕ με την ενταξιακή πορεία της Αλβανίας, όταν, με απόλυτο εναρμονισμό, και ωμό κυνισμό, την ημέρα που άρχισε η οργανωμένη επίθεση των μεταναστών για τη διάσπαση των ελληνικών συνόρων στον Έβρο, ανακοινώθηκε στα Τίρανα, η δημιουργία υποδομών στη Νότια Αλβανία, για να υποδεχθεί 30.000 «πρόσφυγες». Δηλαδή είχε προβλεφθεί το δρομολόγιο διαμέσου της Ελληνικής Επικράτειας και η δημιουργία μιας βάσης 30.000 στα βόρεια σύνορα της Ελλάδας.
Αυτό, μαζί με τα «Ορούτς Ρείς» και τα casus belli, επιβάλλουν την χάραξη μιας αυτοτελούς στρατηγικής εθνικής ασφαλείας, μέσα στους κόλπους της Ευρωπαϊκής Ένωσης, σε συνδυασμό με τις πιο στενές σχέσεις με τις ΗΠΑ, όσο και μια συνολικά πολυεπίπεδη εξωτερική πολιτική.
Αλλά με μια προϋπόθεση: αυτοτελή εθνική ισχύ. Η Ελλάδα, αν θέλει να επιβιώσει, να αναπτυχθεί, να προκόψει εν ειρήνη, πρέπει να γίνει το Ισραήλ της Νοτιανατολικής Ευρώπης. Στην Οικονομία, την καινοτομία, το άρτιο κοινωνικό κράτος, την επιβλητική στρατιωτική ισχύ αποτροπής. Κάθε άλλη επιλογή αναζήτησης προστατών και σωτηρίας, από εκείνους που δεν μπορούν να σώσουν παρά μόνον τον εαυτό τους, συνιστά εθελούσια παραίτηση από την προάσπιση των συμφερόντων μας.
Ο Λένιν, συμπύκνωσε το νόημα των επιλογών των μπολσεβίκων λιτά: «Σοβιέτ συν εξηλεκτρισμός». Με λίγα λόγια ενοποίηση της εξουσίας στην πολυεθνική Ρωσική Αυτοκρατορία υπό την διεύθυνση του ΚΚΣΕ και ανάπτυξη για την εμπέδωση αυτής της εξουσίας.
Η αντίστοιχη πρόκληση για τις ελληνικές επιλογές σήμερα είναι: «Ευρωπαϊκή Ένωση, με την Ελλάδα μέλος του σκληρού της πυρήνα, ως το Ισραήλ της Νοτιανατολικής Ευρώπης». Δηλαδή σε δύό λέξεις: «ONE και Ισραήλ».
Δεν πρόκειται για απαιτητικό και δύσκολο δρόμο. Αλλά για μονόδρομο…