O «ενάρετος κύκλος» της ελληνικής οικονομίας και οι επενδυτικές ευκαιρίες
- 04/01/2024, 13:08
- SHARE
Στις ΗΠΑ η αγορά εργασίας είναι δυναμική και η ανεργία μόλις στο 3,7% και δεν συντρέχει λόγος να επισπευσθεί η μείωση επιτοκίων. Αντιθέτως, στην Ευρώπη, με δεδομένη την αναιμική ανάπτυξη, που στη Γερμανία είναι αρνητική το 3ο τρίμηνο, η άμεση υποχώρηση των επιτοκίων θα βοηθούσε στην επάνοδο της οικονομικής μεγέθυνσης.
Την ίδια ώρα, οι γεωπολιτικές εντάσεις παραμένουν στη Μ. Ανατολή και ο πόλεμος στην Ουκρανία συνεχίζεται, με τη Δύση να αντιμετωπίζει αυξανόμενες αντιστάσεις για τη χρηματοδότησή του.
Λαμβάνοντας υπόψη τα παραπάνω, η ορατότητα παραμένει χαμηλή στο περιβάλλον των αγορών και το εύρος των εκτιμήσεων για το 2024 είναι μεγάλο, περιλαμβάνοντας ακόμη και απαισιόδοξες εκτιμήσεις, με τη Bofa μάλιστα να δηλώνει ότι από τις αρχές του 2024 θα φανεί ο «πόνος» που προκάλεσαν οι Κεντρικές Τράπεζες.
«Το 2023 ολοκληρώθηκε με συνεδριάσεις που τις χαρακτηρίζουν τα συνήθη στοιχεία της εορταστικής ραστώνης και τους δείκτες να παρουσιάζουν μικρές διακυμάνσεις. Στην Ελλάδα, ωστόσο, η εικόνα είναι διαφορετική. Ο προϋπολογισμός του 2024 που ψηφίστηκε προβλέπει ανάπτυξη 2,9%, επενδύσεις (δημόσιες και ιδιωτικές) στο +15% και δραστική υποχώρηση του δημόσιου χρέους στο 152,3% στο τέλος του έτους. Με τον ΟΔΔΗΧ να ξεκινάει την αποπληρωμή δανείων με ισόποσες καταβολές 5 δισ. κατ’ έτος από το μαξιλάρι των 37 δισ. που μπορεί πλέον να μειωθεί, καθώς η χώρα απέκτησε επενδυτική βαθμίδα, διαδικασία που έχει ευεργετήσει τους 10ετείς τίτλους με τις αποδόσεις να έχουν υποχωρήσει στο 3,1%» αναφέρει στο Fortune Greece ο Δημήτρης Τζάνας, Σύμβουλος Διοίκησης, Κύκλος ΑΧΕΠΕΥ.
Η εκτίμησή του είναι ότι στο πλαίσιο του νέου Συμφώνου Σταθερότητας θα εξαιρεθούν οι αμυντικές δαπάνες από τον υπολογισμό του υπερβολικού δημοσιονομικού ελλείμματος. Παράλληλα, επισημαίνει πως οι ξένοι οίκοι προβλέπουν ανάπτυξη πάνω από το 2% το 2024, με τη Wood να αναφέρει ρυθμό 2,8%, ενώ η J.P.Morgan αναβαθμίζει αισθητά τις τιμές στόχους των ελληνικών τραπεζών συστήνοντας «overweight».
«Βασισμένο στο μακροοικονομικό περιβάλλον, το ελληνικό αφήγημα διαμορφώνει ευοίωνες προοπτικές για το 2024, ενώ προς την ίδια κατεύθυνση συνηγορούν και τα μεγέθη των εταιρειών με οδηγό τον τραπεζικό κλάδο και τους βασικούς δεικτοβαρείς τίτλους. Η Ελλάδα συνέχισε τον ενάρετο κύκλο στον οποίο είχε μπει από το 2021 και εξακολουθεί να κινείται με τους ίδιους ρυθμούς ανάπτυξης, καθώς, συγκριτικά με την υπόλοιπη Ευρώπη, ήμασταν στη φάση που αργήσαμε να μπούμε σε αναπτυξιακή τροχιά λόγω πολιτικών, οικονομικών και υγιειονομικών εξελίξεων».
Τονίζει πως, έχοντας συμπληρώσει μία τριετία επιτυχούς χρηματιστηριακής διαδρομής, όλες οι ενδείξεις συνηγορούν στο ότι το πρόσημο θα συνεχίσει να είναι θετικό.
«Εκτιμούμε ότι από 13% -14%, οι επενδύσεις – δημόσιες, ιδιωτικές και ξένες – θα ανέλθουν στο 20%. Μην ξεχνάμε ότι τα κονδύλια του Ταμείου Ανάκαμψης είναι με ορόσημο και η υποβοήθηση θα έρθει, αφενός από τις εξωστρεφείς επιχειρήσεις και την άνοδο των εξαγωγών, αφετέρου από τον τουρισμό όπου θεωρούμε ότι το 2023 έχουμε ήδη πιάσει το ρεκόρ των 21 δις ευρώ, όσον αφορά τα έσοδα» λέει χαρακτηριστικά.
Εστιάζοντας στη μεγάλη εικόνα και τις προκλήσεις που έχουμε μπροστά μας, αναφέρει πως η Μέση Ανατολή και τα όσα συμβαίνουν στην ευρύτερη περιοχή αποτελούν ένα μεγάλο ερωτηματικό, αλλά όπως λέει, πρέπει να κοιτάμε τα ευεργετικά αποτελέσματα καθώς πλέον μιλάμε για έναν “λευκό κύκνο”, που σημαίνει ότι οι όποιες προβλέψεις είναι αναμενόμενες και η κατάσταση ελεγχόμενη.
«Η υπογραφή συμφωνίας στα ελληνοτουρκικά τον περασμένο Δεκέμβρη μπορεί να αναδείξει την γείτονα χώρα σε δεύτερο εξαγωγικό προορισμό, όπως συνέβη την περίοδο 2012 – 2013».
Οι Έλληνες προτιμούν να επενδύουν σε ακίνητα
Όσον αφορά το προφίλ του μέσου Έλληνα επενδυτή, η αλήθεια είναι ότι αυτοί που διαθέτουν ακόμη πολλά χρήματα, προτιμούν να τα επενδύσουν σε ακίνητα, κρατούν στάση αναμονής περιμένοντας την κατάλληλη ευκαιρία και ακόμη και με μηδενικά επιτόκια διατηρούν τα χρήματά τους στην τράπεζα, αντί να μπουν στο Χρηματιστήριο, διότι εξακολουθεί να υπάρχει κλίμα ανασφάλειας, κυρίως εργασιακής. Τα ομόλογα, στην παρούσα φάση, δεν προσελκύουν το ενδιαφέρον τους.
«Οι νεότεροι σε ηλικία επενδυτές και όσοι διαθέτουν μικρότερο σε αξία χαρτοφυλάκιο, συγχέουν την επένδυση με την κατάσταση υψηλού κινδύνου. Πολλές φορές μας παίρνουν τηλέφωνο και ρωτούν αν μπορούν να αγοράσουν bitcoins. Εμείς έχουμε ETFs, ωστόσο, δεν είμαστε προτρεπτικοί, διότι το bitcoin είναι μία επένδυση υψηλού ρίσκου και το πιθανότερο είναι να αγοράσει κανείς στην κορυφή και στη συνέχεια να μπει στην τσουλήθρα της κατηφόρας. Προσπαθούμε να αλλάξουμε την υφιστάμενη επενδυτική κουλτούρα για να φέρουμε ακόμη περισσότερους επενδυτές κοντά μας, όμως χρειάζεται και η συνεισφορά η θεσμική και της πολιτείας πάνω στο θέμα αυτό» επισημαίνει.
Υπάρχουν αρκετές επενδυτικές ευκαιρίες
Το 90% των συναλλαγών του ελληνικού χρηματιστηρίου παραμένει, όπως τονίζει ο κ. Τζάνας, στον 25αρη στις εταιρείες υψηλής κεφαλαιοποίησης και θεωρεί ότι σταδιακά θα διευρυνθεί και προς τις μετοχές, μεσαίας και μικρής κεφαλαιοποίησης.
Τράπεζες, κατασκευές, εταιρείες ενέργειας, εταιρείες ψηφιακού μετασχηματισμού, λιμάνια, τουρισμός, νερό κ.α. δείχνουν ότι θα συνεχίσουν να κινούνται ανοδικά δημιουργώντας προσδοκίες ότι το 2024 ο κύκλος εργασιών και τα κέρδη τους θα είναι ακόμη μεγαλύτερα.
«Παράλληλα περιμένουμε χρηματικές διανομές 3,5 δις ευρώ. Μην ξεχνάτε ότι είναι η πρώτη φορά που οι τράπεζες δίνουν μέρισμα μετά από 14 χρόνια. Μιλάμε γενικότερα για μία μερισματική απόδοση που αγγίζει το 4%, όταν στην τράπεζα είναι 0% ή στην καλύτερη περίπτωση 1,5%. Αυτό δεν μπορείς να το αγνοείς και να κολλάς στο τι έγινε το 1999 με το ελληνικό χρηματιστήριο, αλλά μπορείς να εξετάσεις τις ευκαιρίες που υπάρχουν με έναν σύμβουλο, έναν επαγγελματία χρηματιστή που είναι κατάλληλος και έχει τη γνώση ώστε να τοποθετηθείς με ασφάλεια» καταλήγει.
Διαβάστε ακόμη: