Ο όμιλος που αναδεικνύει τα ελληνικά ξενοδοχεία
- 29/10/2014, 14:00
- SHARE
Ο Τιμ Ανανιάδης σχολιάζει τις εξελίξεις στην ξενοδοχειακή αγορά και μιλά για τα σχέδια του ομίλου Starwoods στην Ελλάδα.
Αποτελεί κατά κάποιο τρόπο τον «καθρέφτη» των ελληνικών ξενοδοχείων πολυτελείας αφού έχει υπό τη διαχείριση της μερικά από τα σημαντικότερα ξενοδοχεία της χώρας. Ο λόγος για την Starwoods, η οποία άρχισε να δραστηριοποιείται στην Ελλάδα στις αρχές του 2000 αναλαμβάνοντας τη διαχείριση του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία, που κάποτε τελούσε υπό την ιδιοκτησία της.
Αυτό που χαρακτηρίζει την γνωστή πολυεθνική είναι ότι αναλαμβάνει τη διαχείριση και την ανακαίνιση ιστορικών ξενοδοχείων πολυτελείας που είναι άρρηκτα συνδεδεμένα με την περιοχή στην οποία βρίσκονται.
Στη χώρα μας η πολιτική της βασίζεται σε δύο διαφορετικά μοντέλα ανάπτυξης εκείνο της διαχείρισης brands που έχουν εδραιωθεί στην εγχώρια αγορά και σε αυτό των ξενοδοχειακών μονάδων που ακολουθούν τη συνταγή του franchise.
Σήμερα στην Ελλάδα το δίκτυό της Starwoods περιλαμβάνει 11 ξενοδοχεία, μεταξύ των οποίων το Μ. Βρετανία, το King George, το Blue Palace Resort & Spa, το Mystique και το Costa Navarino. Οκτώ ξενοδοχεία λειτουργούν υπό την αλυσίδα της Luxury Collection (τρία στην Αθήνα, δύο στη Σαντορίνη, ένα στη Μύκονο και ένα στην Πελοπόννησο), δύο υπό την αλυσίδα της Westin (Αθήνα και Πελοπόννησο) και ένα υπό τη Sheraton (Ρόδος).
«Για μια πολυεθνική όπως η Starwoods η Ελλάδα έχει ιδιαίτερη σημασία, διότι μπορεί να είναι σχετικά μικρή αγορά σε ότι αφορά το business κομμάτι, αλλά παρουσιάζει μεγάλο ενδιαφέρον από τουριστικής άποψης, δεδομένου ότι αποτελεί έναν ώριμο προορισμό με παγκόσμια προβολή», αναφέρει στο FortuneGreece.com ο περιφερειακός διευθυντής για την Ελλάδα του ομίλου της Starwood Hotels and Resorts Worldwide Inc και Γενικός Διευθυντής του ξενοδοχείου Μεγάλη Βρετανία, κ. Τιμ Ανανιάδης.
Τα νέα για το Μ. Βρετανία, ένα από τα ιστορικότερα ξενοδοχεία της Αθήνας φαίνεται να είναι καλά και αυτό αποτυπώνεται και στα οικονομικά στοιχεία που εμφανίζει. Σύμφωνα με τον κ. Ανανιάδη το 2013 κατεγράφη μια άνοδος της τάξης του 40% στον τζίρο σε σχέση με το 2012, χωρίς ωστόσο να έχει αγγίξει ακόμα τα επίπεδα του 2007-2008.
«Από το 2009 μέχρι και το 2012 περάσαμε τέσσερα πολύ δύσκολα χρόνια. Η μείωση στο τζίρο έφτασε το 2012 στο 60% συγκριτικά με το 2008. Είναι γεγονός πως οι τιμές δεν έχουν φτάσει ακόμα στα αρχικά τους επίπεδα και πως η πληρότητα τους χαμηλούς χειμερινούς μήνες δεν παρουσιάζει την ίδια δυναμική. Η χρονιά αναμένουμε ότι θα κλείσει καλύτερα από ότι περιμέναμε. Ήδη τα στοιχεία από τις προκρατήσεις είναι θετικά και πολύ καλύτερα σε σχέση με φέτος γεγονός που ενισχύει την άποψη πως το 2015 θα είναι εξίσου καλή χρονιά ίσως και καλύτερη. Γενικότερα, όλα τα ξενοδοχεία μας πήγαν πολύ καλύτερα από ότι τις προηγούμενες χρονιές. Τόσο το Costa Navarino όσο και ο Αστέρας, για τον οποίο υπήρξε μια αναστάτωση στους μελλοντικούς πελάτες λόγω της πώλησής του».
Προσθέτει δε πως στην Ελλάδα οι ξενοδόχοι μείωσαν τις τιμές όχι για να προσελκύσουν περισσότερο κόσμο, αλλά ως μια κίνηση που έγινε λαμβάνοντας υπόψη τη γενικότερη κατάσταση της ελληνικής οικονομίας, με τις μειώσεις μισθών, αλλά και ως μια προσπάθεια συγκράτησης των τουριστών που τελικά επέλεξαν να επισκεφτούν τη χώρα μας. «Σήμερα η Ελλάδα θεωρείται ελκυστικός προορισμός χάρη στις χαμηλές τιμές της, ωστόσο, θα πρέπει να επανεξετάσουμε την τιμολογιακή πολιτική που θα ακολουθηθεί τα επόμενα χρόνια».
Πέρα από τις τιμές, ένα άλλο ζήτημα που τίθεται είναι εάν θα δούμε προσεχώς νέες εξαγορές ξενοδοχείων προκειμένου να εξασφαλιστεί η βιωσιμότητά τους. «Υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον από επενδυτικούς ομίλους του εξωτερικού για ξενοδοχειακά συγκροτήματα στην Ελλάδα. Το κατά πόσο αυτοί οι επενδυτές έρχονται με την πεποίθηση ότι θα αποκτήσουν τα ξενοδοχεία αυτά σε πολύ καλές τιμές είναι ένα θέμα, όπως επίσης είναι θέμα και το εάν τα ξενοδοχεία θα είναι βιώσιμα μακροπρόθεσμα. Θα πρέπει να λάβει κανείς υπόψη πως στις Μεσογειακές χώρες, όπως η Ισπανία, η Ιταλία και η Ελλάδα, το τουριστικό προϊόν χαρακτηρίζεται από εποχικότητά. Κάτι τέτοιο είναι ασυνήθιστο για πολλούς από αυτούς τους ομίλους που εξετάζουν πιθανές επενδύσεις».
Τα τελευταία χρόνια ακούμε από τους επαγγελματίες του κλάδου και τους αρμόδιους φορείς πως εάν η Ελλάδα θέλει να καταστεί ανταγωνιστική ως προς το τουριστικό της προϊόν θα πρέπει να στοχεύσει στον ποιοτικό τουρισμό και δη στον τουρισμό πολυτελείας. Ο κ. Ανανιάδης σπεύδει να τονίσει πως η «ταμπέλα» τουρισμός πολυτελείας συνιστά απλά μια γενίκευση. Στη χώρα μας υπάρχουν οι πελάτες που κατευθύνονται στα ελληνικά νησιά για παραθερισμό και εκείνοι που επισκέπτονται την Αθήνα για επαγγελματικούς λόγους στο πλαίσιο συνεδρίων. «Ο τουρισμός πολυτελείας αποτελεί μικρό κομμάτι της ελληνικής αγοράς. Στη χώρα μας υπάρχουν καθιερωμένοι προορισμοί με τις κατάλληλες υποδομές και φήμη που προσελκύουν διαρκώς τουρίστες. Για να έχεις όμως ποιοτικό τουρισμό χρειάζεται το κράτος και οι τοπικοί παράγοντες να βελτιώσουν τις υποδομές και από την πλευρά τους οι επιχειρηματίες και οι ξενοδόχοι να στοχεύσουν ανάλογα στον πελάτη που θέλουν. Ένα ξενοδοχείο δεν μπορεί να κάνει πολλά από μόνο του και να εγγυηθεί την ποιότητα των υπηρεσιών στην ευρύτερη περιοχή, εάν δεν είναι καλή η συνολική εικόνα του προορισμού».
Για την επιτυχημένη πορεία ενός ξενοδοχείου απαραίτητη προϋπόθεση είναι, σύμφωνα με τον περιφερειακό διευθυντή για την Ελλάδα του ομίλου της Starwood Hotels and Resorts Worldwide, τόσο η ικανότητα διαχείρισής του όσο και η φήμη που έχει αποκτήσει ένα brand έπειτα από αρκετά χρόνια δραστηριοποίησης στην αγορά. Αναμφίβολα ένα ισχυρό brand μπορεί να φέρει από μόνο του κόσμο αλλά σαφώς αυτό αφορά συγκεκριμένες περιπτώσεις. Ο ίδιος εκτιμά πάντως πως θα πρέπει να υπάρχουν ολοένα και περισσότερα brands σε έναν προορισμό για να δημιουργηθούν και άλλες μορφές διασύνδεσης με τους τουρίστες και να μην στηριζόμαστε μόνο στο μοντέλο του παραθεριστικού τουρισμού, ο οποίος βασίζεται σε ένα μεγάλο ποσοστό στους tour operators και στις συμφωνίες που κλείνονται για μικρού και μεσαίου μεγέθους μονάδες.
Ερωτηθείς αναφορικά με το αν η Starwoods εξετάζει να προσθέσει στο «στόλο» της κάποιο νέο ξενοδοχείο, ο κ. Ανανιάδης απαντά πως υπάρχει μια κινητικότητα σε αυτό τον τομέα και πως πάντα εξετάζονται τέτοιου είδους περιπτώσεις. «Είμαστε ανοιχτοί σε αυτό το θέμα αλλά η πολιτική μας στηρίζεται στο ότι δεν θα κάναμε ποτέ συμφωνία με κάποια νέα μονάδα εάν αυτό επηρέαζε τη λειτουργία των υφιστάμενων ξενοδοχείων μας, εάν οι μονάδες δεν πληρούν συγκεκριμένες προδιαγραφές ως προς τις υποδομές τους και φυσικά εάν κρίνουμε ότι μια μονάδα δεν είναι βιώσιμη και δεν υπάρχει κάτι παραπάνω που να μπορεί να προσφερθεί στον ιδιοκτήτη από πλευράς μας».
Όσο για την επικείμενη είσοδο της Sheraton στην ξενοδοχειακή αγορά της Αθήνας και της Θεσσαλονίκης εντός του 2015, o κ. Ανανανιάδης διευκρινίζει πως για την ώρα διεξάγονται συζητήσεις, υπάρχει ενδιαφέρον, χωρίς ωστόσο να υπάρχει κάτι απτό.