Ο πληθυσμός της Ελλάδας «γέρασε» κατά 4 χρόνια σε μια δεκαετία – Στη δεύτερη χειρότερη θέση της ΕΕ

Ο πληθυσμός της Ελλάδας «γέρασε» κατά 4 χρόνια σε μια δεκαετία – Στη δεύτερη χειρότερη θέση της ΕΕ
Ένας ηλικιωμένος άντρας φορώντας μάσκα προσώπου στέκεται έξω απο ένα φαρμακείο στη Θεσσαλονίκη, Τρίτη 24 Μαρτίου 2020. Σήμερα είναι η δεύτερη ημέρα της επιβολής απαγόρευσης κυκλοφορίας των πολιτών στο πλαίσιο της αυστηροποίησης των μέτρων για την αποφυγή εξάπλωσης του κορονοϊού στην Ελλάδα. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΧΙΛΛΕΑΣ ΧΗΡΑΣ Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Την 1η Ιανουαρίου 2023, σε όλα τα μέλη της ΕΕ, η μέση ηλικία κυμαινόταν μεταξύ 38,4 ετών στην Κύπρο και 48,4 ετών στην Ιταλία.

Τη δεύτερη μεγαλύτερη αύξηση του πληθυσμού της ανά την Ευρωπαϊκή Ένωση μέσα στην τελευταία δεκαετία κατέγραψε η Ελλάδα, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat που δημοσιεύτηκαν την Πέμπτη.

Όπως αναφέρεται από την στατιστική αρχή της ΕΕ, την 1η Ιανουαρίου του 2023 η μέση ηλικία του πληθυσμού της ΕΕ έφτασε τα 44,5 έτη. Αυτό σημαίνει ότι ο μισός πληθυσμός της ΕΕ ήταν μεγαλύτερος από 44,5 έτη, ενώ ο άλλος μισός ήταν νεότερος. Η διάμεση ηλικία του πληθυσμού της ΕΕ έχει αυξηθεί κατά 2,3 έτη από το 2013, όταν ήταν 42,2 έτη.

Την 1η Ιανουαρίου 2023, σε όλα τα μέλη της ΕΕ, η μέση ηλικία κυμαινόταν μεταξύ 38,4 ετών στην Κύπρο και 48,4 ετών στην Ιταλία. Μεταξύ 2013 και 2023, η διάμεση ηλικία αυξήθηκε σε όλα τα μέλη της ΕΕ, εκτός από τη Μάλτα και τη Σουηδία, όπου μειώθηκε (-0,4 και -0,1 έτη, αντίστοιχα), και τη Γερμανία, όπου η διάμεση ηλικία παρέμεινε αμετάβλητη.

Σε πέντε χώρες της ΕΕ, η διάμεση ηλικία του πληθυσμού αυξήθηκε κατά 4 έτη ή περισσότερο. Η διάμεση ηλικία στην Πορτογαλία αυξήθηκε κατά 4,4 έτη, η μεγαλύτερη μεταξύ των χωρών της ΕΕ. Η Ελλάδα, η Ισπανία, η Σλοβακία και η Ιταλία ακολούθησαν, καταγράφοντας αύξηση 4,0 ετών.

Ο αριθμός των ηλικιωμένων

Ο δείκτης εξάρτησης ηλικίας της ΕΕ -ο λόγος του αριθμού των ηλικιωμένων (ηλικίας 65 ετών και άνω) προς τον αριθμό των ατόμων σε ηλικία εργασίας (15-64 ετών)- ανερχόταν σε 33,4% την 1η Ιανουαρίου 2023. Ο δείκτης αυτός έχει αυξηθεί κατά 5,7% από την 1η Ιανουαρίου 2013, όταν ήταν στο 27,7%.

Στην Ελλάδα το ποσοστό ανήλθε σε 35,6%.

Τα υψηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στην Πορτογαλία (38,0%), την Ιταλία και τη Φινλανδία (και οι δύο 37,8%). Τα χαμηλότερα ποσοστά καταγράφηκαν στο Λουξεμβούργο (21,5%), την Ιρλανδία (23,2%) και την Κύπρο (24,7%).

Σε σύγκριση με το 2013, οι μεγαλύτερες αυξήσεις στους δείκτες σημειώθηκαν στην Πολωνία (+10,4%), τη Βουλγαρία (+9,2%) και την Κροατία (+9,0%). Οι χαμηλότερες στο Λουξεμβούργο (+1,3%), τη Μάλτα (+2%.) και την Αυστρία (+2,8%).

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: