Οδεύει η Ευρώπη προς άλλη μία κρίση;
- 11/10/2022, 21:00
- SHARE
Οι ζοφερές εκτιμήσεις για τις προοπτικές της ευρωπαϊκής όσο και της ελληνικής οικονομίας πληθαίνουν, προκαλώντας μια αίσθηση déjà vu. Οι ελλείψεις στο φυσικό αέριο, η ακρίβεια και η πιθανή ύφεση θα ωθήσουν την ευρωζώνη στο χείλος του γκρεμού; Σε αυτό το ερώτημα απαντούν οι Αθανάσιος Βαμβακίδης, Willem H. Buiter και Daniel Gros, περιγράφοντας πόσο «πικρός» θα είναι ο επερχόμενος χειμώνας στην Ευρώπη
Βαμβακίδης (ΒοfA): Η Ελλάδα χρειάζεται πολιτική σταθερότητα, δημοσιονομική πειθαρχία και μεταρρυθμίσεις
Η ευρωπαϊκή οικονομία υποφέρει λόγω διαδοχικών σοκ… Μετά την πανδημία, η ισχυρή ζήτηση, σε συνδυασμό με τις διαταραχές στις αλυσίδες εφοδιασμού, εκτόξευσαν τις τιμές στα εμπορεύματα και, συνακόλουθα, ενέτειναν τις πληθωριστικές πιέσεις… Ο πόλεμος στην Ουκρανία αύξησε τους γεωπολιτικούς κινδύνους και τις τιμές στην Ενέργεια. Οι τελευταίες περικοπές στις παραδόσεις ενεργειακών προϊόντων εκ μέρους της Ρωσίας ήγειραν σημαντικά ζητήματα για την Ευρώπη, η οποία αντιμετωπίζει δυσκολίες σε ό,τι αφορά την προσαρμογή της στη νέα πραγματικότητα. Στο μεταξύ, ο πληθωρισμός συνεχίζει να αυξάνεται, ωθώντας την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα να ανοίξει έναν επιθετικό κύκλο επιτοκιακών αυξήσεων… Ως αποτέλεσμα, τα spreads των ομολόγων της περιφέρειας της Ευρωζώνης σημειώνουν άνοδο. Από την άλλη, η απορρόφηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης καθυστερεί χαρακτηριστικά και, συνεπώς, δεν μπορεί να κάνει τη διαφορά.
Η Ελλάδα αντιμετώπισε τα προαναφερόμενα σοκ με επιτυχία. Οι αναπτυξιακοί ρυθμοί που πέτυχε και συνεχίζει να καταγράφει η οικονομία της αποτελούν ευχάριστη έκπληξη. Επίσης, το κόστος εξυπηρέτησης του χρέους είναι χαμηλό, ενώ το κράτος διαθέτει σημαντικά κεφαλαιακά αποθέματα.
Ωστόσο, στο μέλλον θα υπάρξουν πολλές μακροοικονομικές προκλήσεις. Η τιθάσευση του πληθωρισμού είναι κορυφαία προτεραιότητα για την ΕΚΤ, η οποία θα αυστηροποιήσει έτι περαιτέρω τη νομισματική πολιτική της, αυξάνοντας τα επιτόκια.
Ως αποτέλεσμα, η ανεργία, η οποία στην ΕΕ βρίσκεται σε ιστορικά υψηλά επίπεδα, θα αυξηθεί. Η Ευρωζώνη θα πρέπει να συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις και να επαναφέρει τους δημοσιονομικούς κανόνες, προκειμένου να διασφαλίσει πως ο πληθωρισμός θα μειωθεί και ότι το χρέος θα παραμείνει σε διαχειρίσιμα και βιώσιμα επίπεδα. Σε αυτό το πλαίσιο, οι ενεργειακές επιδοτήσεις θα πρέπει να είναι καλά στοχοθετημένες και δημοσιονομικά ουδέτερες. Η αξιοποίηση των κονδυλίων του Ταμείου Ανάκαμψης της ΕΕ οφείλει να επιταχυνθεί και, σε ορισμένες περιπτώσεις, να υπάρξει αλλαγή κατεύθυνσης, για να αντιμετωπιστούν αποτελεσματικά επείγουσες ανάγκες. Εκ των ων ουκ άνευ για την ΕΕ παραμένει η ενεργειακή ανεξαρτητοποίησή της, η οποία θα πάρει πολλά χρόνια και θα πρέπει να ξεκινήσει άμεσα.
Η ελληνική κυβέρνηση παραμένει δεσμευμένη στον στόχο της δημοσιονομικής εξυγίανσης, προχωρώντας σε δομικές μεταρρυθμίσεις. Όσο η Ελλάδα είναι προσηλωμένη στους δημοσιονομικούς κανόνες της ΕΕ και συνεχίζει τις μεταρρυθμίσεις, στο πλαίσιο του Ταμείου Ανάκαμψης, δεν συντρέχει λόγος ανησυχίας. Βέβαια, σημαντική προϋπόθεση είναι να υπάρχει μετά τις εκλογές του 2023 πολιτική σταθερότητα.
Εν προκειμένω αξίζει να επισημανθεί ότι η περιφέρεια της Ευρωζώνης θα δεχτεί σημαντικές πιέσεις, καθώς η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα συνεχίσει να συσφίγγει τη νομισματική πολιτική – αν και αναμένεται πως, εφόσον τα spread στα ιταλικά ομόλογα διευρυνθούν, η νομισματική αρχή θα παρέμβει, γεγονός το οποίο θα ωφελήσει και την Ελλάδα. Με λίγα λόγια, η Ελλάδα χρειάζεται πολιτική σταθερότητα, δημοσιονομική πειθαρχία και διαρθρωτικές μεταρρυθμίσεις για να αντιμετωπίσεις τις προκλήσεις που έρχονται…
Willem H. Buiter (CFR): Ολοταχώς προς μια κρίση χρέους
Η ευρωζώνη οδεύει ολοταχώς προς μια νέα κρίση χρέους. Ο κατάλογος των δημοσιονομικά εύθραυστων χωρών περιλαμβάνει την Ιταλία (η οποία ολοκλήρωσε το α’ τρίμηνο του τρέχοντος έτους με ακαθάριστο δημόσιο χρέος στο 152,6% του ΑΕΠ), την Ελλάδα (χρέος 189,3% του ΑΕΠ, αλλά με τη μεγαλύτερη μέση ληκτότητα), την Πορτογαλία (127%), την Ισπανία (117,7%), τη Γαλλία (114,4%), το Βέλγιο (107,9%) και την Κύπρο (104,9%). Μια πιθανή κρίση θα μπορούσε να απειλήσει την ύπαρξη ακόμα και της ίδιας της Ευρωζώνης, εάν το μη βιώσιμο χρέος πυροδοτούσε την έξοδο, ας πούμε, της Ιταλίας από τη ζώνη του ευρώ.
Το δημόσιο χρέος μπορεί να γίνει μη βιώσιμο λόγω των κακών προοπτικών ανάπτυξης, των υψηλότερων επιτοκίων, των μεγαλύτερων κρατικών επασφαλίστρων κινδύνου και της έλλειψης δημοσιονομικής πειθαρχίας. Χωρίς τον Mario Draghi επικεφαλής, η Ιταλία πιθανότατα δεν θα κάνει «ό,τι χρειάζεται» για να παραμείνει στην ευρωζώνη. Ο κίνδυνος νέας κρίσης αυξάνεται από την πιθανή απάντηση στην επικείμενη ευρωπαϊκή ενεργειακή κρίση: ο συνδυασμός μεταβιβαστικών πληρωμών, φορολογικών περικοπών και της επιβολής πλαφόν στις τιμές των ενεργειακών προϊόντων θα διευρύνει τα κρατικά ελλείμματα.
Για να αποφευχθεί μια κρίση χρέους πρέπει να κοινωνικοποιηθούν τα ελλείμματα των δημοσιονομικά αδύναμων κρατών μελών. Η ενίσχυση των δημοσιονομικών πόρων της ΕΕ κατά περίπου 3% του ΑΕΠ (450 δισεκατομμύρια ευρώ το 2022) μπορεί να κάνει τη δουλειά. Αλλά είναι πολιτικά απίθανο.
Εναλλακτικά, η Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα θα μπορούσε να συνεχίσει να αγοράζει το χρέος των δημοσιονομικά εύθραυστων κρατών μελών και να σταματήσει τις επιτοκιακές αυξήσεις. Ωστόσο, η χρήση διευκολύνσεων όπως οι Outright Monetary Transactions και η Transactions Protection Initiative, προς αποφυγή του κατακερματισμού της αγοράς και τη διασφάλιση της «ενότητας του μηχανισμού νομισματικής μετάδοσης», δεν θα ήταν πολιτικά αποδεκτή στη Γερμανία ή κράτη με ανάλογη δημοσιονομική πολιτική.
Daniel Gros: Μικρός ο κίνδυνος νέας κρίσης στην ευρωζώνη
«Η ιστορία δεν επαναλαμβάνεται, αλλά συχνά κάνει ρίμα» αναφέρει ο Διευθυντής του Κέντρου Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής Daniel Gros με άρθρο του στο Project Syndicate, το οποίο αναδημοσιεύει το Fortune Greece.
Όπως επισημαίνει:
Μια επανάληψη της κρίσης του ευρώ είναι εξαιρετικά απίθανη, επειδή τα θεμελιώδη είναι εντελώς διαφορετικά. Πριν από μια δεκαετία, οι χώρες του Νότου της Ευρωζώνης είχαν μεγάλα ελλείμματα τρεχουσών συναλλαγών, δηλαδή χρειάζονταν μεγάλες εισροές κεφαλαίων. Όταν αυτές οι ροές σταμάτησαν, οι οικονομίες τους συρρικνώθηκαν και οι ευπάθειες στα τραπεζικά τους συστήματα αποκαλύφθηκαν. Στον αντίποδα, σήμερα, η Ιταλία έχει σημαντικά πλεονάσματα τρεχουσών συναλλαγών, η καθαρή της θέση σε ξένο ενεργητικό έχει γίνει θετική και οι τράπεζές της είναι πολύ ισχυρότερες.
Πάμε τώρα στη ρίμα: κατά τη διάρκεια μιας ύφεσης, τα επασφάλιστρα κινδύνου συνήθως αυξάνονται για όλους εκτός από τους καλύτερους δανειολήπτες (αυτούς με αξιολογήσεις AAA) – μια ομάδα που δεν περιλαμβάνει την κυβέρνηση της Ιταλίας. Με δείκτη χρέους προς ΑΕΠ άνω του 150%, τα ιταλικά ομόλογα έχουν αξιολόγηση BBB. Η Ισπανία και η Πορτογαλία έχουν χαμηλότερο χρέος και επομένως απολαμβάνουν πολύ χαμηλότερα επασφάλιστρα κινδύνου (περίπου τα μισά από αυτά της Ιταλίας).
Αλλά αυτά τα μέτρια επασφάλιστρα κινδύνου για το μακροπρόθεσμο χρέος δεν σηματοδοτούν κρίση. Ο κώδωνας του κινδύνου πριν από μια δεκαετία σήμανε όταν οι επενδυτές ζήτησαν ένα σημαντικό επασφάλιστρο για το βραχυπρόθεσμο χρέος. Δεν υπάρχει καμία κρίσιμη ένδειξη ότι συμβαίνει αυτό προς το παρόν. Δεδομένου αυτού, δεν χρειαζόταν το νέο TPI, το οποίο παρουσίασε η ΕΚΤ στα τέλη Ιουλίου. (Μερικοί έχουν προτείνει ότι το TPI σημαίνει, στην πραγματικότητα, «Για την προστασία της Ιταλίας», επειδή καμία άλλη χώρα δεν το ζήτησε.) Εν πάση περιπτώσει, με ή χωρίς το TPI, υπάρχει μικρός κίνδυνος νέας κρίσης στην ευρωζώνη.
*Ο Αθανάσιος Βαμβακίδης είναι o Managing Director & Global Head της G10 Foreign Exchange Strategy για την Bank of America, Αθανάσιος Βαμβακίδης
* Ο Willem H. Buiter, ανεξάρτητος οικονομικός σύμβουλος, είναι πρώην μέλος της Επιτροπής Νομισματικής Πολιτικής της Τράπεζας της Αγγλίας και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος στη Citigroup.
* Ο Daniel Gros είναι μέλος του διοικητικού συμβουλίου και διακεκριμένος συνεργάτης στο Κέντρο Μελετών Ευρωπαϊκής Πολιτικής.