Oι αμερικανοί ερευνητές που στρίμωξαν τη VW

Oι αμερικανοί ερευνητές που στρίμωξαν τη VW
Ein VW-Plakat hängt am Montag (09.01.2012) während der North American International Autoshow (NAIAS) im US-amerikanischen Detroit hinter einer grünen Ampel. Photo: Volkswagen / Friso Gentsch

Ένας έλεγχος ρουτίνας πρόδωσε τη γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία.

 

Ο επικεφαλής της ερευνητικής ομάδας που πρώτη εντόπισε την απάτη της VW με τις παραποιημένες τιμές καυσαερίων εξηγεί στη DW πώς oι Aμερικανοί ερευνητές έφτασαν στο συγκεκριμένο αποτέλεσμα σε έναν έλεγχο ρουτίνας.

Όταν ο Ντάνιελ Κάρντερ και η ερευνητική ομάδα του από το Πανεπιστήμιο της Δυτικής Βιρτζίνια ξεκίνησαν τυπικούς ελέγχους σε διάφορα οχήματα ως προς τις εκπομπές καυσαερίων δεν μπορούσαν να διανοηθούν ότι τα πορίσματά τους θα οδηγούσαν στην παραίτηση ενός από τους ισχυρότερους άνδρες της παγκόσμιας αυτοκινητοβιομηχανίας, του Μάρτιν Βίντερκορν.

To 2014 η αμερικανική ΜΚΟ «Clean Transport System» ανέθεσε στην ερευνητική ομάδα του Κέντρου Έρευνας Καυσίμων, Μηχανών και Εκπομπών Καυσαερίων (CAFEE) με επικεφαλής τον Ντάνιελ Κάρντερ, να ελέγξει τις εκπομπές οξειδίου του αζώτου σε πετρελαιοκίνητα οχήματα μεσαίου μεγέθους στις ΗΠΑ. Το οξείδιο του αζώτου συμβάλει στη δημιουργία της τρύπας του όζοντος και έτσι οι εκπομπές του οφείλουν τα πληρούν αυστηρές προδιαγραφές ήδη από τη δεκαετία του ´70.

H oμάδα του Πανεπιστημίου της Δ. Βιρτζίνια επέλεξε δειγματοληπτικά τρία ελαφρά ντιζελοκίνητα αυτοκίνητα: το ΒMWX5, το VW Passat καθώς και το VW Jetta. «Ήταν η πρώτη έρευνα τέτοιου είδους. Δεν ήταν κάτι νέο σε επίπεδο τεχνικό. Ήταν απλώς η πρώτη φορά που ένας τέτοιος έλεγχος θα διεξαγόταν στην αμερικανική αγορά», αναφέρει ο Κάρντερ.

Ένα απρόσμενο αποτέλεσμα

Παλαιότεροι έλεγχοι των εκπομπών οξειδίου του αζώτου εστίαζαν κυρίως σε ντιζελοκίνητα βαρέα οχήματα, τόσο της BMW όσο και της VW. Σε εκείνους τους ελέγχους το ίδιο ερευνητικό κέντρο είχε καταλήξει ότι όλα λειτουργούσαν κανονικά, βάσει των προβλεπόμενων στάνταρ. Περίμεναν εύλογα ότι κάτι αντίστοιχο θα συνέβαινε και για τα ελαφρά οχήματα των ίδιων εταιρειών. Κι ενώ οι έλεγχοι που αφορούσαν την BMW πήγαν καλά, δεν συνέβη το ίδιο και με τα μοντέλα Passat και Jetta της VW.

«Όταν διενεργήσαμε ελέγχους σε πραγματικές συνθήκες οι εκπομπές καυσαερίων ήταν υψηλότερες από ό,τι είχε καταγραφεί στο τεχνικό κέντρο δοκιμών και ελέγχου των εκπομπών της Καλιφόρνια. Εκεί οι τιμές των εκπεμπόμενων ρύπων ήταν εμφανώς χαμηλότερες από ό,τι στην έρευνα πεδίου», σημειώνει ο Κάρντερ. Ωστόσο η ερευνητική ομάδα δεν ήταν σε θέση να εξηγήσει εάν αυτή η ανωμαλία οφειλόταν σε τεχνικό λάθος ή σε μια οργανωμένη χειραγώγηση των επίμαχων συστημάτων από την πλευρά της εταιρείας. Μετά από ειδικότερη έρευνα φάνηκε ότι δεν είχε μεσολαβήσει κάποιο τεχνικό πρόβλημα, αλλά ότι το σύστημα καταγραφής εκπομπών καυσαερίων δεν ήταν ενεργό όταν έπρεπε, μολονότι μπορούσε.

«Κάναμε απλώς τη δουλειά μας»

Την υπόθεση έκτοτε ανέλαβε η Υπηρεσία Προστασίας του Περιβάλλοντος των ΗΠΑ (EPA), η οποία βασίστηκε στα προκαταρκτικά πορίσματα της ομάδας Κάρντερ. Σύμφωνα με την EPA η γερμανική αυτοκινητοβιομηχανία είχε εγκαταστήσει λογισμικό που «έκλεβε» στα τεστ ελέγχου ρύπων. Κατά συνέπεια η Volkswagen είναι αντιμέτωπη με σοβαρές αστικές και ποινικές ευθύνες, ενώ αναμένεται να καταβάλει έως και 18 δις σε πρόστιμα. Η συνέχεια είναι λίγο πολύ γνωστή. Η VW παραδέχτηκε ότι είχε εγκαταστήσει αντίστοιχο λογισμικό σε 11 εκατομ. αυτοκίνητα παγκοσμίως.

Την ίδια ώρα σχετικοί έλεγχοι έχουν ξεκινήσει και στην Ευρώπη. Από την πλευρά του ο Ντάνιελ Κάρντερ αναφέρει: «Εμείς κάναμε απλώς τη δουλειά μας. Δεν είχαμε ιδέα για το μέγεθος που θα λάμβανε η υπόθεση». Το ερώτημα όμως που γεννάται εύλογα είναι γιατί η συγκεκριμένη ερευνητική ομάδα και όχι κανένας άλλος νωρίτερα δεν κατάφερε να ξεσκεπάσει το σκάνδαλο της VW;

Η απάντηση πάντως είναι μάλλον απλή. Η μέθοδος που χρησιμοποιεί η συγκεκριμένη ομάδα είναι πολύπλοκη και ο συνολικός εξοπλισμός που παίρνουν στους επιτόπιους ελέγχους είναι εξαιρετικά δυσκίνητος. Απαιτούνται 8 ώρες και δύο άτομα για να εγκαταστήσουν τον εξοπλισμό σε κάθε όχημα. «Είναι εν τέλει θέμα χρηματικών πόρων. Πρόκειται για ένα χρονοβόρο και κοστοβόρο σύστημα ελέγχου. Δεν είναι ευρέως γνωστό και γι αυτό μέχρι σήμερα δεν ήταν περιζήτητο», αναφέρει ο αμερικανός ερευνητής.

Πηγή: Deutsche Welle