Οι καιροί ου μενετοί και για την οικονομία
- 25/12/2022, 09:00
- SHARE
«Tοῦ δε πολέμου οι καιροι οὐ μενετοί», δηλαδή στον πόλεμο οι ευκαιρίες δεν περιμένουν. Τάδε έφη σε ομιλία του στην Εκκλησία του Δήμου ο Αθηναίος Περικλής, κατόπιν της οποίας αποφασίστηκε η δυναμική αντιμετώπιση των Λακεδαιμονίων και συνεπώς η είσοδος της Αθήνας και των συμμάχων της στον πόλεμο (Θουκυδίδης Α. 142).
Η αλήθεια είναι πως σε οικονομικό επίπεδο –και όχι μόνον– βιώνουμε μήνες τώρα έναν ασύμμετρο πόλεμο, στον οποίο όλοι οι συμμετέχοντες, ακόμη και αν αποτελούν μέλη της ίδιας κοινότητας κρατών, συμπεριφέρονται καθ’ όλα ιδιοτελώς.
Ο κατάλογος των κρίσεων μεγαλώνει. Το 2022 υποτίθεται θα ήταν έτος επανεκκίνησης της οικονομικής δραστηριότητας, μετά την πανδημία Covid και τα lockdown. Μετεξελίχθηκε, όμως, σε χρονιά πολέμου, πληθωρισμού, ενεργειακής κρίσης, κρίσης στα εμπορεύματα, ξηρασίας και συνάμα πλημμυρών. Ήταν επίσης μια χρονιά κατά την οποία οι κεντρικές τράπεζες μετέβαλαν το οικονομικό παράδειγμά τους, σε μια μάλλον απέλπιδα προσπάθεια να τιθασεύσουν τις πληθωριστικές πιέσεις με κάθε κόστος. Έτσι αποχαιρετήσαμε τα μηδενικά επιτόκια και τη νομισματική χαλάρωση, με τζάμπο αυξήσεις που εύλογα παρασέρνουν τις οικονομίες στη βαθιά θάλασσα της ύφεσης. Το 2022 ήταν επίσης η χρονιά αυτού που οι Γερμανοί αποκαλούν «Zeitenwende» (σημείο καμπής) για την Ευρώπη: ένας πόλεμος στην πίσω αυλή της ΕΕ μαίνεται, ενώ η φθηνή ενέργεια και η παγκοσμιοποίηση, όπως την ξέραμε, τελειώνουν. Τα παραπάνω, σε συνδυασμό με την πληθυσμιακή γήρανση, την έλλειψη διεθνούς ανταγωνιστικότητας και την ατέρμονη συζήτηση για την ευρωπαϊκή ολοκλήρωση, συνιστούν έναν μακρύ κατάλογο προκλήσεων. «Πολλά ζητήματα συνδέονται με τις μεταβάσεις τις οποίες βιώνουν η ευρωπαϊκή και η παγκόσμια οικονομία: μετάβαση από το φυσικό αέριο, μετάβαση σε βραδύτερους ρυθμούς ανάπτυξης στην Κίνα, μετάβαση από τα αρνητικά επιτόκια κ.λπ. Όσο καλύτερα αποτελέσματα υπάρξουν, τόσο πιο εύκολη θα είναι η μετάβαση» αναφέρει ο Global Head FX and Emerging Markets Macro Strategy της Barclays Bank, Θέμος Φιωτάκης.
Πάντως, για την ελληνική οικονομία, οι διεθνείς οίκοι είναι ιδιαίτερα αισιόδοξοι. Η Morgan Stanley εκτιμά ότι η Ελλάδα θα αποφύγει την ύφεση, σε αντίθεση με την υπόλοιπη ζώνη του ευρώ, χάρη και στη στήριξη που απορρέει από τη στοχευμένη δημοσιονομική πολιτική και την εφαρμογή των μεταρρυθμίσεων του Ταμείου Ανάκαμψης.
Ανάλογο σήμα έστειλε και η Goldman Sachs, που «βλέπει» πως, με το χρέος να διαγράφει πτωτική τροχιά (αναμένεται να φτάσει στο 150%, ως ποσοστό του ΑΕΠ, το 2025) αυξάνεται η πιθανότητα ανάκτησης επενδυτικής βαθμίδας έως τις αρχές του 2023.
Σε αντίθεση με την υπόλοιπη Ευρώπη, η Ελλάδα θα αποφύγει την ύφεση το 2023 όμως οι επερχόμενες εκλογές μπορούν να ανατρέψουν τις προβλέψεις
Στο ζήτημα της επενδυτικής βαθμίδας στέκεται και η Societe Generale, που εκτιμά ότι η Ελλάδα θα έχει το υψηλότερο δημοσιονομικό πλεόνασμα μεταξύ των χωρών της ζώνης του ευρώ έως το 2026, ενώ ο λόγος χρέους προς ΑΕΠ θα συγκλίνει με εκείνον της Ιταλίας έως το 2027. Μάλιστα, λέει η γαλλική τράπεζα, αυτή η θετική δυναμική αναμένεται να συνεχιστεί με τη βοήθεια των κεφαλαίων του Ταμείου Ανάκαμψης, εφόσον υποβοηθηθεί από δημοσιονομική εξυγίανση. «Μια αναβάθμιση θα μπορούσε να υπάρξει στην πρώτη αξιολόγηση αξιολόγησης της S&P το α’ εξάμηνο του 2023 έτους» καταλήγει ο οίκος.
Η Ελλάδα επιβράβευσε την πίστη μας στην οικονομική της ανάκαμψη, αναφέρει η Jefferies, σχολιάζοντας τα υψηλά επίπεδα στα οποία κινήθηκε ο τουρισμός, συμβάλλοντας στην ενίσχυση του θετικού ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών και των κερδών. Και μπορεί η ισχυρή ανάπτυξη το 2022 να επισκιαστεί από μια ρηχή επιβράδυνση (ύφεση) το 2023, αλλά ο οίκος παραμένει αισιόδοξος. Μοναδικός «αστερίσκος» οι εκλογές… «Ο σχηματισμός κυβέρνησης μετά τις επόμενες εκλογές –που πιθανότατα θα διεξαχθούν σε δύο γύρους γύρω στον Απρίλιο/Μάιο του 2023– θα είναι δύσκολος, αν κρίνουμε από τις τρέχουσες δημοσκοπήσεις, γεγονός που ενέχει τον κίνδυνο επιβράδυνσης της μεταρρυθμιστικής δυναμικής» αναφέρει η Moody’s.
Υφεσιακές αποχρώσεις Τι θα φέρει, λοιπόν, το 2023; Πράγματι, όπως παραδέχονται πολλοί αναλυτές, πολλά από τα ζητήματα του τρέχοντος έτους θα ταλανίζουν και το επόμενο: ο πόλεμος, η ενεργειακή κρίση, ο πληθωρισμός, ακόμη και η Covid, είναι πιθανό να συνεχίσουν να επηρεάζουν σημαντικά την παγκόσμια οικονομία.
150 % ως ποσοστό του ΑΕΠ αναμένεται να φτάσει το ελληνικο χρέος το 2025.
Σύμφωνα με τον κ. Φιωτάκη, «το outlook είναι κάπως ζοφερό. O επόμενος χρόνος θα είναι δύσκολος. Και, κυρίως, για την Ευρώπη, η οποία υφίσταται πολλαπλά σοκ. Το ευτυχές γεγονός είναι ότι o ασυνήθιστα ζεστός χειμώνας μέχρι στιγμής έχει βοηθήσει στη μείωση των τιμών στα εμπορεύματα. Επίσης, το γεγονός πως το σοκ αφορά όλα τα κράτη στην Ευρώπη περιόρισε την εστίαση στη δημοσιονομική λιτότητα – στην πραγματικότητα, πυροδότησε δημοσιονομικές και μη δημοσιονομικές ευρωπαϊκές πολιτικές, με στόχο την επούλωση του όποιου πλήγματος.
Βέβαια, θα χρειαστεί να περάσουν μήνες για να εκδηλωθούν πλήρως οι κρίσεις των τιμών και οι δευτερογενείς επιπτώσεις τους. Άρα, ο πληθωρισμός δεν θα μειωθεί από τη μια μέρα στην άλλη. Βέβαια, υπάρχουν ενδείξεις ότι ένα μέρος της παγκόσμιας δυναμικής του μετριάζεται και ότι οι τρέχοντες ρυθμοί είναι πιθανό να υποχωρήσουν. Οι τιμές θα αυξηθούν μεν, αλλά θα είναι συγκρατημένες. Οι αγορές προεξοφλούν μια απότομη αποπληθωριστική πορεία το επόμενο έτος. Μένει να φανεί αν έχουν δίκιο».
Σε κάθε περίπτωση, μπαίνουμε σε μια χρονιά με μεγάλο εύρος πιθανών αποτελεσμάτων. Και αυτό δεν λαμβάνει καν υπόψη πιθανά τυφλά σημεία, όπως η έναρξη μιας νέας πανδημίας ή ενός πολέμου. Ένα είναι σίγουρο: «οί καιροί ού μενετοί»…
*Φωτογραφίες: Afp/ Visual Hellas
**Το κείμενο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune Δεκεμβρίου που κυκλοφορεί στις 23/12.