Οι προεκλογικές υποσχέσεις για τον κατώτατο μισθό ανησυχούν την αγορά
- 25/04/2023, 12:16
- SHARE
Στην τελική ευθεία για τις εκλογές τα κόμματα πλειοδοτούν για τον κατώτατο μισθό, αλλά είναι ζητούμενο τι όφελος προκύπτει για την αγορά -εργοδότες και εργαζόμενους- σε περιβάλλον πληθωρισμού και υψηλών βαρών για φορολογικές και ασφαλιστικές εισφορές.
«Δίνοντας πολλά, πάνω δηλαδή από την ισορροπία που προτείνει η ΕΕ για τον κατώτατο μισθό σε σχέση με τον μέσο και τον διάμεσο μισθό αυξάνεται το μισθολογικό κόστος και υπονομεύεται η ανάπτυξη και η πρόοδος που έχει επιτευχθεί τα τελευταία χρόνια, μετά τα capital controls και την οικονομική κρίση της προηγούμενης δεκαετίας».
Πρόκειται για σύνοψη επισημάνσεων επιχειρηματιών και στελεχών της βιομηχανίας που παρακολουθούν με σκεπτικισμό τις εξαγγελίες για δραστική βελτίωση των αμοιβών την επόμενη τετραετία. Πρακτικά, όπως εξηγούν στο Fortune Greece, οι προεκλογικού μοτίβου αυξήσεις στον κατώτατο μισθό, «καθηλώνουν» τη μισθολογική διάρθρωση δεδομένου ότι επηρεάζουν τις συγκριτικές αμοιβές οδηγώντας στο παράδοξο ένας ανειδίκευτος εργαζόμενος να αμείβεται το ίδιο με έναν ειδικευμένο.
Σημειώνεται ότι για να αξιολογείται κατά πόσον οι ισχύοντες κατώτατοι μισθοί είναι επαρκείς, η ΕΕ έχει προτείνει τα κράτη μέλη να καθορίζουν τον κατώτατο μισθό στο 60% του ακαθάριστου διάμεσου μισθού και στο 50% του ακαθάριστου μέσου μισθού. Στην Ελλάδα, με βάση τον πολιτικό διάλογο των τελευταίων εβδομάδων, δεν φαίνεται να υπολογίζεται αυτή η σύσταση με αποτέλεσμα να αναδεικνύεται κίνδυνος για στρεύλωση στη μισθολογική διάρθρωση της οικονομίας, όπως σχολιάζουν οικονομικοί αναλυτές (που υπολογίζουν ήδη την επίπτωση στις μέσες αμοιβές γύρω στο 4,7% από την πρόσφατη αύξηση του κατώτατου μισθού κατά 9,4%).
Σύμφωνα με επιστημονικές μελέτες που έχουν αναλύσει τεχνικά τις επιπτώσεις της αύξησης του κατώτατου μισθού διαπιστώνεται ότι για κάθε 1 μονάδα αύξησης στον κατώτατο μισθό περνά αύξηση 0,44 – 0,50 στις άλλες αμοιβές. Ευεργετείται έτσι το σύνολο της αγοράς, αρκεί να τηρείται μια σχετική ισορροπία με τον μέσο και διάμεσο μισθό και να λαμβάνονται υπόψη παράμετροι όπως ο πληθωρισμός, το ύψος των εισφορών, τα φορολογικά βάρη κ.ο.κ.. Διαφορετικά, δεδομένου ότι η αύξηση μισθών συνεπάγεται αύξηση εισφορών εργαζόμενου – εργοδότη υπάρχει ρίσκο, όπως η επιβράδυνση της δημιουργίας νέων θέσεων εργασίας από τις μεγάλες κυρίως επιχειρήσεις και η αδήλωτη ή μερικώς δηλωμένη εργασία στις πολύ μικρές (π.χ. εικονικά μερικώς απασχολούμενοι που λαμβάνουν μέρος του μισθού «μαύρα»). Επίσης επηρεάζεται ο ρυθμός αύξησης της απασχόλησης των πιο ευάλωτων όπως χαμηλόμισθοι, νέοι, γυναίκες κ.α..
Όπως σημειώνουν οικονομικά στελέχη σε μια αγορά εργασίας που λειτουργεί καλά οι μισθοί διαμορφώνονται με βάση την προσφορά και ζήτηση, την παραγωγικότητα, τις ελλείψεις θέσεων, τις επενδύσεις, τις ανισότητες κ.ο.κ.. Αυτό συμβαίνει σε ένα βαθμό στη χώρα μας, που κατάφερε να βελτιώσει τις συνθήκες που επικράτησαν επί μνημονίων. Μετά την αύξηση του κατώτατου μισθού το 2019 από τον ΣΥΡΙΖΑ και τις δύο αυξήσεις του 2022 (πιο πρόσφατη ήταν του 2023), με βάση επίσημα στοιχεία, η αγορά εξελισσόταν δημιουργώντας θέσεις εργασίας. Επιπλέον, καταγράφηκε αύξηση του μέσου μισθού την τελευταία τετραετία 12,5-13%, έναντι αύξηση 20% του κατώτατου μισθού.
Εκφράζεται ωστόσο προβληματισμός για την πλειοδοσία των κομμάτων λόγω δυνητικών επιπτώσεων μετά και την πρόσφατη μεγάλη αύξηση (9,4% στα 780 ευρώ, πολύ πάνω από τις προτάσεις της Τράπεζας της Ελλάδος, του ΣΕΒ, της ΕΣΕΕ κ.α.). Εξάλλου, ήδη υπάρχουν πιέσεις για αυξήσεις στους ειδικευμένους εργαζόμενους, με ό,τι αυτό συνεπάγεται για την ανταγωνιστικότητα και τις νέες θέσεις εργασίας στις μεγάλες επιχειρήσεις. Όπως σημειώνουν υψηλόβαθμα στελέχη στο Fortune Greece, ήταν θεμιτή μια αύξηση από τα 713 στα 751 ευρώ, όπου ήταν δηλαδή ο κατώτατος μισθός με την τελευταία αύξηση -προ μνημονίων, το 2011 αλλά πέραν αυτού αναπτύσσεται μεγάλη συζήτηση.
Υπενθυμίζεται ότι την περίοδο των μνημονίων 2015-2019 είχαμε μετάβαση σε μια αγορά χαμηλής παραγωγικότητας, χαμηλής προστιθέμενης αξίας και χαμηλών μισθών, με 1 στους 3 εργαζόμενους να αμείβεται με κατώτατο μισθό. Αυτή η κατάσταση βελτιώθηκε μετά το 2020-2021, παρά την πανδημία, με την αναλογία να διαμορφώνεται σε 1 στους 4 (ή 25% των εργαζομένων να αμείβεται με τον κατώτατο μισθό, κυρίως σε μικρές επιχειρήσεις με λιγότερους από 10 εργαζόμενους).
Πολιτικός υπολογισμός και …επί της διαδικασίας
Τέλος, ως προς της διαδικασία καθορισμού του κατώτατου μισθού, στη χώρα μας η κυβέρνηση είναι αυτή που αποφασίζει μετά από διαβούλευση με τους κοινωνικούς εταίρους. Η διαδικασία ενεργοποιείται στην αρχή της χρονιάς για να ολοκληρωθεί περίπου στα μέσα της. Το πλαίσιο αυτό νομοθετήθηκε το 2014 και εφαρμόστηκε 4 φορές, μία επί κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ και 3 από κυβερνήσεις της ΝΔ. Πρώτη φορά εφαρμόστηκε το 2019, σε μια περίοδο χωρίς πληθωρισμό και πιο πρόσφατα σε περιβάλλον υψηλού πληθωρισμού, αλλά σε συνέχεια κρίσεων που έπληξαν νοικοκυριά και επιχειρήσεις (πανδημία, πόλεμος στην Ουκρανία, ενεργειακή κρίση, κρίση τιμών κ.α.).
Παρατηρούμε πάντως ότι καμιά φορά δεν τηρήθηκε το χρονοδιάγραμμα, γεγονός που σχετίζεται σε μεγάλο βαθμό με τον χρόνο των εκλογών.
Τα παραπάνω δείχνουν ότι πολιτικός υπολογισμός υπεισέρχεται και ως προς τη διαδικασία πέραν της ποσοτικής παραμέτρου, δηλαδή του ποσοστού αύξησης του κατώτατου μισθού που προτείνουν τα κόμματα.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: