Oρέστης Ομράν: Η Ελλάδα αλλάζει, όµως οι παθογένειες παραµένουν
- 05/08/2020, 12:58
- SHARE
Tο ότι κάποιοι άνθρωποι καταφέρνουν να ξεχωρίσουν νωρίτερα από τους άλλους και να διαπρέψουν στον τοµέα που έχουν επιλέξει να δραστηριοποιούνται δεν είναι ούτε θέµα τύχης, ούτε ηλικίας, ούτε συγκυριών. Είναι πρωτίστως θέµα αφοσίωσης, σκληρής δουλειάς και οράµατος. Και η ανέλιξη, όσο πιο σύντοµα επιτυγχάνεται, τόσο µεγαλύτερο είναι το ειδικό βάρος που αποκτά.
Το πλούσιο βιογραφικό του Ορέστη Οµράν θα έλεγε κανείς ότι είναι αντιπροσωπευτικό ενός ανθρώπου που πιστεύει στη ρήση ότι «εχθρός του καλού είναι το καλύτερο». Είναι δικηγόρος Αθηνών και Νέας Υόρκης και επικεφαλής EU-Greek Practice της DLA Piper, µίας από τις µεγαλύτερες full service business δικηγορικές εταιρείες του κόσµου µε πάνω από 3.500 δικηγόρους και γραφεία σε 60 χώρες, στην οποία µόλις πρόσφατα προήχθη σε εταίρο, καθώς επίσης και συνιδρυτής των πρωτοβουλιών «Brain Gain» και «Consensus», για την ενίσχυση της επιρροής των Ελλήνων επαγγελµατιών και επιστηµόνων του εξωτερικού στη χώρα.
Με έδρα τις Βρυξέλλες, εξειδικεύεται σε ζητήµατα Ευρωπαϊκού Δικαίου στους τοµείς της ενέργειας, των τραπεζών και των υποδοµών. Διαθέτει ευρεία εµπειρία σε υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων και άλλες διαδικασίες ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής και εθνικών ρυθµιστικών αρχών, ενώ παρίσταται συχνά ενώπιον των Δικαστηρίων της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Επί σειρά ετών δραστηριοποιείται στην περιοχή της Νοτιοανατολικής Ευρώπης και ειδικά στην Ελλάδα, όπου έχει αναλάβει σύµβουλος σε συναλλαγές-ορόσηµα για τη χώρα τα τελευταία χρόνια.
Ο Ορέστης Οµράν µιλά στο Fortune Greece για τα σχέδια επέκτασης των νοµικών υπηρεσιών της DLA Piper στην ελληνική αγορά, τη συµµετοχή του στον ενεργειακό µετασχηµατισµό της χώρας, συνδράµοντας νοµικά στην απολιγνιτοποίηση που προωθεί η κυβέρνηση, και σε έργα ανανεώσιµων πηγών ενέργειας, ενώ εστιάζει στο πώς αλλάζει ο χάρτης των επενδύσεων, λόγω της πανδηµίας.
Κύριε Ομράν, μπήκατε στην ομάδα της DLA Piper το 2017 και μέσα σε λίγα χρόνια ανελιχθήκατε σε βασικό εταίρο. Για ποιον λόγο πιστεύετε ότι εμπιστεύθηκαν αυτήν τη θέση σε έναν νέο άνθρωπο όπως εσείς;
Θεωρώ πως πρόκειται για έναν συνδυασµό σκληρής δουλειάς, σχεδιασµού και απτών αποτελεσµάτων που πετύχαµε τα τελευταία χρόνια. Κατορθώσαµε µέσα σε µικρό χρονικό διάστηµα να ενισχύσουµε σηµαντικά τις δραστηριότητες της DLA Piper στην Ελλάδα και στην ευρύτερη περιοχή της Νοτιοανανατολικής Μεσογείου, εκπροσωπώντας µεγάλες ελληνικές και πολυεθνικές επιχειρήσεις, αλλά και κρατικούς φορείς σε σηµαντικές συναλλαγές, σε πλήρη πάντα συνάρτηση µε την παγκόσµια στρατηγική της εταιρείας µας. Αυτό νοµίζω πως είδε και επιβράβευσε η διοίκησή µας. Θα έλεγα πως προτεραιότητα την περίοδο αυτή είναι η ενίσχυση της σχέσης µας µε τους στρατηγικούς µας πελάτες και η ακόµα µεγαλύτερη επέκτασή µας στην ελληνική αγορά νοµικών υπηρεσιών, στην οποία φιλοδοξούµε να αξιοποιήσουµε τη σηµαντική διεθνή µας εµπειρία. Προσωπικό στοίχηµα αποτελεί να έχουµε ρόλο και στις δέκα µεγαλύτερες, από πλευράς όγκου, συναλλαγές που θα πραγµατοποιηθούν στη χώρα την επόµενη χρονιά.
Σε ποιους τομείς εστιάζει το γραφείο σας;
Η DLA Piper είναι µία από τις µεγαλύτερες full service business δικηγορικές εταιρείες του κόσµου, µε παρουσία σε όλες τις σηµαντικές διεθνείς αγορές του πλανήτη, πάνω από 3.500 δικηγόρους και γραφεία σε 60 χώρες. Ειδικότερα το ελληνικό µας τµήµα εστιάζει στους τοµείς της ενέργειας, των τραπεζών και των κατασκευών, µε υπηρεσίες Ελληνικού, Αγγλικού, Αµερικανικού και Ευρωπαϊκού Δικαίου, που αφορούν είτε διεθνείς επιχειρήσεις που επενδύουν στην Ελλάδα, είτε ελληνικές επιχειρήσεις, µε δραστηριότητες στη χώρα αλλά και εκτός συνόρων. Αυτό το διάστηµα συµµετέχουµε στον ενεργειακό µετασχηµατισµό της χώρας, συνδράµοντας νοµικά στην απολιγνιτοποίηση που προωθεί η κυβέρνηση και σε έργα ανανεώσιµων πηγών ενέργειας, ολοκληρώνουµε µια σειρά δοµηµένων χρηµατοοικονοµικών συναλλαγών, εκπροσωπούµε υποψήφιους επενδυτές σε εν εξελίξει ιδιωτικοποιήσεις και υποστηρίζουµε την είσοδο στην ελληνική αγορά διεθνών επιχειρήσεων διαµέσου εξαγορών και συµπράξεων µε ελληνικές. Επίσης, χειριζόµαστε σηµαντικές υποθέσεις κρατικών ενισχύσεων ενώπιον της Ευρωπαϊκής Επιτροπής στις Βρυξέλλες, οι οποίες έχουν αποκτήσει την περίοδο αυτή ιδιαίτερη σηµασία λόγω της επιδηµίας COVID-19, που έχει καταστήσει αναγκαία τη συµµετοχή των κρατών-µελών στη διάσωση των πληττόµενων από τη νέα κρίση επιχειρήσεων.
Κινούμενος μεταξύ Βρυξελλών και Ελλάδας, ποιες είναι οι διαφορές που διαπιστώνετε σε επίπεδο επιχειρηματικής κουλτούρας; Υπάρχουν περιθώρια διμερών συνεργασιών; Και αν ναι, σε ποιους τομείς;
Νοµίζω πως οι διαφορές επιχειρηµατικής κουλτούρας τα τελευταία χρόνια έχουν µειωθεί σηµαντικά, µε αποτέλεσµα στελέχη ελληνικών δηµοσίων και ιδιωτικών επιχειρήσεων να µην έχουν τίποτα να ζηλέψουν από αντίστοιχα στελέχη διεθνώς. Ίσως σε αυτό να έπαιξε ρόλο και η οικονοµική κρίση που έπληξε τη χώρα, καθώς, πέρα από τη διεθνή εποπτεία, έφερε στην Ελλάδα και αξιωµατούχους σηµαντικών διεθνών οργανισµών, τραπεζών και πολυεθνικών, δηµιουργώντας συνέργειες που διαρκούν µέχρι σήµερα. Ωστόσο, δεν θα µπορούσε κανείς να αγνοήσει τις συνέπειες που έχουν στη σχετική «κουλτούρα» η ακόµα κρατούσα γραφειοκρατία, οι αναξιοκρατικές µέθοδοι πρόσληψης και προώθησης στελεχών, η καθυστερηµένη υιοθέτηση νέων τεχνολογιών, καθώς και οι αναχρονιστικές αντιλήψεις περί οικονοµίας, οι οποίες, ως έναν βαθµό, αποτελούν τροχοπέδη στον πλήρη εκσυγχρονισµό του επιχειρηµατικού τοπίου.
Φυσικά και υπάρχουν περιθώρια συνεργασιών σε επιχειρηµατικό επίπεδο, τόσο διµερών µε άλλα κράτη-µέλη, όσο και πολυµερών, στο πλαίσιο της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Κατ’ αρχάς, η προσέλκυση περισσότερων διεθνών επιχειρήσεων θα φέρει στη χώρα ξένα στελέχη και συµβούλους, νέες τεχνολογίες και επιχειρηµατικές µεθόδους προς όφελος των επιχειρήσεών µας. Η ανάδειξη, επίσης, Ελλήνων του εξωτερικού σε σηµαντικές θέσεις ξένων επιχειρήσεων και οι πρωτοβουλίες που αυτοί λαµβάνουν στη χώρα, είτε προσλαµβάνοντας Έλληνες, είτε στρέφοντας τις δραστηριότητές τους (και) προς τη χώρα µας, ενισχύει τον διάλογο και διεθνοποιεί περαιτέρω το ελληνικό επιχειρηµατικό σκηνικό.
H ελληνική οικονομία, έπειτα από δέκα χρόνιας ύφεσης, είχε αρχίσει να βρίσκει τα πατήματά της και να μετατρέπεται ξανά σε πόλο έλξης επενδυτικών κεφαλαίων. Πώς αλλάζει τα δεδομένα ο κορωνοϊός και πώς διαμορφώνεται πλέον το επενδυτικό «σκηνικό»;
Η πανδηµία και η νέα οικονοµική κρίση που αυτή προκαλεί θα µπορούσε να πει κανείς πως έρχονται στο χειρότερο «timing» για τη χώρα µας, λόγω της ανάκαµψης που είχαµε καταφέρει να επιτύχουµε τα τελευταία µόλις σχεδόν δύο χρόνια. Το µόνο σχετικώς θετικό, θεωρώ, σε αυτήν την κατάσταση είναι πως η νέα κρίση είναι σαφώς διεθνής και αγγίζει όλο τον πλανήτη. Συνεπώς, η αντιµετώπισή της δεν µπορεί παρά να είναι πανεθνική, πράγµα που εξασφαλίζει στη χώρα µας περισσότερο χρόνο δράσης, ενώ το συγκριτικό πλεονέκτηµα της επιτυχούς, µέχρις στιγµής, αντιµετώπισης της εξάπλωσης της πανδηµίας µπορεί να αποκτήσει προστιθέµενη αξία στον ρόλο που θα διαδραµατίσει η χώρα µας στα διεθνή και ευρωπαϊκά θεσµικά όργανα για την αντιµετώπιση των συνεπειών της αναστολής της παγκόσµιας οικονοµίας.
Φυσικά, τα ιδιάζοντα χαρακτηριστικά της ελληνικής οικονοµίας και ιδίως ο κεντρικός ρόλος του ήδη πληγέντος τουρισµού, η ακόµα µη ολοκληρωµένη αναδιάρθρωση του τραπεζικού τοµέα, η υψηλή ανεργία και οι ακόµη ισχύουσες δεσµεύσεις που ανελήφθησαν στο πλαίσιο του τελευταίου προγράµµατος διεθνούς στήριξης της ελληνικής οικονοµίας, σε συνδυασµό µε τα νέα διεθνή µακροοικονοµικά δεδοµένα, είναι πιθανόν να καθυστερήσουν ή και να αποτρέψουν διεθνείς επενδυτές από τοποθετήσεις κεφαλαίων στην Ελλάδα. Σε κάθε περίπτωση, η εικόνα θα είναι αρκετά πιο ξεκάθαρη από το φθινόπωρο, οπότε και θα είναι δυνατόν να εκτιµηθεί καλύτερα το εύρος της ύφεσης και θα έχουν γίνει γνωστές οι προθέσεις των διεθνών επενδυτών.
Κάνοντας έναν απολογισμό αναφορικά με το τι απέδωσαν οι πρωτοβουλίες «Brain Gain» και «Consensus», στις οποίες είχατε καθοριστικό ρόλο, θα λέγατε ότι είστε ικανοποιημένος από το αποτέλεσμα;
Το τελικό πρόσηµο αµφότερων των πρωτοβουλιών είναι, νοµίζω, θετικό. Μην ξεχνάτε πως πρόκειται, στην πραγµατικότητα, για τις πρώτες µαζικές πρωτοβουλίες που ξεκίνησαν από Έλληνες επαγγελµατίες και επιστήµονες του εξωτερικού και εξέφρασαν αιτήµατα που δεν είχαν ακόµη βρει επίσηµους φορείς έκφρασης, παρότι αυτά υπήρχαν ήδη στην ελληνική κοινωνία. Προσωπικά, είµαι ικανοποιηµένος µε τη δουλειά που έγινε και εξακολουθεί να γίνεται, και ευελπιστώ πως όσο ωριµάζουν τα αιτήµατα αυτά τόσο θα µεγαλώνει η ενεργή συµµετοχή των νέων Ελλήνων σε τέτοιες πρωτοβουλίες, οι οποίες εκφράζουν την υγιή και µετριοπαθή, αλλά όχι ενδοτική, κοινωνία των πολιτών, που εργάζεται, παλεύει και διεκδικεί ένα καλύτερο µέλλον, µε όρους συνεννόησης και εντός των σύγχρονων δηµοκρατικών πλαισίων.
Ικανοί επαγγελµατίες και επιστήµονες επέστρεψαν και αξιοποιούνται ήδη σε µεγάλες ελληνικές και ξένες επιχειρήσεις, αλλά και στο Ελληνικό Πανεπιστήµιο, το οποίο κάνει αργά µεν, σταθερά δε, βήµατα ανανέωσης και εκσυγχρονισµού. Φυσικά, υπάρχει ακόµα πολύς δρόµος µέχρι να µπορούµε να µιλήσουµε για µαζική και συντεταγµένη επιστροφή των καταρτισµένων Ελλήνων του εξωτερικού στη χώρα. Η ακόµα πιο νέα γενιά από εµάς που ακολουθεί θα πρέπει να στελεχώσει και να αναλάβει αντίστοιχες πρωτοβουλίες, να συνεχίσει τον θεσµικό διάλογο που ανοίξαµε εµείς και να διεκδικήσει καλύτερες ακαδηµαϊκές και επαγγελµατικές συνθήκες, ώστε να αποτραπεί ένα νέο κύµα εξόδου από τη χώρα. Σε ό,τι µας αφορά, η δική µας οµάδα θα συνεχίσει την προσπάθεια ενίσχυσης της σχέσης των Ελλήνων του εξωτερικού µε τη χώρα σε όλα τα επίπεδα εντός και εκτός συνόρων.
Υπό ποιες προϋποθέσεις θα γυρνούσατε στην Ελλάδα; Τι είναι αυτό που κρατάει έναν άνθρωπο με το δικό σας βιογραφικό μακριά;
Στο θέµα «επιστροφή στην Ελλάδα» υπάρχουν νοµίζω δύο προσεγγίσεις: Η «λογική», η οποία, όχι άδικα, απαιτεί εξοµοίωση συνθηκών εργασίας και απολαβών µε το εξωτερικό, προκειµένου να καταστεί εφικτή η επιστροφή, και η «ροµαντική», η οποία αποδέχεται την εργασιακή και ευρύτερα οικονοµική πραγµατικότητα στην Ελλάδα και απαιτεί βελτίωση αξιακών παραγόντων, όπως η αξιοκρατία για την επιστροφή. Προσωπικά, θα ενέτασσα τον εαυτό µου στην κατηγορία των ροµαντικών, οπότε δεν θα απέκλεια την επιστροφή µου στην Ελλάδα, δεδοµένου πως ένα σηµαντικό τµήµα των δραστηριοτήτων µου έχει ήδη ως επίκεντρο τη χώρα. Νοµίζω, αυτό που κρατάει πίσω πολύ κόσµο µε εµπειρία και σηµαντικά βιογραφικά είναι η αβεβαιότητα που δηµιουργεί η έλλειψη ενός, αν µου επιτρέπεται, «level playing field» στην Ελλάδα την εποµένη της επιστροφής, η οποία έλλειψη είναι καταστροφική για ανθρώπους που έχουν µάθει να δραστηριοποιούνται σε περιβάλλοντα αξιολόγησης αµιγώς βάσει απόδοσης και τεχνικής επάρκειας.
Πήραμε «μαθήματα» από την κρίση και τι έχει αλλάξει πρακτικά;
Η Ελλάδα πήρε πολλά µαθήµατα από την κρίση, άλλαξε και αλλάζει, αλλά θα ήταν λάθος να θεωρήσουµε ότι καταπολεµήθηκαν πλήρως οι συστηµικές παθογένειες της χώρας. Αντίθετα, οι παλινδροµήσεις που έφερε η κρίση στην κοινωνία και στο κράτος εδραίωσαν αντιλήψεις του παρελθόντος, καθώς πολύς κόσµος οχυρώθηκε πεισµατικά πίσω από αυτές προκειµένου να διατηρήσει τα κεκτηµένα.
Η ελληνική αγορά χαρακτηρίζεται από το εξής παράδοξο: Είναι πολύ δύσκολο σε κάποιον να ξεκινήσει µια επιχειρηµατική δραστηριότητα λόγω σειράς προβληµάτων, όπως το ανελαστικό ρυθµιστικό πλαίσιο, η αδυναµία των τραπεζών και η επισφάλεια των απαιτούµενων συνεργασιών, ωστόσο αν κάποιος καταφέρει και τα ξεπεράσει αυτά, το πραγµατικό κέρδος µιας νέας επιχείρησης είναι πιθανό να καταλήξει να είναι πολλαπλάσιο σε σχέση µε αντίστοιχες επιχειρήσεις σε αγορές σε άλλα κράτη-µέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Φυσικά, εξίσου πρόκληση αποτελεί και η µετέπειτα καθιέρωση στη σχετική αγορά, καθώς δεν πρέπει κανείς να αγνοεί παράγοντες όπως η υψηλή φορολογία ή οι αντιανταγωνιστικές πρακτικές που συχνά επικρατούν.
*Φωτογραφίες: Νίκος Μαλιάκος
** Η συνέντευξη δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα και ψηφιακά μέσω της πλατφόρμας του Readpoint.gr.