Όταν οι μεγάλες διεθνείς τράπεζες δεν θα είναι «too big to fail»
- 11/11/2014, 19:03
- SHARE
Νέοι κανόνες στα «σκαριά» για να μην ξαναπληρώσουν οι φορολογούμενοι «αιματηρές» διασώσεις.
Οι μνήμες είναι νωπές και οι «πληγές» ακόμη ανοιχτές από τις κρατικές διασώσεις μεγάλων συστημικών τραπεζών εν μέσω της τελευταίας χρηματοπιστωτικής κρίσης. Τα τελευταία χρόνια, «κολοσσοί» όπως η Bear Stearns, η AIG και η Royal Bank of Scotland -μεταξύ πολλών άλλων- «ρούφηξαν» δισεκατομμύρια δολάρια από τις τσέπες των φορολογουμένων μέσω των «ενέσεων» ρευστότητας από το κράτος.
Η αιτιολογία των κυβερνήσεων ήταν πως καθένα από τα γιγαντωμένα και αλληλοσυνδεδεμένα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα ήταν «too big to fail», τουτέστιν πολύ ισχυρά για να αφεθούν να καταρρεύσουν, καθώς σε ένα τέτοιο ενδεχόμενο από το ντόμινο αποσταθεροποίησης δεν θα σωζόταν ούτε η πραγματική οικονομία.
Το πρακτικό αποτέλεσμα είναι πολλές χώρες ακόμη να παλεύουν με το χρέος που φορτώθηκαν για τις τραπεζικές διασώσεις, περνώντας όμως τον «λογαριασμό» στους πολίτες τους με αύξηση της φορολόγησης και δραστικές περικοπές στις κρατικές δαπάνες. Αυτές οι ημέρες -διαμηνύει τώρα, κατόπιν εορτής, το Συμβούλιο Χρηματοπιστωτικής Σταθερότητας (FSB)- θα πρέπει να τελειώσουν.
Κι έτσι, στο φως της δημοσιότητας ήλθαν χθες προτάσεις περί ενός νέου ρυθμιστικού πλαισίου, βάσει του οποίου το κόστος για τις διασώσεις των μεγάλων συστημικών τραπεζών θα πρέπει, εφόσον τελικά αποφασιστεί, να βαραίνει από τον Ιανουάριο του 2019 τις «πλάτες» των επενδυτών τους.
Τα νέα -υπό δημόσια διαβούλευση έως τον προσεχή Φεβρουαρίου- μέτρα θα εξεταστούν κατ’ αρχήν στην ερχόμενη Σύνοδο Κορυφής του G20, αυτό το Σαββατοκύριακο, στο Μπρισμπέιν της Αυστραλίας. Και θα αφορούν τα 30 μεγαλύτερα χρηματοπιστωτικά ιδρύματα στον κόσμο, όπως οι Goldman Sachs, HSBC, JP Morgan, Citigroup και Barclays.
Κοντολογίς, τα μέλη του «enfant gâté» του διεθνούς τραπεζικού συστήματος θα πρέπει -εφόσον τελικά περάσουν οι προτάσεις- να βάζουν στην άκρη πολύ περισσότερα κεφάλαια για την κάλυψη πιθανών επισφαλειών τους.
«Για πολλές τράπεζες, κυρίως στην Ευρώπη», σχολιάζει το CNNMoney, «αυτό θα μπορούσε να σημαίνει την έκδοση νέου χρέους (ομολόγων), αξίας εκατοντάδων δισεκατομμυρίων δολαρίων, ενώ μπορεί να ανακαλύψουν ότι θα τους στοιχίσει ακριβότερα η συγκέντρωση κεφαλαίων από επενδυτές, μιας και θα χαθεί η σιωπηρή κρατική εγγύηση».
Καθένας λοιπόν από τους 30 αυτούς τραπεζικούς κολοσσούς θα πρέπει να δημιουργήσει το δικό του «μαξιλάρι», «επισήμως γνωστό ως Συνολική Ικανότητα Απορρόφησης Ζημιών ή TLAC, που θα πρέπει να είναι τουλάχιστον διπλάσιο του δείκτη μόχλευσης», αναφέρει το Reuters (σε διεθνές επίπεδο ο δείκτης μόχλευσης έχει τεθεί προσωρινά σε 3%).
Πρόκειται για «ένα ξεχωριστό μέτρο των κεφαλαίων προς το σύνολο των στοιχείων του ενεργητικού, ανεξάρτητα από το επίπεδο κινδύνου», εξηγεί το διεθνές πρακτορείο, προσθέτοντας πως μέρος του «μαξιλαριού» θα αφορά και τις μεγάλες θυγατρικές τους στο εξωτερικό, ενώ «κάποια από τα ομόλογα, γνωστά ως “senior debt” που οι τράπεζες έχουν ήδη πωλήσει σε επενδυτές, θα πρέπει να αναδιαρθρωθούν».
Κατά τον Έλκε Κόνινγκ, πρόεδρο της γερμανικής ρυθμιστικής αρχής Bafin, οι διεθνείς εποπτικές αρχές θα πρέπει να προσανατολιστούν προς ένα εύρος 16-20% του αποθεματικού συνολικά, αν και αφήνει ανοιχτό το ενδεχόμενο να δοθεί στις τράπεζες περισσότερος χρόνος προσαρμογής στα νέα δεδομένα. Για όσες δεν καταφέρουν να συμμορφωθούν, θα υπάρχουν περικοπές σε μερίσματα και bonus.
Με αυτά και με άλλα, ο οίκος Fitch εκτιμά ότι τελικά οι τράπεζες μπορεί να βρεθούν με ένα «μαξιλάρι» που θα αντιστοιχεί στο 1/4 των σταθμισμένων στοιχείων του ενεργητικού τους, τουτέστιν δισ. δολάρια. Ειδικά για την Ευρώπη, οι αναλυτές της Citi προβλέπουν απώλειες έως και 3% στα κέρδη των τραπεζών για το 2016.
Τις πιο μεγάλες -με την έκδοση ομολόγων- τις προβλέπουν για τις BNP Paribas, Deutsche Bank, BBVA και UniCredit, εκτιμώντας ότι οι βρετανικές και οι ελβετικές τράπεζες θα είναι αυτές που θα επηρεαστούν λιγότερο στην Γηραιά Ήπειρο.
Όσο για τις αναδυόμενες αγορές; Σε αρχικό στάδιο οι τράπεζές τους θα εξαιρεθούν, μεταξύ αυτών οι ACGBY, ICBC and BACHF, οι τρεις μεγαλύτερες της Κίνας.