«Ουκρανικό»: Τέσσερις καταλύτες ορίζουν την ένταση του νέου σοκ της οικονομίας
- 28/02/2022, 09:19
- SHARE
Τον κίνδυνο στασιμοπληθωρισμού στην Ευρώπη επαναφέρουν οι φόβοι για μονιμότερη αυξητική τάση πρώτων υλών και βασικών αγαθών, ως αποτέλεσμα των παρενεργειών του ρωσο-ουκρανικού πολέμου.
Η ένταση του νέου σοκ στην ευρωπαϊκή – και επομένως στην ελληνική – οικονομία εξαρτάται από τη διάρκεια των πολεμικών επιχειρήσεων, τη μορφή και την ευστάθεια του νέου status quo που θα προκύψει, την κλιμάκωση των κυρώσεων έναντι της ρωσικής οικονομίας και την δημοσιονομική επίπτωση των κρατικών δαπανών για τη στήριξη νοικοκυριών και επιχειρήσεων έναντι της ενεργειακής κρίσης, σε συνέχεια της επιβάρυνσης από την πανδημία.
Πρόκειται για τις βασικές παραμέτρους που θα ορίσουν την ένταση της τρέχουσας κρίσης στην οικονομία, σύμφωνα με οικονομολόγους της Alpha Bank, που επιχειρούν να ερμηνεύσουν την αιτία της ανόδου των τιμών του φυσικού αερίου στην Ευρώπη μελετώντας μεταξύ άλλων τις επιπτώσεις σε ενδεχόμενη διακοπή της τροφοδοσίας.
Σημειώνεται ότι οι περιορισμοί που τέθηκαν στις μετακινήσεις και στην παγκόσμια βιομηχανική δραστηριότητα με την έναρξη της πανδημίας το 2020 είχαν ως αποτέλεσμα την κατακόρυφη πτώση της ταξιδιωτικής κίνησης και τη μεγάλη μείωση της ζήτησης για ορυκτά καύσιμα και κατά συνέπεια των τιμών τους. Η σταδιακή ομαλοποίηση της οικονομικής δραστηριότητας οδήγησε σε αύξηση της ζήτησης, η οποία μάλιστα αναμένεται υψηλή για το φυσικό αέριο, που θεωρείται ενδιάμεσο καύσιμο μέχρι την απανθρακοποίηση, ως πιο φιλικό στο περιβάλλον από το πετρέλαιο και άλλα καύσιμα. Η αύξηση της ζήτησης ωστόσο, μετά την εμφάνιση της πανδημίας, οδήγησε σε ράλι των τιμών κυρίως στην Ευρώπη και όχι τόσο στις ΗΠΑ.
Τα αποθέματα και οι ρωσικές εισαγωγές
Ο βασικότερος, ενδεχομένως, ερμηνευτικός παράγοντας αυτής της διαφοράς, σύμφωνα με τους αναλυτές της Alpha Bank, είναι τα χαμηλά επίπεδα αποθεμάτων φυσικού αερίου στα ευρωπαϊκά κράτη. Σύμφωνα με το εποχικό πρότυπο, τους εαρινούς και τους θερινούς μήνες, τα αποθέματα αυξάνονται προκειμένου να υπάρχει επάρκεια φυσικού αερίου για τους χειμερινούς μήνες. Από το 2011, το ποσοστό κάλυψης των αποθηκευτικών χώρων φυσικού αερίου προσέγγιζε το μέγιστο επίπεδο (84%-98%), το διάστημα περί τα τέλη Οκτωβρίου με αρχές Νοεμβρίου κάθε έτους. Το 2021, ωστόσο, το μέγιστο ποσοστό έφτασε μόλις στο 77%, δημιουργώντας ανησυχίες σχετικά με την επάρκεια κάλυψης των αναγκών σε φυσικό αέριο, δεδομένου ότι, το δίμηνο Μαρτίου-Απριλίου κάθε έτους, η κάλυψη των αποθηκευτικών χώρων φτάνει στο ελάχιστο επίπεδο. Οι ανησυχίες αυτές αντικατοπτρίστηκαν στην κατακόρυφη αύξηση της τιμής του στην Ευρώπη. Αξίζει να αναφερθεί ότι στις 23 Φεβρουαρίου το ποσοστό κάλυψης των αποθηκευτικών χώρων φυσικού αερίου στην Ευρώπη είχε υποχωρήσει περίπου στο 30%. Από το σύνολο των αποθεμάτων, το 23% βρίσκεται στην Ιταλία, το 22% στην Γερμανία, ενώ ακολουθούν η Ολλανδία και η Γαλλία με 9% αμφότερες. Ωστόσο και στις συγκεκριμένες χώρες, το ποσοστό κάλυψης των αποθηκευτικών χώρων διατηρείται σε σχετικά χαμηλά επίπεδα, καθώς διαμορφώνεται σε 39%, 30%, 22% και 24%, αντίστοιχα.
Εντωμεταξύ, σύμφωνα με στοιχεία της Eurostat, το 2020 οι συνολικές εισαγωγές φυσικού αερίου στην Ευρωπαϊκή Ένωση (συμπεριλαμβανομένων των ενδοκοινοτικών εισαγωγών) διαμορφώθηκαν σε περίπου 401 δισ. κυβικά μέτρα, με το 38% αυτών να προέρχονται από την Ρωσία. Η Τσεχία και η Λετονία εισήγαγαν από την Ρωσία το σύνολο των αναγκών τους σε φυσικό αέριο, ακολουθούμενες από την Ουγγαρία (95%), την Σλοβακία (85%) και την Βουλγαρία (75%). Αντίθετα, η Δανία, η Κροατία, η Μάλτα, η Αυστρία και η Ιρλανδία είχαν μηδενικές εισαγωγές φυσικού αερίου από την Ρωσία. Αξίζει να σημειωθούν τα μεγέθη για τις δύο μεγαλύτερες οικονομίες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Η Γερμανία εισήγαγε το 2020 περίπου 80,4 δισ. κυβικά μέτρα φυσικού αερίου – που είναι η μεγαλύτερη εισαγόμενη ποσότητα μεταξύ των κρατών-μελών, αντιπροσωπεύοντας το 20% των συνολικών εισαγωγών της Ευρωπαϊκής Ένωσης – με το 65% να προέρχεται από την Ρωσία. Αντίθετα, η Γαλλία, η οποία βασίζεται σε σημαντικό βαθμό στην πυρηνική ενέργεια για την παραγωγή ηλεκτρικής ενέργειας, εισήγαγε μόλις 46,3 δισ. κυβικά μέτρα, με το 17% να προέρχεται από την Ρωσία.
Επομένως η εξάρτηση των ευρωπαϊκών κρατών από την προμήθεια φυσικού αερίου από την Ρωσία είναι ιδιαίτερα σημαντική και ενδεχόμενη διακοπή της τροφοδοσίας θα προκαλούσε προβλήματα. Οι αναλυτές καταγράφουν ζητούμενα που δεν μπορούν να απαντηθούν με βεβαιότητα, όπως σε ποιο βαθμό οι ρωσικές εισαγωγές μπορούν να υποκατασταθούν από εισαγωγές φυσικού αερίου σε υγροποιημένη μορφή (LNG) και με ποιο κόστος. Το 2020 οι μεγαλύτεροι εισαγωγείς LNG στην Ευρωπαϊκή Ένωση ήταν το Κατάρ, οι ΗΠΑ, η Ρωσία, η Νιγηρία και η Αλγερία ενώ επί του παρόντος διεξάγονται συζητήσεις με ορισμένες χώρες για αύξηση των εισαγωγών.
Η τάση στις τιμές
Εν κατακλείδι, ενδεχόμενη κλιμάκωση των στρατιωτικών συγκρούσεων μεταξύ Ρωσίας και Ουκρανίας, ακόμα και εάν η τροφοδοσία φυσικού αερίου μέσω των αγωγών συνεχιστεί απρόσκοπτα, δεν θα συγκρατήσει βραχυπρόθεσμα τις τιμές του φυσικού αερίου και του πετρελαίου. Η εξέλιξη αυτή θα ήταν ιδιαίτερα αρνητική για την ΕΕ, η οποία λόγω της υψηλής εξάρτησης από τις εισαγωγές φυσικού αερίου θα επιβαρυνόταν από την αύξηση του ενεργειακού κόστους, με περαιτέρω πιέσεις στο κόστος παραγωγής της βιομηχανίας και στο διαθέσιμο εισόδημα των νοικοκυριών. Επομένως, αναδύεται ο κίνδυνος να ενταθούν οι πληθωριστικές πιέσεις και άρα η ανάγκη για νέα μέτρα στήριξης νοικοκυριών και επιχειρήσεων ανοίγοντας έναν νέο κύκλο χρηματοδότησης της οικονομίας μετά από αυτόν για τις επιπτώσεις της πανδημίας.