Overweight η JP Morgan για τις ελληνικές τράπεζες: Ισχυρό ενδιαφέρον στο roadshow της Νέας Υόρκης 

Overweight η JP Morgan για τις ελληνικές τράπεζες: Ισχυρό ενδιαφέρον στο roadshow της Νέας Υόρκης 
epa08937083 (FILE) - A view of the offices of the bank JPMorgan Chase in New York, New York, USA, 16 January 2020 (reissued 14 January 2021). JPMorgan Chase is to release their 4th quarter 2020 earnings on 15 January 2021. EPA/JUSTIN LANE *** Local Caption *** 55774120 Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, οι οικονομικοί δείκτες σηματοδοτούν μια σχετικά ανοδική προοπτική για το 2024

Διατηρεί τη σύσταση Overweight για τις ελληνικές τράπεζες, σταθμίζοντας παράλληλα το ισχυρό ενδιαφέρον που εκφράστηκε στο roadshow της Νέας Υόρκης η JP Morgan.

Ειδικότερα, ο επενδυτικός οίκος φιλοξένησε 22 ελληνικές εταιρείες και αναπτυξιακά funds στο Greece Investment Forum στη Νέα Υόρκη στις 25 Ιανουαρίου, που διοργανώθηκε σε συνεργασία με το Χρηματιστήριο Αθηνών. H εικόνα που σχηματίστηκε για τον ελληνικό τραπεζικό τομέα ήταν θετική.

Σύμφωνα με τον αμερικανικό οίκο, οι οικονομικοί δείκτες σηματοδοτούν μια σχετικά ανοδική προοπτική για το 2024, ενώ οι τράπεζες θα καταφέρουν να υπερασπιστούν τις αποδόσεις τους (ROTE), παρά τα χαμηλότερα επιτοκιακά έσοδα, χάρη στην αναμενόμενη ανάκαμψη των δανείων και τις προμήθειες. Επίσης, δεν υπάρχουν ενδείξεις υποβάθμισης της ποιότητας του ενεργητικού. 

Σε αυτό το πλαίσιο, ο αμερικανικός οίκος διατηρεί τη θετική άποψη για τα εγχώρια χρηματοπιστωτικά ιδρύματα μεσοπρόθεσμα. Αφορμώμενος από το ευνοϊκό μακροοικονομικό πλαίσιο, τους καθαρούς ισολογισμούς, την καλή πιστωτική ανάπτυξη, τα ισχυρά θεμελιώδη, καθώς τις βελτιωμένες προοπτικές απόδοσης κεφαλαίου, δίνει άνετα σύσταση Overweight και στις τέσσερις συστημικές τράπεζες. 

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Πιστωτική επέκταση

Μετά από μια δύσκολη χρονιά για την αύξηση των δανείων το 2023 λόγω των υψηλότερων επιτοκίων, σύμφωνα με την JP Morgan και όσα ακούστηκαν στη Νέα Υόρκη, το δ’ τρίμηνο του 2023 και το α’ τρίμηνο 2024 δείχνει πολλά υποσχόμενο. Οι τράπεζες προβλέπουν ετήσια αύξηση 4%-6% στα δάνεια καλής εκτέλεσης για τα επόμενα χρόνια, λόγω των εταιρικών επενδύσεων και των ευρωπαϊκών κεφαλαίων του RRF. Η χρηματοδότηση που σχετίζεται με το RRF αναμένεται να φτάσει τα 5 δισεκατομμύρια ευρώ το 2024, ή περισσότερο από το 2% του ΑΕΠ, και θα διατεθεί κυρίως σε έργα φιλοξενίας, πράσινης μετάβασης και ανάπτυξης υποδομών.

Οι Αμερικανοί επενδυτές εστίασαν πολύ στην αδύναμη δυναμική των δανείων των νοικοκυριών και στις δυνατότητες μακροπρόθεσμης ανάκαμψης ιδιαίτερα της αγοράς στεγαστικών δανείων, όπου οι ετήσιες εκταμιεύσεις ανέρχονται περίπου σε 1-1,2 δισ. ευρώ και εξακολουθούν να βρίσκονται μόλις στο 10% των επιπέδων πριν από την κρίση. Οι προσπάθειες των τραπεζών να εξορθολογίσουν τις διαδικασίες και να ενισχύσουν τις προτάσεις των πελατών, σε συνδυασμό με κυβερνητικές πρωτοβουλίες, όπως το ψηφιοποιημένο κτηματολόγιο και τα προγράμματα επιδότησης στεγαστικών δανείων, αναμένεται να ενισχύσουν τον δανεισμό από το 2025.

Έσοδα από τόκους

Οι προοπτικές για τα καθαρά έσοδα από τόκους (NII) των ελληνικών τραπεζών βρέθηκαν επίσης στο επίκεντρο των επενδυτών, δεδομένου ότι ο αναπτυξιακός κύκλος NIM πλησιάζει στο τελικό του στάδιο και ότι ορισμένοι από τους ίδιους παράγοντες που οδήγησαν στην απότομη άνοδο στον τομέα NII (αύξηση 51% ετησίως το 9μηνο του 23) ενδέχεται να τον φέρει ξανά υπό πίεση όταν ο κύκλος του ρυθμού αλλάξει.

Οι τράπεζες επενδύουν σε προϊόντα σταθερού επιτοκίου και επανεπενδύουν περιουσιακά στοιχεία που λήγουν με υψηλότερα επιτόκια. Η Alpha Bank έχει στην κατοχή της ομόλογα περίπου 5 δισ. ευρώ που λήγουν έως το 2026 και τα οποία θα επανεπενδύονταν με premium 1-2% σε σχέση με τις τρέχουσες αποδόσεις. Τα παράγωγα με τη μορφή δεκτών σταθερού επιτοκίου είναι ένας άλλος τομέας εστίασης.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Τραπεζοασφάλιση

Σύμφωνα με την JP Morgan, η αλλαγή παραδείγματος στη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και την τραπεζοασφάλιση ανοίγει ένα σημαντικό παράθυρο ευκαιρίας: οι ελληνικές τράπεζες είναι αισιόδοξες για την αύξηση των εσόδων από προμήθειες, καθώς μάλιστα στο φόρουμ της Νέας Υόρκης δόθηκε ιδιαίτερη έμφαση στην αυξανόμενη διείσδυση σε ό,τι αφορά τη διαχείριση περιουσιακών στοιχείων και στις τραπεζοασφάλειες. Σημειώνεται πως τα υπό διαχείριση ελληνικά περιουσιακά στοιχεία ανθούν με αξιοσημείωτη ετήσια αύξηση 10% τα τελευταία τρία χρόνια, ξεπερνώντας μεγάλο μέρος της Ευρώπης. 

Ωστόσο, το μέγεθος της αγοράς της Ελλάδας παραμένει μέτριο, πολύ μικρότερο από αντίστοιχες αγορές όπως η Πορτογαλία, η Ισπανία και η Ιταλία, για λόγους που χρονολογούνται από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, συμπεριλαμβανομένης της μεγαλύτερης εξάρτησης από το κράτος τόσο για τις ασφαλίσεις υγείας όσο και για τις συντάξεις. Στα μειονεκτήματα συμπεριλαμβάνεται επίσης ο υψηλός κατακερματισμός στον τραπεζικό τομέα, που οδηγεί σε καλύτερα επιτόκια αποταμίευσης για προϊόντα καταθέσεων, και τα φτωχά επίπεδα χρηματοοικονομικού αλφαβητισμού. 

Ποιότητα ενεργητικού

Η ποιότητα του ενεργητικού παραμένει ανθεκτική, με το κόστος κινδύνου να εξομαλύνεται σε επίπεδα <50 μ.β. κατά τη διάρκεια του κύκλου: Η ποιότητα του ενεργητικού παραμένει ισχυρή παρά τα υψηλότερα επιτόκια, υποστηριζόμενη από την ισχυρή μακροοικονομική δυναμική, τη χαμηλή εταιρική και οικιακή μόχλευση και το πλαφόν στα στεγαστικά κυμαινόμενου επιτοκίου – απόφαση που είχε παρθεί για την προστασία των ευάλωτων νοικοκυριών. Στο εταιρικό χαρτοφυλάκιο, το οποίο περιλαμβάνει τα δύο τρίτα των συνολικών δανείων, οι τραπεζίτες τόνισαν ότι η κερδοφορία ήταν σε ιστορικά υψηλά. Σε ό,τι αφορά τα στεγαστικά δάνεια, η αύξηση της απασχόλησης και οι υψηλότεροι πραγματικοί μισθοί βελτιώνουν τα οικονομικά των νοικοκυριών. Τέλος, οι διοικήσεις των ελληνικών τραπεζών τόνισαν ότι τα περισσότερα από τα υπόλοιπα στεγαστικά είναι παλιά δάνεια που έχουν επιβιώσει από την περίοδο της κρίσης και είναι διαρθρωτικά λιγότερο ευαίσθητα στις μεταβολές των επιτοκίων.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Ανάπτυξη και επιστροφή κεφαλαίου

Όπως αναφέρει η JP Morgan, αέρας αισιοδοξίας πνέει στους κόλπους των ελληνικών τραπεζών σε ό,τι αφορά την επιστροφή κεφαλαίου (μερίσματα) το 2024 – κάτι για το οποίο εκκρεμεί η τελική έγκριση από τον SSM.

Οι αρχικοί δείκτες payout αναμένεται να κινηθούν σε μέτρια επίπεδα: από 10% για την Tράπεζα Πειραιώς έως πάνω από 25% για τη Eurobank και την Εθνική Τράπεζα (σύμφωνα με το guidance), αλλά φαίνεται να αυξάνονται σταδιακά, φτάνοντας το 40% – 50%. Δεδομένων των ισχυρών δεικτών κεφαλαίου και της υψηλής οργανικής δημιουργία κεφαλαίου που αναμένεται το 2024-2026, η διάθεση τη πλεονάζουσας ρευστότητας γίνεται όλο και πιο σημαντική.  

Βασικός τομέας εστίασης είναι οι ανακτήσεις δανειακών χαρτοφυλακίων (RPLs) που βρίσκονται στα χέρια των servicers και των private equity funds, καθώς και η χρηματοδότηση για ανακτηθέντα περιουσιακά στοιχεία και η απόκτηση NPE, με το δυνητικό μέγεθος της αγοράς να εκτιμάται σε 20-40 δισ. ευρώ.

Τέλος, η επαναγορά μετοχών είναι στο επίκεντρο, καθώς σύμφωνα με την άποψη που διατύπωσε μια ελληνική τράπεζα, ο SSM μπορεί να προτιμά τα one-off buybacks για βελτιστοποίηση του πλεονάζοντος κεφαλαίου έναντι υψηλότερης πληρωμής μερίσματος βραχυπρόθεσμα. Η JP Morgan αναμένει πάντως επαναγορά 8% από την Εθνική το 2024 σε σχέση με το υπόλοιπο 18% του ποσοστού του ΤΧΣ στην τράπεζα, ενώ η διοίκηση της τράπεζας τόνισε τα σχέδια επαναγοράς που εξετάστηκαν δεν αφορούν αποκλειστικά στο μερίδιο του ΤΧΣ.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: