Πάνω από 500 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 4,25% άντλησε η Wind με το νέο 5ετές ομόλογο

Πάνω από 500 εκατ. ευρώ με επιτόκιο 4,25% άντλησε η Wind με το νέο 5ετές ομόλογο
Η εταιρεία ακολούθησε το θετικό κλίμα των αγορών και με τη νέα χρηματοδότηση εξασφάλισε ευνοϊκότερους όρους δανεισμού.

Το ποσό των 525 εκατ. ευρώ από τις διεθνείς κεφαλαιαγορές άντλησε επιτυχώς η WIND Ελλάς με νέο ομόλογο πενταετούς διάρκειας, με κουπόνι που διαμορφώθηκε στο 4,25%, μέσω διαδικασίας βιβλίου προσφορών (bookbuilding).

Η ολοκλήρωση της διαδικασίας, ενισχύει την κεφαλαιακή επάρκεια και τις ταμειακές ροές της WIND, εξυπηρετεί την αναχρηματοδότηση του υφιστάμενου κοινού ομολογιακού δανείου, ύψους 275 εκατ. ευρώ και τις επενδύσεις για τη δημιουργία υποδομών νέας γενιάς στην κινητή και στη σταθερή τηλεφωνία.

Σύμφωνα με ανακοίνωση που εξέδωσε η εταιρεία η σταθερή πρόοδος που παρουσιάζει η χρηματοοικονομική εικόνα της WIND τα τελευταία χρόνια υποστήριξε το θετικό κλίμα που διαμορφώθηκε στις αγορές προς την εταιρεία. Υπενθυμίζεται ότι, n WIND καταγράφει 14 τρίμηνα συνεχούς ανάπτυξης, με σημαντική αύξηση της λειτουργικής κερδοφορίας, συνεχή βελτίωση των εσόδων και διεύρυνση του πελατολογίου της.

Συγκεκριμένα, στο διάστημα 2016-2018 η εταιρεία έχει καταγράψει αύξηση του EBITDA κατά 36,7% και αύξηση εσόδων από υπηρεσίες κατά 4,2%. Η πορεία αυτή συνεχίζεται και το 2019 καθώς για το α’ εξάμηνο τα συνολικά έσοδα από υπηρεσίες σημείωσαν ενισχυμένη άνοδο, +3,2% ετησίως, στα €249,3 εκατ., και το προσαρμοσμένο EBITDA αυξήθηκε κατά 21,6% ετησίως, στα €66,9εκατ.

O Νάσος Ζαρκαλής, Πρόεδρος και Διευθύνων Σύμβουλος της WIND δήλωσε σχετικά: «H συγκεκριμένη έκδοση εξασφαλίζει ευνοϊκότερους όρους δανεισμού και μικρότερο χρηματοδοτικό κόστος για την εταιρεία, αποτελώντας το επιστέγασμα των θετικών οικονομικών αποτελεσμάτων που σημειώνει η WIND τα τελευταία τέσσερα χρόνια. Η σταθερή μας πορεία και το στρατηγικό πλάνο επενδύσεων και ανάπτυξης που εφαρμόζουμε αποδίδουν καρπούς, γεγονός που αναγνωρίζεται από τις διεθνείς αγορές».

Την έκδοση του ομολόγου ανέλαβαν οι Goldman Sachs και JP Morgan (κύριοι ανάδοχοι) και HSBC (συνδιοργανωτής).