Paul Afkos: Από το «Πατρίς» πίσω στην πατρίδα

Paul Afkos: Από το «Πατρίς» πίσω στην πατρίδα

O μεγαλύτερος Eλληνοαυστραλός επενδυτής στην Ελλάδα μιλά στο FortuneGreece.com για την πορεία και το μυστικό της επιτυχίας του.

Όταν το 1963 ο Παύλος Άφκος έφευγε με το πλοίο «Πατρίς» για να συναντήσει τον πατέρα του στην Αυστραλία, το μόνο που μάλλον δεν θα είχε στο μυαλό του θα ήταν ότι, πενήντα ακριβώς χρόνια μετά, θα γινόταν ο μεγαλύτερος Ελληνοαυστραλός επενδυτής στην χώρα μας.

Όσοι βρέθηκαν φέτος στο φεστιβάλ του Νεστορίου θα πρόσεξαν ότι κάτι έχει αλλάξει. Πάνω από την κωμόπολη στέκεται πια ολοκληρωμένο και επιβλητικό το Afkos Grammos Hotel, ένα τετράστερο ξενοδοχείο 109 κλινών, ιδανικό κατάλυμα για όλους εκείνους που δεν είναι εξοικειωμένοι με την ιδέα του camping.

O Paul Afkos, ο δημιουργός του, ένας από τους επιφανέστερους Ελληνοαυστραλούς επιχειρηματίες, δεν το έφτιαξε όμως μόνο για αυτούς. Δεν το έφτιαξε για να προσελκύσει κάποια συγκεκριμένη κατηγορία επισκεπτών, μιας και δεν είχε πραγματοποιήσει κάποια έρευνα αγοράς πριν προχωρήσει στην επένδυση των 15 εκατ. ευρώ. Ο μοναδικός λόγος ήταν για να βοηθήσει τους συντοπίτες του, δίνοντας δουλειές και αναδεικνύοντας τουριστικά την περιοχή.  Όπως χαρακτηριστικά αναφέρει, ήταν μία επένδυση καρδιάς, από την οποία δεν περιμένει κέρδη.

«Στην πορεία μου έχω κάνει πολλές επενδύσεις, κάποιες με επιτυχία, κάποιες άλλες που δεν προχώρησαν τόσο καλά. Αυτή είναι μια διαφορετική περίπτωση. Η  Ελλάδα, και πολύ περισσότερο η περιοχή μου, μαστίζονται από ανεργία. Είναι αρκετά υποκριτικό για όλους εμάς που έχουμε την δυνατότητα να βοηθήσουμε να μένουμε μόνο στα λόγια και να μην κάνουμε πράξεις».

Η πορεία προς την κορυφή
Για να ξετυλίξουμε το κουβάρι της ζωής του Παύλου -τότε- Άφκου θα πρέπει να γυρίσουμε πίσω, στην προπαραμονή των Χριστουγέννων του 1963 στο λιμάνι του Πειραιά όπου μαζί με την μητέρα του Αφροδίτη και την αδελφή του Ελένη επιβιβάζονται στο υπερωκεάνιο «Πατρίς», του ομίλου Χανδρή,  για να συναντήσουν τον πατέρα τους που βρίσκονταν ήδη από το 1959 στα ορυχεία χαλκού και νικελίου της Δυτικής Αυστραλίας. Ο ίδιος θα θυμηθεί ότι «ήταν το τελευταίο ταξίδι που θα έκανε το “Πατρίς” στην γραμμή Ελλάδα-Αυστραλία πριν αντικατασταθεί από το πολύ πιο σύγχρονο και μεγάλο “Ελληνίς”».

Μετά από 28 ημέρες ταξιδιού θα πατήσουν ξανά το πόδι τους στην (ανάποδη) γη. Τα πρώτα χρόνια ήταν και αυτά ανάποδα. Από την πέμπτη τάξη του δημοτικού που πήγαινε στο Νεστόριο βρέθηκε ξανά στην πρώτη για να μάθει αγγλικά. Ευτυχώς για εκείνον ,«τα έπαιρνε τα γράμματα» και μέσα σε λίγο μόνο καιρό κατάφερε να καλύψει το κενό. Ίσως να έπαιξε ρόλο ότι στο χωριό που είχε εγκατασταθεί ο πατέρας τους δεν υπήρχαν άλλοι Έλληνες και οι συνεννοήσεις στις παιδικές παρέες γινόταν στην γλώσσα της νέας πατρίδας.

Τα μετεφηβικά χρόνια θα τον βρούμε να σπουδάζει μηχανολόγος στο Περθ για να καταλήξει και εκείνος στα ορυχεία, όπως και ο πατέρας του. Όχι, όμως, από το ίδιο πόστο. Το επιχειρηματικό του δαιμόνιο τον οδήγησε στο να δημιουργήσει μία από τις μεγαλύτερες επιχειρήσεις γεωτρυπάνων -καθώς και άλλων μεταλλικών εξαρτημάτων- που εξάγονται σε όλο τον κόσμο.

Το φιλανθρωπικό έργο και η σχέση ζωής με την Ελλάδα
Οι επιχειρήσεις και το κέρδος δεν ήταν όμως όλη του η ζωή. Ο ίδιος ανέπτυξε έντονο πολιτικό, αθλητικό και φιλανθρωπικό έργο και στήριξε την ελληνική κοινότητα με όλες του τις δυνάμεις. Για αυτήν του την προσφορά έχει τιμηθεί αρκετές φορές και είναι ένας από τους τρεις Ελληνοαυστραλούς που έχει τιμήσει για το συνολικό τους έργο η Βασίλισσα Ελισάβετ.

Η απόσταση των 12.500 χιλιομέτρων που χωρίζουν το Νεστόριο από το Περθ, όπου και βρίσκονται οι επιχειρήσεις του, δεν στάθηκαν ποτέ αφορμή για να ξεχάσει τις ρίζες του. «Έχω ευχαριστήσει αρκετές φορές τον πατέρα μου για την δυνατότητα που μας έδωσε να ζήσουμε τις ευκαιρίες που δίνει μια τέτοια χώρα, αλλά δεν μπορώ να ξεχάσω με τίποτα ότι η πρώτη μου πατρίδα είναι η Ελλάδα. Εκεί θέλω να βρίσκομαι όταν το επιτρέπουν οι συνθήκες με την οικογένεια μου, τα παιδιά μου και τα εγγόνια μου». Σε ένα τέτοιο οικογενειακό ταξείδι το 1998 ο τότε δήμαρχος του Νεστόριου είχε αναφέρει την ιδέα της επένδυσης του ξενοδοχείου.

«Τότε μιλούσαμε για κάτι πολύ πιο μικρό. Μία επένδυση της τάξης των 2 εκατ. ευρώ. Σήμερα έχουμε φτάσει τα 15 εκατ. ευρώ και τα 5.500 τ.μ.. Είναι κάτι που στην πορεία το αγάπησα και έβαλα και το προσωπικό μου μεράκι. Λειτούργησα σε ένα μεγάλο βαθμό ως επισκέπτης ξενοδοχείου και έβαλα μέσα όλα αυτά που θα ήθελα να βρω σε ένα θέρετρο. Άλλωστε, έχω υπολογίσει ότι λόγω δουλειάς 110 ημέρες τον χρόνο τις περνάω σε ξενοδοχεία».

The Best New Hotels in Greece

Το ξενοδοχείο ήταν μόνο η αρχή
Πέρα από όλες τις ευκολίες που διαθέτει το Afkos Grammos Hotel -spa, γηπεδο τένις, γήπεδο 5×5, μίνι γκολφ, γυμναστήριο, πισίνα- ο κ. Άφκος έδωσε ιδιαίτερη σημασία στην κουζίνα. Έφερε master chef για να επιμεληθεί το μενού από το οποίο δεν λείπουν τα όσπρια και οι πίτες της περιοχής.

Φυσικά ο δρόμος για τη δημιουργία του ξενοδοχείου δεν ήταν στρωμένος με ροδοπέταλα, και δεν μιλάμε π.χ.για τις δυσκολίες μεταφοράς πρώτων υλικών από την Αυστραλία. Η φράση «πλούσιος ελληνοαυστραλός που έρχεται να επενδύσει συναισθηματικά στην πατρίδα του» στα αυτιά κάποιων ακούγεται όπως ο ήχος του τζακ ποτ σε κουλοχέρη… «Ναι, δεν ήταν λίγες οι περιπτώσεις που αντιμετώπισα τέτοιες καταστάσεις, αλλά πιστέψτε με, μετά από τόσα χρόνια στις επιχειρήσεις ήξερα πως να τις χειριστώ», λέει ο ίδιος.

Πολύ πιθανόν ο κ. Άφκος να «έπεσε στα μαλακά», καθώς η περίπτωση του ξενοδοχείου δείχνει να είναι μόνο η αρχή. Σκέψεις, και μάλιστα σοβαρές, υπάρχουν να μεταφέρει μέρος των μεταποιητικών του δραστηριοτήτων από την Αυστραλία στην Ελλάδα.

«Μία από τις κύριες δραστηριότητες μας είναι η μεταποίηση σιδερικών που εισάγουμε απο Γερμανία και Γαλλία, τα οποία επεξεργαζόμαστε στην Αυστραλία και επιστρέφουμε πίσω στην Ευρώπη ως ανταλλακτικά ή άλλα αντικείμενα. Οι εξαγωγές μας στην Ευρώπη φτάνουν περίπου τα 8 εκατ. ευρώ κάθε χρόνο. Θα ήταν ιδανικό για εμάς αν μπορούσαμε να δημιουργήσουμε μία μονάδα εδώ για να μειώσουμε τα μεταφορικά κόστη. Αυτό που μας κρατάει πίσω είναι το εργατικό κόστος, και για να μην παρεξηγηθώ δεν εννοώ τον μισθό που θα παίρνουν οι εργαζόμενοι όσο τα επιπλέον κόστη που εδώ φτάνουν το 70% του καθαρού μισθού που παίρνει κάποιος, όταν στην Αυστραλία είναι μόνο στο 30%».

Διαβάστε ακόμη: Ο Έλληνας που άλλαξε τον ενεργειακό χάρτη του πλανήτη