Η «Ζωγραφική Aπολογία» του Παύλου Σάμιου
- 25/11/2014, 16:14
- SHARE
Λίγο πριν την αναδρομική του έκθεση στο Μουσείο Μπενάκη, ο Παύλος Σάμιος μιλάει στο FortuneGreece.com.
Για τον Παύλο Σάμιο η ζωγραφική ήρθε σαν φυσικό επακόλουθο, σαν να ήξερε από πάντα πως ανήκε εκεί. Γεννημένος στην Αθήνα το 1948, ασχολήθηκε από παιδί με τη ζωγραφική και το σχέδιο, ενώ βοηθούσε παράλληλα στο τσαγκαράδικο του πατέρα του.
Μαθητής του Μόραλη και του Νικολάου και στενός φίλος του Γιάννη Τσαρούχη, η επιρροή των οποίων είναι εμφανής στη δουλειά του εικαστικού. Η ελληνικότητα, η παράδοση, τα χρώματα είναι μερικά κοινά στοιχεία που μπορεί κάποιος να αναγνωρίσει.
Ο καμβάς του Σάμιου γίνεται ο καθρέφτης του, εκεί αποτυπώνει τα βιώματά του και την παράδοση που κουβαλάμε. Μια παράδοση που συχνά γίνεται «βάρος». Μια παράδοση και τεχνική που έμαθε μέσα από τη μελέτη της ιστορίας, αλλά που ποτέ δεν αντέγραψε ακούγοντας τα λόγια του Μόραλη. «Ο Μόραλης ήθελε να δεις τα νέα κινήματα και να πας προς τα εκεί, ήξερε πως όταν είσαι καλός καλλιτέχνης κρατάς τα ελληνικά βιώματα θες δε θες». Κάπως έτσι, ξέρει να ζωγραφίζει όπως οι Βυζαντινοί, οι αρχαίοι, οι αναγεννησιακοί και οι σύγχρονοι, από άποψη τεχνικών.
Τα βιώματα αυτά των τελευταίων αποτυπώνονται σε μια αναδρομική έκθεση, παρουσιάζοντας για πρώτη φορά τα έργα που δημιούργησε τα τελευταία τέσσερα χρόνια, καθώς και μια επιλογή έργων που καλύπτουν όλη την πορεία του στη ζωγραφική, καταγράφοντας τα θέματα που τον απασχόλησαν κατά καιρούς στις ατομικές του εκθέσεις. Μια αναδρομική έκθεση μέσα από την οποία θέλει να νιώσει «άδειος» σαν τη γέννα μιας γυναίκας που κυοφορεί ένα πλάσμα επί εννέα μήνες και στο τέλος του δίνει ζωή, μια έκθεση-σταθμός για να δείξει όλα όσα έζησε αυτά τα χρόνια, «μια ζωή συγκεντρωμένη σε έργα». Μια έκθεση που περίμενε καιρό μέχρι να πραγματοποιηθεί.
«Ζωγραφική Aπολογία» ο τίτλος της έκθεσης, που ουσιαστικά πρόκειται για μια απολογία των ίδιων του των έργων όπως αυτά επηρεάστηκαν από τους μεγάλους ζωγράφους. Μια πορεία ετών που όμως δεν κρύβει κάποιο μυστικό, γιατί ο Παύλος Σάμιος δεν θα άλλαζε κάτι σε όσα έκανε. Είναι ο εαυτός του.
Παρά την μεγάλη εμπειρία του, ο ίδιος νιώθει φόβο για την έκθεση. «Όσο μεγάλη κι αν είναι η χαρά μου, πάντα έχω στο μυαλό μου αν θα αρέσει κι αν θα καταλάβει ο κόσμος».
Η έκθεση δεν χωρίζεται σε εποχές, αλλά η μια εποχή μπλέκεται με την άλλη. Θεματικές από 80-85 έργα του εμφανίζονται ξανά σε μελλοντικά κομμάτια. Ένα αφιέρωμα σε όποιον άφησε το στίγμα του στη δουλειά του, από τον πατέρα του μέχρι του δασκάλους τους, τον Τιτσιάνο και τον Πικάσο μέχρι απλούς ανθρώπους που γνώρισε τυχαία. «Θέλω ο θεατής φεύγοντας να έχει καταλάβει ποιος είμαι εγώ. Η τέχνη μιλάει σε όλους».
Πόσο εύκολο είναι, όμως, για κάποιον να μπορέσει να «διαβάσει» έναν πίνακα; «Η δεξιοτεχνία ποτέ δεν έπαιξε ιδιαίτερο τρόπο. Η τεχνική είναι ο τρόπος για να βγάλει από μέσα του όσα κρύβει. Αυτό δεν γίνεται μόνο μέσα από έναν πίνακα, η τέχνη αλλάζει και αλλάζει και η μορφή της. Είτε πρόκειται για πίνακα είτε για βίντεο, κάθε έργο λέει μια ιστορία αρκεί να ξέρεις να την διαβάσεις. Ο καθένας, όμως, θέλει το χρόνο του Γιατί κάνουμε τέχνη; Για να συγκινήσουμε. Η τέχνη προηγείται του μυαλού, πριν μπει μέσα και αρχίσει να αναλύει τα συναισθήματα που ένιωσες όταν είδες το έργο», εξηγεί.
Για ποιον ζωγραφίζει, όμως, ένας καλλιτέχνης; «Τέχνη είναι επικοινωνία. Δεν μπορείς να ζωγραφίζεις σε ένα δωμάτιο και να ντρέπεσαι να δείξεις τα έργα σου. Αν αύριο πέθαιναν όλοι δε θα ζωγραφίζαμε. Η τέχνη είναι για να βλέπουμε δύο ζευγάρια μάτια να συγκινούνται και αυτά να δώσουν ώθηση να δημιουργηθούν κι άλλα έργα».
Οι κακές κριτικές δεν τον τρομάζουν, ίσα-ίσα τον κάνουν καλύτερο και διορθώνει. Μια κριτική, άλλωστε, δεν κρίνει τον καλλιτέχνη αλλά το έργο. «Οι περισσότεροι παίρνουν προσωπικά τις κριτικές, ενώ δεν πρέπει. Μέσα από τα έργα απογυμνώνεσαι, αυτο-κριτικάρεσαι και βλέπεις τα λάθη σου», λέει χαρακτηριστικά.
Τι σας παρακινεί ώστε να δημιουργήσετε ένα έργο; «Δεν μπορώ να το περιγράψω με λόγια. Η ζωγραφική είναι μια αλυσίδα. Συνεχίζει από εκεί που είχες μείνει. Την στιγμή που κάνεις κάτι, σου έρχεται και κάτι άλλο στο μυαλό. Η έμπνευση προκύπτει από βαθύτερα αίτια. Δεν μπορείς να τα ελέγξεις όλα, και εμένα δεν μου αρέσει να τα ελέγχω, μου αρέσει να αφήνω τα σύμβολα να περνούν στα έργα μου».
Ο έρωτας, όμως, είναι ένα από τα κύρια στοιχεία στα έργα του, με το ερωτικό στοιχείο να είναι διάχυτο. «Τα μεγάλα έργα τέχνης, αυτά που γίνονται μια φορά, προέρχονται από ερωτευμένους ανθρώπους. Αφιερώνονται σε αυτό το έργο. Επικοινωνούν με το έργο και μιλάμε για μια ερωτική επικοινωνία», λέει. «Ο ερωτισμός ήταν πάντα διάχυτος στην τέχνη – από τη Μινωική τέχνη με τις θεές των όφεων που είχαν έξω το στήθος, τα κυκλαδικά ειδώλια που έχουν τη μορφή γυναικείου σώματος, στην αρχαιότητα με την Αφροδίτη, στην Αναγέννηση, στην μπαρόκ εποχή… όπου κι αν κοιτάξεις, το γυμνό παίζει διαρκώς έναν σημαντικό ρόλο, ειδικά στην περίοδο των αλλαγών. Και τώρα ζούμε μια περίοδο “Αναγέννησης’” και απολαμβάνουμε το γυμνό χωρίς τύψεις».
Υπάρχει κάποιο κομμάτι στη συλλογή σας όλα αυτά τα χρόνια που να έχει ιδιαίτερη σημασία για εσάς; «Όταν ζούσα στο Παρίσι, είχα κάνει ένα έργο αφιερωμένο στον πατέρα μου. Ήταν ο πατέρας, ο γιος και μια πελάτισσα στο τσαγκαράδικο».
Είναι η ζωγραφική η σημαντικότερη μορφή τέχνης; «Η ζωγραφική δεν είναι ανώτερη των άλλων τεχνών. Ίσα-ίσα η μουσική είναι πιο ψηλά. Αυτό που ενώνει τις τέχνες, το συνοθύλευμα των τεχνών, όπως έκανε η όπερα, είναι κάτι μαγικό. Απομονωμένα αυτά μπορεί να μην έλεγαν κάτι ή να έλεγαν διαφορετικά πράγματα. Δεν συγκρίνονται, εκεί που σταματάει η ζωγραφική ξεκινά η ποίηση, εκεί που σταματά η ποίηση ξεκινά η λογοτεχνία, εκεί που σταματά η λογοτεχνία ξεκινά η μουσική και πάει λέγοντας».
Ποια είναι η διαφορά μεταξύ ανδρών εικαστικών και γυναικών; «Η γυναίκα γεννά, βγάζει από μέσα της μια ζωή. Και η ζωγραφική είναι μια γέννα και αυτή. Ο άντρας το στερείται αυτό. Βλέπεις πως η ζωγραφική του άντρα, στα θέματα δημιουργίας νέας τέχνης, το “σπέρμα” που θα σε πάει λίγο πιο μπροστά είναι ανδρικό, και έχει φανεί ιστορικά. Οι γυναίκες είναι προχωρημένες, αλλά όταν δημιουργείς έχεις ανάγκη να μαζέψεις πράγματα, και η γέννα στα παίρνει όλα και πρέπει να τα ξαναμαζέψεις.»
Πως είναι η νέα γενιά Ελλήνων ζωγράφων; «Έχουμε μια φουρνιά από εξαιρετικούς καλλιτέχνες. Το κακό είναι πως δεν τους δίνεται η δυνατότητα να βγουν λίγο προς τα έξω, να ταξιδέψουν για να καταλάβουν τι σημαίνει να είσαι Έλληνας ζωγράφος. Να ζήσουν λίγο στο Παρίσι, στη Νέα Υόρκη για να δεις τι είσαι σε σχέση με τους Έλληνες και τους ξένους ζωγράφους. Λείπουν υποτροφίες και αυτό είναι κάτι που χαραμίζει τα ταλέντα, που αναγκάζονται να κάνουν άλλα πράγματα για τα προς το ζειν. Έπρεπε να υπάρχει μια επιτροπή υποτροφιών που να αξιολογεί τα παιδιά και να τα στέλνει στο εξωτερικό και εκείνα θα παράγουν τέχνη και θα δημιουργήσουν σχέσεις με το εξωτερικό. Στο εξωτερικό μόλις αποφοιτήσουν τα παιδιά από την Καλών Τεχνών τους δίνουν ατελιέ να δουλέψουν, τους τοποθετούν οι ίδιοι αν είναι καλοί, εμείς ανοίγουμε μουσεία και δεν έχουμε με τι να τα γεμίσουμε».
«Όταν έχεις κάτι στο μυαλό σου πρέπει να τα δώσεις όλα για να το καταφέρεις. Αυτό μου έλεγε ο Μάνος Χατζιδάκις, αυτό λέω και εγώ», συνεχίζει ο Παύλος Σάμιος.
Πόσο επηρέασε η κρίση την Τέχνη; « Η δυσκολία της εποχής μας την επηρέασε και την επηρέασε και θετικά. Μερικές φορές οι δυσκολίες είναι αυτές που σου δίνουν μεγαλύτερο κουράγιο να συνεχίσεις. Περάσαμε χρόνια μέσα στην ευκολία και μάθαμε πως πρέπει να ξαναστρωθούμε στη δουλειά και να γίνουμε καλύτεροι».
Μπορεί κάποιος να ζήσει μέσα από την τέχνη του; «Δύσκολα. Όλοι θα το θέλαμε, αλλά ελάχιστοι το καταφέρνουν. Οι περισσότεροι κάνουμε κι άλλα πράγματα. Πορτραίτα, εικόνες και κάποιες φορές δεν το θέλουμε, αλλά πρέπει για να τα καταφέρουμε».
Είναι η αγορά έργων Τέχνης προνόμιο των πλουσίων; «Η αγορά είναι θέμα ψυχολογίας. Όταν ολόκληρη η κοινωνία είναι ψυχικά και ψυχολογικά “κατεβασμένη” δεν αγοράζουν. Τους τελευταίους μήνες υπάρχει ξανά μια κίνηση. Ο κόσμος βαρέθηκε να μην κάνει τίποτα, και έχει αυξηθεί και η κινητικότητα στις γκαλερί. Πηγαίνουν, βλέπουν εκθέματα, αγοράζουν. Οι πιο πλούσιοι δεν περιμένουν τους Έλληνες καλλιτέχνες, έχουν προσβάσεις παντού – αγοράζουν κατευθείαν από το εξωτερικό».
Η «Ζωγραφική Απολογία» του Παύλου Σάμιου εγκαινιάζεται στο κτήριο της οδού Πειραιώς του Μουσείου Μπενάκη την Τετάρτη 26 Νοεμβρίου και θα διαρκέσει ως τις 11 Ιανουαρίου 2015.
Επιμέλεια έκθεσης: Μαρία Ξανθάκου, Κωνσταντίνος Παπαχρίστου
Συνστονισμός Κωνσταντίνος Παπαχρίστου
Επιμέλεια μονογραφίας: Μαρία Ξανθάκου
* Παράλληλα με την έκθεση κυκλοφορεί από τις εκδόσεις «Μίλητος» μια μονογραφία αφιερωμένη στο έργο του Παύλου Σάμιου, σε επιμέλεια της Μαρίας Ξανθάκου, η οποία επιμελήθηκε και την έκθεση στο ΜουσείοΜπενάκη. Τα έργα του ζωγράφου παρουσιάζονται τμηματικά και θεματικά, ενώ στη μονογραφία εμπεριέχονται και κείμενα που κατά καιρούς έχουν γραφεί από κριτικούς και ιστορικούς τέχνης για το έργο του. Επίσης το βιβλίο περιέχει εισαγωγικά σημειώματα του διευθυντή του Μουσείου Μπενάκη Άγγελου Δεληβοριά, του καθηγητή Αναστάσιου Ιωάννη Μεταξά, της μεταφράστριας, κριτικού λογοτεχνίας Σεσίλ Ιγγλέση Μαργέλλου, του επιμελητή του Μουσείου Μπενάκη Κωνσταντίνου Παπαχρίστου και του εκδότη της Μιλήτου Νίκου Χαϊδεμένου.