Ποιος θα πληρώσει τον λογαριασμό της «διαπραγμάτευσης»;
- 30/05/2015, 10:30
- SHARE
Οι εκπρόσωποι των φορέων επιχειρηματικότητας καταθέτουν την αγωνία τους στο Fortune.
Του Γιάννη Παπαδογιάννη
Στα 75 δισ. ευρώ φτάνει ο «λογαριασμός» για την ελληνική οικονομία, εξαιτίας της παρατεταμένης πολιτικοοικονομικής αβεβαιότητας και της αμφιλεγόμενης προσπάθειας της νέας κυβέρνησης να επαναδιαπραγματευτεί μια νέα συμφωνία με τους εταίρους στην ευρωζώνη και το ΔΝΤ. Τέσσερις μήνες μετά τις εκλογές η τόσο απαραίτητη σύμφωνα για την επιβίωση της χώρας μετατίθεται από εβδομάδα σε εβδομάδα, παραλύοντας εξαιτίας της αβεβαιότητας την οικονομική δραστηριότητα.
Η κατάρρευση των καταθέσεων και των αποτιμήσεων των μετοχών στο Χρηματιστήριο Αθηνών, το νέο «κύμα» μη εξυπηρετούμενων δανείων, αλλά και η «στάση» πληρωμών των φορολογούμενων προς το Δημόσιο, αποτελούν τα μεγαλύτερα πλήγματα για την οικονομία.
Ωστόσο, πέρα από αυτά που φαίνονται υπάρχουν και αυτά που δεν είναι άμεσα οράτα και τα οποία επηρεάζουν εξίσου –αν όχι περισσότερο– την οικονομία. Η οικονομική δραστηριότητα βρίσκεται σε καταστολή. Οι προσλήψεις έχουν «παγώσει», οι επιχειρήσεις έχουν αναστείλει επενδυτικά σχέδια έως ότου ξεκαθαρίσει η κατάσταση, τα νοικοκυριά μεταθέτουν για αργότερα καταναλωτικές δαπάνες και το ρευστό, αντί να κυκλοφορεί στην αγορά, εγκλωβίζεται σε θυρίδες και… στρώματα, για παν ενδεχόμενο.
Η αβεβαιότητα διαβρώνει τα πάντα. Σύμφωνα με τον σχεδιασμό των τραπεζών, το 2015 θα διοχετεύονταν περίπου 10 δισ. ευρώ μέσω νέων δανείων σε επιχειρήσεις και νοικοκυριά. Ο στόχος αυτός δεν είναι πλέον εφικτός και, όπως τονίζουν τραπεζικά στελέχη, για την αποκατάσταση της χρηματοδότησης της οικονομίας απαιτείται η άμεση ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων Ελλάδας – εταίρων.
Η περιστολή των δανειοδοτήσεων δεν αφορά μόνο τις χορηγήσεις νέων δανείων, αλλά και τρέχουσες πιστωτικές γραμμές.
Δίχως τα απαραίτητα κεφάλαια κίνησης οι επιχειρήσεις δυσκολεύονται να ανταποκριθούν σε βασικές υποχρεώσεις τους.
Σύμφωνα με εκτιμήσεις του υπουργείου Εργασίας, περίπου 1.000.000 μισθωτοί του ιδιωτικού τομέα αμείβονται με σημαντική καθυστέρηση, με τον μέσο χρόνο αναμονής να φτάνει πλέον τους πέντε μήνες. Οι εταιρείες που εισάγουν πρώτες ύλες ή μηχανολογικό εξοπλισμό πρέπει να εξοφλούν το σύνολο της οφειλής με την παραγγελία, λόγω της έλλειψης εμπιστοσύνης.
«Εδώ και τέσσερις μήνες η οικονομική δραστηριότητα στη χώρα μας είναι παγωμένη και η ύφεση βαθαίνει μέρα με τη μέρα» υπογραμμίζει ο πρόεδρος του Συνδέσμου Βιομηχανιών Βορείου Ελλάδος Αθανάσιος Σαββάκης. «Η πολυπόθητη ρευστότητα των επιχειρήσεων είναι ανύπαρκτη, το τραπεζικό σύστημα δεν χρηματοδοτεί καμία επιχείρηση, οι εξαγωγές φθίνουν, οι αγορές πρώτων υλών από το εξωτερικό δεν πραγματοποιούνται, αφού οι εγγυητικές των τραπεζών μας δεν γίνονται δεκτές, για επενδύσεις δεν γίνεται λόγος, ενώ το κράτος αρνείται να εξυπηρετήσει τις υποχρεώσεις του στην ιδιωτική οικονομία. Έτσι, η οικονομική κρίση δεν είναι απλώς παρούσα, αλλά εντείνεται».
Οι επιπτώσεις της αβεβαιότητας έχουν ήδη αρχίσει να αποτυπώνονται στα βασικά μεγέθη της οικονομίας, όπως το ΑΕΠ και η ανεργία, κάτι που θα επιταχυνθεί το επόμενο διάστημα. Σύμφωνα με εκτιμήσεις επιχειρηματιών, είναι βέβαιο ότι κατά το πρώτο τρίμηνο του 2015 χάθηκε η αναπτυξιακή δυναμική που είχε αρχίσει να σχηματίζεται από το δεύτερο εξάμηνο του 2014, μετά τη βύθιση της οικονομίας τα τελευταία χρόνια.
Η αντίστροφη πορεία για την εγχώρια οικονομία ξεκίνησε μετά τις ευρωεκλογές τον Μάιο του 2014. Το αρνητικό εκλογικό αποτέλεσμα για την τότε κυβέρνηση συνεργασίας Νέας Δημοκρατίας – ΠΑΣΟΚ είχε ως συνέπεια την άτακτη εγκατάλειψη της μεταρρυθμιστικής προσπάθειας. Ο πρώην πρωθυπουργός Αντώνης Σαμαράς προχώρησε σε έναν αμφιλεγόμενο ανασχηματισμό, με την ενίσχυση της λαϊκίστικης πτέρυγας στην κυβέρνηση, «πάγωσε» την υλοποίηση των μεταρρυθμίσεων και απέτυχε να ολοκληρώσει την τελική αξιολόγηση του δεύτερου προγράμματος χρηματοδοτικής βοήθειας.
Μετά τις ευρωεκλογές, η τότε κυβέρνηση μπήκε σε προεκλογική τροχιά μετατοπίζοντας όλη την προσοχή και την ενεργητικότητά της στην ανάσχεση της αξιωματικής αντιπολίτευσης του ταχέως ανερχόμενου ΣΥΡΙΖΑ. Ο Αντώνης Σαμαράς επιτάχυνε τις διαδικασίες για την εκλογή νέου Προέδρου της Δημοκρατίας και, όταν τον περασμένο χειμώνα διαπιστώθηκε η αδυναμία της τότε Βουλής να εκλέξει νέο Πρόεδρο, προκηρύχθηκαν στο τέλος Δεκεμβρίου 2014 πρόωρες εκλογές για την 25η Ιανουαρίου 2015. Ο σχηματισμός νέας κυβέρνησης ΣΥΡΙΖΑ – ΑΝΕΛ δεν τερμάτισε την αβεβαιότητα, το αντίθετο: οι μακρόσυρτες διαπραγματεύσεις, χωρίς να διαφαίνονται σημεία επαφής με τους εταίρους, επιδείνωσαν δραματικά τις συνθήκες στην οικονομία, επαναφέροντας έπειτα από καιρό τις συζητήσεις για ένα σοβαρό, επώδυνο ατύχημα ρευστότητας ή ακόμα και για Grexit.
Η ελληνική οικονομία σε καταστολή
Στο περιβάλλον αυτό, από το φθινόπωρο και μετά η οικονομία χάνει σταθερά δύναμη, με επιταχυνόμενο ρυθμό από τον Δεκέμβριο του 2014 και μετά. Σύμφωνα με τα στοιχεία του Ιδρύματος Οικονομικών και Βιομηχανικών Ερευνών (IOBE), στο τέταρτο τρίμηνο του 2014 η αύξηση του ΑΕΠ επιβραδύνθηκε στο 1,3%, έναντι ανόδου 1,5% στο τρίμηνο Ιουλίου – Σεπτεμβρίου. Όπως εκτιμούν αναλυτές, στο πρώτο τρίμηνο του 2015 ο ρυθμός μεταβολής του ΑΕΠ έχει συρρικνωθεί κοντά στο 0% ως αποτέλεσμα της έντονης αβεβαιότητας. Παράλληλα η Κομισιόν προχώρησε στην αναθεώρηση της εκτίμησης για την ανάπτυξη της ελληνικής οικονομίας για το 2015 στο 0,5% από 2,9% που ήταν πριν.
Ο πρόεδρος του Συνδέσμου Επιχειρήσεων και Βιομηχανιών Θεόδωρος Φέσσας υπογραμμίζει ότι «oι επιχειρήσεις της χώρας αντιμετωπίζουν οικονομική ασφυξία τόσο από την έλλειψη ρευστότητας και το υψηλό κόστος χρήματος όσο και από την έλλειψη επενδυτικού ενδιαφέροντος». «Η χρονοτριβή», συνεχίζει ο Θεόδωρος Φέσσας, «οδηγεί σε επιδείνωση των οικονομικών συνθηκών με κίνδυνο η οικονομία και, κατ’ επέκταση, η χώρα να βρεθεί σε αδιέξοδο. Επιβάλλεται άμεση ολοκλήρωση της διαπραγμάτευσης με μία ρεαλιστική λύση. Είναι η μόνη επιλογή για να αποκατασταθεί η σταθερότητα της ελληνικής οικονομίας και να εκμεταλλευτούμε το ευνοϊκό ευρωπαϊκό περιβάλλον».
Η ρευστότητα του τραπεζικού συστήματος έχει δεχθεί το μεγαλύτερο πλήγμα, καθώς τους τελευταίους μήνες οι τράπεζες έχουν απολέσει καταθέσεις ύψους 30 δισ. ευρώ. Επιπλέον, οι ελληνικές τράπεζες έχουν αποκλειστεί από τη διατραπεζική αγορά. Σύμφωνα με εκτιμήσεις στελεχών τραπεζών, τον περασμένο Απρίλιο οι καταθέσεις μειώθηκαν κατά έβδομο συνεχή μήνα. Η μείωση έρχεται σε συνέχεια των απωλειών καταθέσεων κατά δύο δισ. ευρώ τον περασμένο Μάρτιο, κατά 7,6 δισ. ευρώ τον περασμένο Φεβρουάριο, κατά 12,2 δισ. ευρώ τον Ιανουάριο. Οι τράπεζες εκφράζουν την ανησυχία τους ότι, αν δεν υπάρξει οριστική και ξεκάθαρη συμφωνία κυβέρνησης εταίρων, τότε η φθίνουσα πορεία των καταθέσεων θα συνεχιστεί. Από το επίπεδο των 237 δισ. ευρώ, που ήταν οι καταθέσεις του ιδιωτικού τομέα πριν από τη Μεγάλη Κρίση (Δεκέμβριoς 2009), κατέρρευσαν στα 150 δισ. ευρώ τον Ιούνιο του 2012, εν συνεχεία ανέκαμψαν στα 165 δισ. ευρώ τον Σεπτέμβριο του 2014 –και μετά από μια πολύ καλή τουριστική χρονιά– για να καταρρεύσουν εκ νέου στα 138,5 δισ. ευρώ τον περασμένο Μάρτιο.
Οι απώλειες των καταθέσεων αντιμετωπίζονται με ρευστότητα που χορηγείται από το ευρωσύστημα. Οι τράπεζες έχουν αντλήσει από την ΕΚΤ πάνω από 115 δισ. ευρώ (σχεδόν τα 80 δισ. ευρώ, παρέχεται μέσω του έκτακτου μηχανισμού ELA). Ωστόσο, το μεγάλο μειονέκτημα του ELA είναι ότι χορηγείται με υψηλότερο κόστος (1,55%, έναντι 0,05% της βασικής ρευστότητας που χορηγεί η ΕΚΤ), επιβαρύνοντας το κόστος του χρήματος περίπου κατά ένα δισ. ευρώ σε ετήσια βάση.
Μεγάλο πλήγμα έχει δεχθεί επίσης το Χρηματιστήριο Αθηνών. Η συνολική κεφαλαιοποίηση των εισηγμένων εταιρειών (τέλος Απριλίου 2015) διαμορφώθηκε στα 45 δισ. ευρώ, έναντι 71 δισ. ευρώ που ήταν τον Μάιο του 2014. Τις μεγαλύτερες απώλειες παρουσιάζουν οι τραπεζικές μετοχές, εξαιτίας των «επιθετικών» ρευστοποιήσεων ξένων επενδυτών.
Η αβεβαιότητα για την έκβαση της κατάστασης στην Ελλάδα οδήγησε στον αποκλεισμό των ελληνικών τραπεζών από συναλλαγές στη διατραπεζική αγορά. Η διακοπή των συναλλαγών οδήγησε στην απώλεια περίπου 10 δισ. ευρώ σε μια εξαιρετικά κρίσιμη και πολύ δύσκολη περίοδο για το τραπεζικό σύστημα και ευρύτερα για την οικονομία.
Τα προβλήματα δεν σταματούν εδώ. Σύμφωνα με στελέχη τραπεζών, από το τέλος Δεκεμβρίου μέχρι σήμερα έχουν δημιουργηθεί νέα «κόκκινα» δάνεια ύψους άνω των τριών δισ. ευρώ, αποτέλεσμα της παρατεταμένης αβεβαιότητας, της επιδείνωσης των οικονομικών συνθηκών, αλλά και των προσδοκιών που δημιουργεί η προοπτική μιας ευνοϊκής ρύθμισης για την αντιμετώπιση των μη εξυπηρετούμενων δανείων, που έχει προαναγγείλει η κυβέρνηση. Τα μη εξυπηρετούμενα δάνεια έχουν ξεπεράσει το όριο των 80 δισ. ευρώ στο τέλος του πρώτου τριμήνου του 2015, επίπεδο που αποτελεί αρνητικό ρεκόρ στην ιστορία του κλάδου! Τέλος, το σύνολο των οφειλών, επιχειρήσεων και νοικοκυριών προς το Δημόσιο ανέρχεται πλέον στα 76,5 δισ. ευρώ.
Συμφωνία εδώ και τώρα!
Μέσα σε αυτό το πλαίσιο ασφυξίας, μονόδρομο θεωρούν την ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων και την υπογραφή νέας συμφωνίας τράπεζες και επιχειρήσεις, υπογραμμίζοντας ότι η εναλλακτική της ρήξης θα είχε τόσο καταστροφικές επιπτώσεις, που δεν πρέπει να περνά καν από το μυαλό ως πιθανότητα. Δεν υπάρχει καμία άλλη διέξοδος και το μοναδικό που μένει να δούμε είναι αν θα φτάσουμε σε συμφωνία ομαλά ή θα συρθούμε σε μια συμφωνία βρισκόμενοι υπό ασφυκτική πίεση λόγω ενός ατυχήματος ρευστότητας.
Ο νέος διευθύνων σύμβουλος της Εθνικής Τράπεζας Λεωνίδας Φραγκιαδάκης υπογραμμίζει ότι «η επίτευξη του εθνικού στόχου για συμφωνία με τους εταίρους μας και η επιβεβαίωση του ευρωπαϊκού προσανατολισμού μας θα συνδράμουν την επανεκκίνηση της οικονομίας, θέτοντας τη χώρα σε τροχιά σταθερής ανάπτυξης. Μια ειλικρινής μεταρρυθμιστική προσπάθεια, σε συνδυασμό με τη βούληση για απαρέγκλιτη τήρησή της, μπορούν να καταστήσουν την ελληνική οικονομία ελκυστικό πόλο μακροχρόνιων επενδύσεων». Παράλληλα επισημαίνει ότι θα ήταν «κρίμα» η Ελλάδα να μην αξιοποιήσει το ιδιαίτερα θετικό οικονομικό περιβάλλον, το οποίο είναι αποτέλεσμα της πολιτικής νομισματικής χαλάρωσης της ΕΚΤ και της σημαντικής πτώσης της τιμής του αργού πετρελαίου.
Από την πλευρά του, ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου της Τράπεζας Πειραιώς Άνθιμος Θωμόπουλος τονίζει ότι «βασική προϋπόθεση για την ανάκαμψη της οικονομίας μας είναι να σπάσει ο κύκλος της υποχρηματοδότησης και της αποεπένδυσης.Η θετική κατάληξη των διαπραγματεύσεων και η αποκατάσταση ομαλών συνθηκών χρηματοδότησης του ελληνικού Δημοσίου, θα οδηγούσαν σε αναβάθμιση του αξιόχρεου της χώρας και των τραπεζών, αποκαθιστώντας τη χρηματοδότηση από τις διεθνείς αγορές με όρους ανταγωνιστικούς προς όφελος τελικά της πραγματικής οικονομίας».
Ο διευθύνων σύμβουλος του ομίλου Eurobank Φωκίων Καραβίας επισημαίνει: «Αυτή η κατάσταση δεν μπορεί να συνεχιστεί. Είναι άμεση η ανάγκη για ρεαλιστική συμφωνία με τους θεσμικούς εταίρους μας, η οποία θα πρέπει να υιοθετηθεί από το σύνολο σχεδόν του πολιτικού φάσματος, όπως στην Πορτογαλία, την Ιρλανδία και την Κύπρο, που σήμερα αφήνουν πίσω τους το τέλμα της κρίσης και διαμορφώνουν ένα πιο αισιόδοξο αύριο. Οι μεγάλες κοινωνικές και οικονομικές προκλήσεις μπορεί να αντιμετωπιστούν μόνο μέσω σταθερής αναπτυξιακής πορείας. Προϋπόθεσή της είναι μια ταχεία συμφωνία μακράς πνοής που θα απομακρύνει οριστικά κάθε αμφισβήτηση της συμμετοχής μας στην ευρωζώνη».
Τέλος, ο διευθύνων συμβουλος της Αlpha Βanκ Δημήτριος Μαντζούνης αναφέρει: «Η απομάκρυνση της αβεβαιότητας αποτελεί ζήτημα ύψιστης σημασίας όχι μόνο για το τραπεζικό σύστημα, αλλά ευρύτερα για την ελληνική οικονομία, που χαρακτηρίζεται από μια έμφυτη δυναμική. Η επιτυχής ολοκλήρωση των διαπραγματεύσεων με τους εταίρους μας στην Ευρωπαϊκή Ενωση, μέσω μιας νέας εθνικά επωφελούς συμφωνίας, θα απελευθερώσει την ισχυρή δυναμική της οικονομίας μας και θα τη θέσει σε τροχιά αναπτύξεως η οποία θα είναι και βιώσιμη και μακράς διάρκειας. Το ευρύτερο οικονομικό περιβάλλον (η ποσοτική χαλάρωση της ΕΚΤ, η πτώση των τιμών πετρελαίου, η αποδυνάμωση του ευρώ, τα διάφορα ευρωπαϊκά πακέτα ενισχύσεως των χωρών-μελών κ.ά.) ευνοεί την ταχεία επάνοδο της χώρας και της οικονομίας σε ανοδική τροχιά».
* Το άρθρο δημοσιεύεται στο νέο τεύχος του Fortune που κυκλοφορεί με την εφημερίδα «ΕΠΕΝΔΥΣΗ»