Πώς αλλάζει άρδην το κοινωνικό μοντέλο της Ελλάδας
- 19/04/2016, 19:30
- SHARE
Η επόμενη μέρα, οι απαραίτητες μεταρρυθμίσεις, η συνεργασία δημόσιου και ιδιωτικού τομέα για την υγεία και τα έξυπνα ασφαλιστικά συμβόλαια.
Της Νατάσσας Ν. Σπαγαδώρου
Η κοινωνική ασφάλιση αλλάζει άρδην στην Ελλάδα. Η τεράστια ανθρωπιστική κρίση, συνεπεία της οικονομικής κρίσης και των περιορισμένων δημοσιονομικών πόρων σε όλες τις οικονομίες και τα συστήματα υγείας, είναι λογικό να στρέφει νομοτελειακά και τη χώρα μας σε αλλαγή του ασφαλιστικού μοντέλου της. Το ερώτημα τώρα, που εύλογα προκύπτει, είναι πώς μπορεί να βγει, έστω και λίγο, κερδισμένος ο ασφαλισμένος και να νιώσει ασφάλεια, για την οποία κάποτε κόπιασε και πλήρωσε αδρά.
Ο μεγαλύτερος ασφαλιστικός οργανισμός της Ευρώπης, όπως είχε χαρακτηρίσει κάποτε τον ΕΟΠΥΥ ο πρώην υπουργός Υγείας Ανδρέας Λοβέρδος, είναι υπερχρεωμένος και τα δημόσια νοσοκομεία έχουν ξεπεράσει τα όριά τους. Επιπλέον, το ΕΣΥ είναι αντιμέτωπο με ακόμη δύο προκλήσεις: τους ανασφάλιστους και τους πρόσφυγες, που έχουν εγκλωβιστεί στην Ελλάδα και κανένας δεν μπορεί να πει με σιγουριά πόσο θα παραμείνουν στη χώρα μας.
Η δε ιδιωτική ασφάλιση, αν και φαντάζει μία μικρή «όαση» μέσα στο αλαλούμ που βιώνουμε, φθίνει. Όπως αναφέρει στο Fortune ο Ανδρέας Καρταπάνης, επικεφαλής του ομίλου ΥΓΕΙΑ και μέλος του Συνδέσμου Ελληνικών Κλινικών (ΣΕΚ), τα συμβόλαια που επιλέγουν πλέον οι πολίτες με τις ασφαλιστικές εταιρείες είναι περιορισμένα και φθηνά, ενώ σημαντική συμμετοχή έχουν και οι ίδιοι οι ασφαλισμένοι σ’ αυτά. Ειδικότερα, για τα πρώτα 1.500 ευρώ πληρώνει συμμετοχή και ο ασφαλισμένος. «Σίγουρα τα επόμενα χρόνια αναμένεται να είναι δύσκολα για τα δημόσια νοσοκομεία και, επομένως, οι πολίτες ψάχνουν για ένα καλό, ιδιωτικό συμβόλαιο.
Ως εκ τούτου, εκτιμώ ότι μελλοντικά οι ασφαλιστικές εταιρείες θα δώσουν ενδιαφέροντα συμβόλαια με ανταποδοτικότητα» σημειώνει σχετικά και συμπληρώνει: «Εμείς, ως ιδιωτικές κλινικές, προσπαθούμε να περιορίσουμε τα κόστη, ώστε να μπορέσει ο κόσμος να έρθει παρά την ανέχεια. Φυσικά, έχουμε αλλάξει την τιμολογιακή πολιτική μας, ωστόσο δεν έχουμε κάνει –ούτε πρόκειται να κάνουμε– εκπτώσεις στην ποιότητα».
Συγχρόνως ο πρόεδρος της Πανελλήνιας Ένωσης Ιδιωτικών Κλινικών (ΠΕΙΚ), Γρηγόρης Σαραφιανός, επισημαίνει ότι, δυστυχώς, οι Έλληνες δεν έχουν αποκτήσει την κουλτούρα και την παιδεία πολιτών άλλων χωρών, όπως, για παράδειγμα, των Πορτογάλων, για τους οποίους η ιδιωτική ασφάλιση είναι υποχρεωτική, όπως και η κρατική. «Από την εμπειρία μας στις ιδιωτικές κλινικές βλέπουμε ότι τα ιδιωτικά συμβόλαια είναι περιορισμένα και είναι κυρίως θέμα γιατρού και ασφαλιστών το πώς θα προχωρήσει και ποιος θα υλοποιήσει ένα ασφαλιστήριο ζωής» αναφέρει. Ο Γρηγόρης Σαραφιανός εκτιμά ότι ο τομέας υγείας στη χώρα μας έχει μέλλον, εάν λάβουμε υπόψη μας ότι μόνο το 11% του πληθυσμού διαθέτει ιδιωτική ασφάλιση σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη.
Το πόσο επικερδείς, όμως, είναι οι ασφαλίσεις ζωής καταδεικνύει και σχετική μελέτη που διενήργησε για δεύτερη χρονιά για λογαριασμό του Συνδέσμου Ελλήνων Μεσιτών Ασφαλίσεων (ΣΕΜΑ) η KPMG. Σύμφωνα με την έρευνα, το 39% των μεσιτών δήλωσε ότι ο κλάδος υγείας είναι ο πλέον επικερδής για τη δραστηριότητά τους, ενώ αμέσως μετά ακολουθεί ο κλάδος ασφάλισης αυτοκινήτων για το 11% των μεσιτών και κατά ένα ανάλογο ποσοστό ο κλάδος ασφάλισης γενικής αστικής ευθύνης. Από την ίδια έρευνα αναδείχθηκε και η θετική άποψη που έχει η συντριπτική πλειονότητα των μεσιτών ασφαλίσεων για το έργο και τις πρωτοβουλίες τις οποίες αναλαμβάνει ο σύνδεσμος, με στόχο τη στήριξη του θεσμού της ιδιωτικής ασφάλισης, καθώς και της ανάπτυξης των μεσιτών ασφαλίσεων.
Για την επόμενη ημέρα της πρόνοιας, της υγείας και της ασφάλειας μιλάει στο Fortune ο διακεκριμένος καθηγητής του Πανεπιστημίου Αθηνών, Γιάννης Υφαντόπουλος, ο οποίος επισημαίνει πως χρειάζεται ένα δυναμικό παραγωγικό μοντέλο, με αναπτυξιακό και επενδυτικό χαρακτήρα ενταγμένο στην κοινωνία και την οικονομία. Η διαμόρφωση της Ευρωπαϊκής Κοινωνικής Πολιτικής βασίστηκε, ήδη από τις αρχές της δεκαετίας του 2000, σε μια δυναμική κοινωνία με έμφαση στην ανταγωνιστικότητα, την έρευνα, την καινοτομία, τη βιώσιμη ανάπτυξη, αλλά και την κοινωνική συνοχή.
«Το κράτος πρόνοιας, όπως εξελίχθηκε διαχρονικά στην Ελλάδα τα τελευταία χρόνια, παρουσίασε πολλαπλές διαρθρωτικές αδυναμίες, ενώ έχει δεχθεί την κριτική της αναποτελεσματικότητας, της προκλητικής γραφειοκρατίας, της πελατειακής συνεργασίας μεταξύ ορισμένων ομάδων και της αδυναμίας διασφάλισης ικανοποιητικών και βιώσιμων παροχών για συντάξεις και μακροχρόνιες υγειονομικές παροχές».
Εξετάζοντας τη διαχρονική ανάπτυξη των κοινωνικών δαπανών ως ποσοστό επί του ΑΕΠ (διάγραμμα 1), παρατηρούμε ότι το 1980 οι χώρες του ΟΟΣΑ διέθεταν κατά μέσο όρο το 15,4% του ΑΕΠ για το κοινωνικό κράτος, ενώ το αντίστοιχο ποσοστό στην Ελλάδα ήταν στο 10,3%. Τη δεκαετία 2005-2015 η Ελλάδα ξεπέρασε τον μέσο όρο του ΟΟΣΑ κατά τρεις ή τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες, διαθέτοντας το 2014 το 24% του ΑΕΠ για κοινωνικές δαπάνες, έναντι 21,6% που ήταν ο μέσος όρος των χωρών του ΟΟΣΑ. Πέτυχε, όμως, αυτή η αύξηση δαπανών τον στόχο της; Κατάφερε άραγε να φέρει τα κατάλληλα επιθυμητά κοινωνικά αποτελέσματα;
Όπως μαρτυρούν τα στοιχεία (διάγραμμα 2), παρά τις υψηλές κοινωνικές δαπάνες, δεν επιτεύχθηκαν οι βασικοί κοινωνικοί στόχοι καταπολέμησης της φτώχειας και του κοινωνικού αποκλεισμού. Η Ελλάδα αποτελεί τη μοναδική χώρα της Ευρωπαϊκής Ένωσης, που, αντί να συγκλίνει με τον μέσο όρο των χωρών-μελών, παρουσιάζει τους πλέον εντυπωσιακούς ρυθμούς απόκλισης. Μέσα στην περίοδο της κρίσης, από περίπου τέσσερις ποσοστιαίες μονάδες που ήταν η απόκλιση στη φτώχεια το 2009, έφθασε το 2014 στις δώδεκα ποσοστιαίες μονάδες. Ανάλογες είναι οι αποκλίσεις στην οικονομική ανάπτυξη, στην ανεργία των νέων, καθώς και στους λοιπούς μακροοικονομικούς δείκτες. Η παρατεταμένη ύφεση συνδέεται με την κατάρρευση της αποταμίευσης των νοικοκυριών και την ακόμη μεγαλύτερη αποθάρρυνση των επενδύσεων, οι οποίες μειώθηκαν από 25,7% του ΑΕΠ το 2007 στο 11,6% το 2014.
Σύμφωνα με τις πρόσφατες εκτιμήσεις, η χώρα μας αναμένεται να επιστρέψει σε θετική αναπτυξιακή πορεία αν επιστρέψουν τα 26 δισ. ευρώ των καταθέσεων μέσα στο 2016 και επενδυθούν τουλάχιστον 100 δισ. ευρώ την επόμενη πενταετία. Η πρόσφατη οικονομική κρίση έχει επιδεινώσει τα κοινωνικά προβλήματα και τείνει να εξελιχθεί σε μια σύγχρονη «κρυφή επιδημία», με σημαντικές επιπτώσεις στην οικονομία, την κοινωνία και τα υγειονομικά συστήματα. Οι πρόσφατες μελέτες που εκπονήθηκαν στο Πανεπιστήμιο Αθηνών αποτυπώνουν ανάγλυφα τις επιπτώσεις της οικονομικής κρίσης στην κοινωνία.
Το Εθνικό Σύστημα Υγείας παρουσιάζει, μάλιστα, τις υψηλότερες ανισότητες σε σχέση με τις άλλες χώρες της Ευρωπαϊκής Ένωσης. Για πρώτη φορά έπειτα από 50 έτη η βρεφική θνησιμότητα αυξήθηκε και το προσδόκιμο επιβίωσης επιδεινώθηκε. Η υψηλή ανεργία αφαιρεί μελλοντικά χρόνια παραγωγικής ζωής κυρίως από τους νέους μας, καθώς οι δείκτες ανεργίας έχουν ξεπεράσει το 60%. Επιπλέον, η ανεργία προκαλεί στρες, άγχος, κατάθλιψη, και συμβάλλει στην αύξηση της νοσηρότητας από καρδιαγγειακά νοσήματα και άλλες χρόνιες παθήσεις.
Στους τομείς των συντάξεων και στην υγεία, όπου διατίθενται τα υψηλότερα κονδύλια, δηλαδή το 77% των κοινωνικών δαπανών, θα πρέπει να γίνουν άμεσες μεταρρυθμίσεις. Το πατροπαράδοτο δημόσιο σύστημα συντάξεων, το οποίο βασίζεται στη φιλοσοφία ενός αναδιανεμητικού συστήματος, προϋποθέτει υψηλά ποσοστά απασχόλησης κυρίως των νέων ασφαλισμένων και χαμηλά ποσοστά γήρανσης. Στην περίπτωση της χώρας μας, οι δύο αυτές υποθέσεις δεν ισχύουν, γιατί έχουμε τα υψηλότερα ποσοστά ανεργίας στους νέους και την πλέον αυξανόμενη γήρανση του πληθυσμού, σε σύγκριση με τις άλλες χώρες-μέλη της Ευρωπαϊκής Ένωσης.
Ενδεικτικά αναφέρουμε ότι το σύνολο των απασχολουμένων από 4,57 εκατομμύρια που ήταν το 2007 έφθασαν τα 3,63 εκατομμύρια το 2015 (μείωση κατά 21%). Επίσης, σύμφωνα με τις δημογραφικές προβλέψεις, το 2050 το ποσοστό των ηλικιωμένων (65+) θα ανέρχεται στο 28,1% του πληθυσμού, που είναι ένα από τα υψηλότερα στην Ευρώπη. Η ανάπτυξη των θεσμικά κατοχυρωμένων επαγγελματικών ταμείων μπορεί να φέρει μια ουσιαστική αλλαγή προς μια νέα αναπτυξιακή πορεία.
Η βαθμιαία μετεξέλιξη του δημόσιου αναδιανεμητικού συστήματος σε ένα μεικτό σύστημα με τη συνύπαρξη των επαγγελματικών ταμείων μπορεί να διασφαλίσει αναπτυξιακές τάσεις στην οικονομία.
To κείμενο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα.