Πως η ΕΕ χάνει τη μάχη και με το ανανεώσιμο υδρογόνο
- 17/07/2024, 09:22
- SHARE
Το υδρογόνο μπορεί να παραχθεί με διάφορους τρόπους. Aπό νερό με τη χρήση ηλεκτρισμού (ηλεκτρόλυση) ή από φυσικό αέριο (αναμόρφωση). Το ανανεώσιμο υδρογόνο, δηλαδή αυτό που παράγεται από ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές ή από βιομάζα, είναι μια λύση που μπορεί να βοηθήσει τις βαριές βιομηχανίες της ΕΕ να γίνουν φιλικές προς το περιβάλλον.
Ωστόσο, το ανανεώσιμο υδρογόνο συνοδεύεται και αυτό από τις δικές του προκλήσεις, όπως, μεταξύ άλλων, το κόστος παραγωγής και η ανάγκη για ηλεκτρική ενέργεια από ανανεώσιμες πηγές και για νερό. Το 2022, το υδρογόνο αντιπροσώπευε λιγότερο από το 2% της κατανάλωσης ενέργειας στην Ευρώπη, με το μεγαλύτερο μερίδιο της ζήτησης να προέρχεται από διυλιστήρια. Σύμφωνα με την έκθεση του Ευρωπαϊκού Ελεγκτικού Συνεδρίου, η ζήτηση που αναμένεται να δημιουργηθεί μέχρι το 2030 δεν θα φθάσει καν τα 10 εκατομμύρια τόνους, πόσο δε μάλλον τα 20 εκατομμύρια τόνους που προέβλεπε αρχικά η Επιτροπή. Όμως το σημαντικότερο πρόβλημα σύμφωνα με το Ευρωπαϊκό Ελεγκτικό Συνέδριο, όπως έχουν σήμερα τα πράγματα, είναι ότι δεν υπάρχει συνολική ενωσιακή στρατηγική για τις εισαγωγές υδρογόνου.
Ενώ η Ευρωπαϊκή Επιτροπή έχει προβεί σε μια σειρά θετικών ενεργειών, προκλήσεις παραμονεύουν ακόμη σε όλο το μήκος της αξιακής αλυσίδας του υδρογόνου. Έτσι, η ΕΕ δεν φαίνεται να επιτυγχάνει τις τιμές-στόχο για την παραγωγή και τις εισαγωγές ανανεώσιμου υδρογόνου μέχρι το 2030. Το ΕΕΣ ζητά να γίνει αποτίμηση της πραγματικότητας, προκειμένου να διασφαλιστεί ότι οι τιμές-στόχος της ΕΕ είναι ρεαλιστικές και ότι οι μελλοντικές στρατηγικές επιλογές της δεν θα αποβούν εις βάρος της ανταγωνιστικότητας βασικών βιομηχανιών ή ότι δεν θα δημιουργήσουν νέες εξαρτήσεις.
Το ανανεώσιμο ή «πράσινο» υδρογόνο θα επηρεάσει σημαντικά το μέλλον των βασικών βιομηχανιών της ΕΕ, καθώς μπορεί να συμβάλλει στην απανθρακοποίηση των τομέων εκείνων που είναι ιδιαίτερα δύσκολο να εξηλεκτριστούν, όπως η παραγωγή χάλυβα, τα πετροχημικά προϊόντα, το τσιμέντο και τα λιπάσματα. Μπορεί επίσης να βοηθήσει την ΕΕ να επιτύχει τους κλιματικούς στόχους της για καθαρές μηδενικές εκπομπές μέχρι το 2050 και να μειώσει περαιτέρω την εξάρτησή της από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα.
«Η βιομηχανική πολιτική της ΕΕ για το ανανεώσιμο υδρογόνο χρειάζεται να αναμετρηθεί με την πραγματικότητα», δήλωσε ο Stef Blok, Μέλος του ΕΕΣ και επικεφαλής του ελέγχου. «Η ΕΕ πρέπει να αποφασίσει ποια στρατηγική πορεία θα ακολουθήσει για να επιτύχει την απανθρακοποίηση, χωρίς να ζημιώσει την ανταγωνιστική θέση των βασικών βιομηχανιών της ή να δημιουργήσει νέες στρατηγικές εξαρτήσεις.»
Κατ’ αρχάς, ορίζοντας τα 10 εκατομμύρια τόνους για την παραγωγή και άλλα τόσα για τις εισαγωγές ανανεώσιμου υδρογόνου μέχρι το 2030, η Επιτροπή έθεσε υπερβολικά φιλόδοξες τιμές-στόχο, οι οποίες δεν βασίζονταν σε εμπεριστατωμένη ανάλυση, αλλά αποτελούσαν έκφραση πολιτικής βούλησης. Επιπλέον, την επίτευξή τους δυσχεραίνει περαιτέρω το ανώμαλο ξεκίνημα των σχετικών ενεργειών. Πρώτον, οι διαφορετικές φιλοδοξίες των κρατών μελών δεν ευθυγραμμίζονταν πάντοτε με αυτές τις τιμές-στόχο. Δεύτερον, στην προσπάθειά της να συντονιστεί με τα κράτη μέλη και τη βιομηχανία, η Επιτροπή δεν κατάφερε να εξασφαλίσει ότι όλα τα μέρη οδεύουν προς την ίδια κατεύθυνση.
Από την άλλη πάλι, το ΕΕΣ αναγνωρίζει στην Επιτροπή ότι οι περισσότερες νομικές πράξεις προτάθηκαν αρκετά γρήγορα: το νομικό πλαίσιο έχει ολοκληρωθεί κατά το μεγαλύτερο μέρος του, δημιουργώντας ήδη ένα κλίμα βεβαιότητας, συνθήκη-κλειδί για τη δημιουργία μιας νέας αγοράς. Παρόλα αυτά, η επίτευξη συμφωνίας σχετικά με τους κανόνες που αφορούν το ανανεώσιμο υδρογόνο χρειάστηκε τον χρόνο της και πολλές επενδυτικές αποφάσεις αναβλήθηκαν για αργότερα. Οι φορείς ανάπτυξης έργων αναβάλλουν και αυτοί τη λήψη επενδυτικών αποφάσεων, καθώς η προσφορά εξαρτάται από τη ζήτηση και αντίστροφα.
Η ανάπτυξη μιας βιομηχανίας υδρογόνου στην ΕΕ απαιτεί τεράστιες δημόσιες και ιδιωτικές επενδύσεις. Παρόλα αυτά, η Επιτροπή δεν διαθέτει πλήρη εικόνα των αναγκών ή της διαθέσιμης δημόσιας χρηματοδότησης. Παράλληλα, η ενωσιακή χρηματοδότηση, την οποία το ΕΕΣ υπολόγισε σε 18,8 δις. ευρώ για την περίοδο 2021-2027, είναι κατακερματισμένη σε διάφορα προγράμματα, με συνέπεια οι επιχειρήσεις να μην μπορούν να προσδιορίσουν εύκολα ποιο είδος χρηματοδότησης αρμόζει καλύτερα σε κάθε έργο. Το μεγαλύτερο μέρος της ενωσιακής χρηματοδότησης απορροφάται από τα κράτη μέλη στα οποία βρίσκονται εγκατεστημένες πολλές δύσκολα απανθρακοποιήσιμες βιομηχανίες, και τα οποία έχουν σημειώσει και τη μεγαλύτερη πρόοδο όσον αφορά τα έργα που έχουν προγραμματιστεί, δηλαδή από τη Γερμανία, την Ισπανία, τη Γαλλία και τις Κάτω Χώρες. Ωστόσο, μέχρι στιγμής, δεν υπάρχει τίποτα που να εγγυάται ότι το δυναμικό παραγωγής υδρογόνου της ΕΕ μπορεί να αξιοποιηθεί πλήρως ή ότι η δημόσια χρηματοδότηση θα επιτρέψει στην ΕΕ να μεταφέρει πράσινο υδρογόνο παντού εντός των συνόρων της, από χώρες με καλό δυναμικό παραγωγής σε χώρες με υψηλή βιομηχανική ζήτηση.
Το ΕΕΣ καλεί την Επιτροπή να επικαιροποιήσει τη στρατηγική της για το υδρογόνο, βάσει προσεκτικής αξιολόγησης τριών σημαντικών ζητημάτων: του τρόπου στάθμισης των κινήτρων της αγοράς για την παραγωγή και χρήση ανανεώσιμου υδρογόνου, του τρόπου προτεραιοποίησης της περιορισμένης ενωσιακής χρηματοδότησης και του προσδιορισμού των τμημάτων της αξιακής αλυσίδας στα οποία αυτή πρέπει να εστιάσει και, τέλος, του καθορισμού των βιομηχανιών που επιθυμεί να διατηρήσει η ΕΕ και του τιμήματος που είναι διατεθειμένη να πληρώσει, δεδομένων των γεωπολιτικών προεκτάσεων της παραγωγής υδρογόνου εντός της Ένωσης σε σχέση με τις εισαγωγές από τρίτες χώρες.