Πώς κατάφερε να απεξαρτηθεί η Ευρώπη από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα
- 27/02/2023, 10:05
- SHARE
Η πιο ηχηρή απάντηση της Ευρώπης στη Ρωσία μετά την εισβολή δεν ήταν η συγκέντρωση στρατιωτικού εξοπλισμού και η βοήθεια δισεκατομμυρίων ευρώ προς την Ουκρανία. Είναι η πρωτοφανής ταχύτητα της ενεργειακής της μετάβασης, καθώς μέσα σε έναν χρόνο η γηραιά ήπειρος σχεδόν εξάλειψε την εξάρτησή της από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα, προκειμένου να στερήσει βασικά έσοδα από την πολεμική μηχανή του προέδρου Βλαντιμίρ Πούτιν, γράφει το Bloomberg.
Δεν πρόκειται βέβαια για την πράσινη μετάβαση που έχει οραματιστεί η Ευρώπη για το μακροπρόθεσμο μέλλον της, καθώς οι κυβερνήσεις πληρώνουν για να εξασφαλίσουν υγροποιημένο φυσικό αέριο που μεταφέρουν τα πλοία, καίνε περισσότερο άνθρακα και κάνουν σοβαρές περιβαλλοντικές εκπτώσεις. Επίσης πονάει, καθώς οι Ευρωπαίοι πλήρωσαν λογαριασμό πάνω από 1 τρισ. ευρώ πέρυσι για ενέργεια, που μετριάστηκε από εκατοντάδες δισεκατομμύρια κρατικών επιδοτήσεων.
Ωστόσο, ακόμη και οι πιο αισιόδοξοι αναλυτές και ηγέτες δεν μπορούσαν στην αρχή του πολέμου να προβλέψουν πόσο γρήγορα θα κινούνταν η Ευρώπη. Πριν από έναν χρόνο, ξόδευε περίπου 1 δισ. ευρώ την ημέρα για να πληρώσει ρωσικό φυσικό αέριο, πετρέλαιο και άνθρακα. Σήμερα, πληρώνει ένα μικρό κλάσμα.
«Η Ρωσία μας εκβίασε απειλώντας να μειώσει τον ενεργειακό εφοδιασμό», δήλωσε πρόσφατα η πρόεδρος της Ευρωπαϊκής Επιτροπής Ούρσουλα φον ντερ Λάιεν. «Έχουμε απαλλαγεί εντελώς από την εξάρτησή μας από τα ρωσικά ορυκτά καύσιμα. Πολύ πιο γρήγορα απ’ ό,τι περιμέναμε».
Τα πράγματα θα ήταν χειρότερα αν δεν είχε ξεκινήσει πριν από χρόνια η μετάβαση στην καθαρή ενέργεια. Γι’ αυτό και, παρόλο που το 2022 δόθηκε προτεραιότητα σε οποιαδήποτε πηγή αρκεί να μην ήταν ρωσική, οι εκπομπές μειώθηκαν ελαφρώς, αντί να αυξηθούν. Συνέβαλε βέβαια και ο ζεστός καιρός – τα «καλά» της κλιματικής αλλαγής – που μείωσε τη ζήτηση για θέρμανση, ενώ ρυπογόνες βιομηχανίες έκλεισαν επειδή δεν μπορούσαν να αντέξουν το ενεργειακό κόστος.
Η εμπειρία της περασμένης χρονιάς, όμως, έδειξε κυρίως ότι είναι δυνατό να αναπτυχθούν όλο και πιο γρήγορα ηλιακοί συλλέκτες και μπαταρίες, με αποτέλεσμα τη μείωση της χρήσης ενέργειας και τη μόνιμη αλλαγή των ενεργειακών πηγών.
Οι ηλιακές εγκαταστάσεις σε όλη την Ευρώπη αυξήθηκαν κατά 40 γιγαβάτ πέρυσι, σημειώνοντας ρεκόρ και εκπληρώνοντας το πιο αισιόδοξο σενάριο, αυξημένες κατά 35% σε σύγκριση με το 2021. Το άλμα προήλθε κυρίως από καταναλωτές που είδαν τα φθηνά ηλιακά πάνελ ως τρόπο να μειώσουν τους λογαριασμούς τους.
Η επιτάχυνση ήρθε ενόψει των νέων κινήτρων της ΕΕ, τα οποία «δεν έχουν ακόμη ξεκινήσει πραγματικά», δήλωσε η Jenny Chase, αναλύτρια του Bloomberg. «Μέχρι στιγμής όλα οφείλονται στην καταναλωτική ζήτηση».
Πολλοί που εγκατέστησαν ηλιακούς συλλέκτες στις στέγες τους πρόσθεσαν και μια μπαταρία. Η συνολική χωρητικότητα μπαταριών αυξήθηκε κατά 79% πέρυσι, επίσης ρεκόρ, με ποσοστά 95% μάλιστα στις οικιακές εγκαταστάσεις. Οι αυξήσεις συνεχίστηκαν ακόμη και όταν οι τιμές των μπαταριών αυξήθηκαν, με αποτέλεσμα να καθυστερήσουν ορισμένες επενδύσεις μεγάλης κλίμακας.
Η αιολική ισχύς επίσης αυξήθηκε, αλλά όχι στο μέγιστο, καθώς ο πληθωρισμός συγκρατεί τις επενδύσεις στον άνεμο περισσότερο από αυτές στον ήλιο. «Η ενεργειακή κρίση ωστόσο οδηγεί τους υπευθύνους στην ανάγκη επίλυσης ζητημάτων αδειοδότησης», υπογραμμίζει ο Oliver Metcalfe, αναλυτής του Bloomberg. Καμία επέκταση ανανεώσιμης ενέργειας, εντούτοις, δεν θα ήταν αρκετή για να αντικαταστήσει τόσο γρήγορα το πετρέλαιο, το φυσικό αέριο και τον άνθρακα από τη Ρωσία. Η Ευρώπη είχε για χρόνια εισαγάγει μεγάλες ποσότητες φυσικού αερίου εύκολα, μέσω αγωγών που συνδέονται με ρωσικά κοιτάσματα. Το φτηνό αέριο είχε διατηρήσει για καιρό χαμηλές τις τιμές και αντικατέστησε ρυπογόνους λιγνιτικούς σταθμούς παραγωγής ενέργειας. Αλλά, μετά την εισβολή, η κρατική Gazprom περιόρισε τις προμήθειες. Μέχρι το τέλος του 2022, το ρωσικό αέριο που στελνόταν απευθείας στην Ευρώπη μέσω αγωγών μειώθηκε κατά 75% σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος – και το 2023, δεν υπάρχει ένδειξη αύξησης των εισαγωγών.
Αν και χάνει το φθηνό ρωσικό φυσικό αέριο, το ΑΕΠ της ΕΕ αυξήθηκε κατά 3,5% το 2022. Και η ύφεση, που θεωρούνταν αναπόφευκτη μόλις το φθινόπωρο, τώρα έχει δώσει τη θέση της σε προβλέψεις για ανάπτυξη 0,9% το 2023.
Μέρος του ρωσικού φυσικού αερίου αντικαταστάθηκε από αυξημένες ροές από την Αλγερία και τη Νορβηγία, κυρίως με πλοία LNG. Επίσης, οι εισαγωγές από ΗΠΑ και Κατάρ σχεδόν διπλασιάστηκαν.
Η ζήτηση μειώθηκε και λόγω της καύσης περισσότερου άνθρακα στους σταθμούς ηλεκτροπαραγωγής. Η χρήση άνθρακα σε όλη την Ευρωπαϊκή Ένωση αυξήθηκε 7% πέρυσι.
Αλλά η μεγαλύτερη βοήθεια ήρθε λόγω της μειωμένης ζήτησης τόσο από τη βιομηχανία, όσο και από τα σπίτια. Καθώς η τιμή του φυσικού αερίου εκτινάχθηκε, ορισμένες βιομηχανίες θεώρησαν αντιοικονομικό να λειτουργούν, ενώ άλλες βρήκαν εναλλακτικές λύσεις. Η μείωση της κατανάλωσης έφτασε το 18% σε σχέση με το 2021. Η θέρμανση κατοικιών, λόγω και του ήπιου χειμώνα, μειώθηκε κατά 15% στις μεγαλύτερες χώρες της Ευρώπης.
Ταυτόχρονα, οι πωλήσεις αντλιών θερμότητας, που απαιτούν πολύ λιγότερη ενέργεια και επομένως είναι φθηνότερες στη λειτουργία τους, αυξήθηκαν αλματωδώς στις περισσότερες ευρωπαϊκές χώρες.
Και όμως, δεν πάει άσχημα η ρωσική οικονομία
26/02/2023Οι εισαγωγές πετρελαίου παρουσίασαν επίσης μείωση το 2022, αλλά όχι όσο ο άνθρακας ή το φυσικό αέριο. Οι συνολικές εισαγωγές από τη Ρωσία μειώθηκαν κατά 300.000 βαρέλια την ημέρα, γεγονός που διατήρησε τη χώρα ως τον μεγαλύτερο εξαγωγέα πετρελαίου στην ΕΕ, σύμφωνα με στοιχεία του Διεθνούς Οργανισμού Ενέργειας. Οι κυρώσεις στις εισαγωγές αργού, που επιβλήθηκαν από τον Δεκέμβριο, και στα διυλισμένα προϊόντα όπως το ντίζελ, που τέθηκαν σε ισχύ αυτόν τον μήνα, σημαίνουν ότι οι εισαγωγές σταματούν.
«Το πετρέλαιο είναι πιο δύσκολο να αντικατασταθεί», δήλωσε ο Christof Ruhl, ανώτερος αναλυτής στο Κέντρο Παγκόσμιας Ενεργειακής Πολιτικής του Πανεπιστημίου Κολούμπια και πρώην επικεφαλής οικονομολόγος της BP. «Είναι πιο επικίνδυνο γιατί, αν έχεις αύξηση 20% στις τιμές του, κινδυνεύεις με παγκόσμια ύφεση».
Οι εισαγωγές από τη Ρωσία έχουν αντικατασταθεί από αυξημένες αποστολές από τις ΗΠΑ, τη Σαουδική Αραβία και τη Νορβηγία.
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: