Πώς ο χρηματοπιστωτικός κλάδος «μπαίνει μέσα» 700 δισ. δολάρια ετησίως επειδή αγνοεί τις γυναίκες
- 17/11/2019, 17:20
- SHARE
Ο χρηματοπιστωτικός κλάδος χάνει πάνω από 700 δισ. δολάρια σε έσοδα ετησίως, επειδή δεν αφουγκράζεται τις γυναίκες ή αρνείται να προσφέρει εξειδικευμένα προϊόντα προσαρμοσμένα στις ανάγκες τους, σύμφωνα με την εταιρεία συμβούλων Oliver Wyman. «Οι γυναίκες είναι εκείνη η ομάδα πελατών που υπο-εξυπηρετείται περισσότερο από κάθε άλλη στις χρηματοπιστωτικές υπηρεσίες» ανέφερε σε δήλωσή της η Jessica Clempner, επικεφαλής συντάκτρια της έκθεσης. «Οι εταιρείες αφήνουν χρήμα… στο τραπέζι επειδή δεν ακούνε και δεν κατανοούν τις γυναίκες πελάτισσές τους».
Πολλά προϊόντα που φαινομενικά δεν έχουν κάποια έμφυλη ταυτότητα στην πραγματικότητα ανταποκρίνονται περισσότερο στις ανάγκες των ανδρών. Το πρόβλημα είναι πιο εμφανές στα προϊόντα διαχείρισης πλούτου, τα οποία δεν είναι σχεδιασμένα με τρόπο που να ανταποκρίνεται στον «χρηματοοικονομικό βίο» των γυναικών, αναφέρει η έκθεση.
Για παράδειγμα, αν οι ασφαλιστές πουλούσαν ασφάλειες ζωής στις γυναίκες στις ίδιες τιμές με εκείνες των ανδρών, θα μπορούσαν να εξασφαλίσουν 500 δισ. δολάρια σε νέα ασφάλιστρα, εκτιμά η Oliver Wyman. Επιπλέον, οι γυναίκες έχουν την τάση να κατέχουν περισσότερο ρευστό παρά μετοχές ή ομόλογα, γεγονός που στοιχίζει στους asset managers 25 δισ. δολάρια σε απολεσθείσες χρεώσεις.
Η Apple Inc. και η Goldman Sachs Group βρέθηκαν πρόσφατα στο επίκεντρο μιας έντονης συζήτησης αναφορικά με το κατά πόσο οι δανειστές κάνουν διακρίσεις εναντίον των γυναικών όταν χρησιμοποιούν αλγορίθμους για να καθορίσουν το πώς οι Αμερικανοί δανείζονται χρήματα. Το ζήτημα προέκυψε ύστερα από ένα «τιτίβισμα» ενός επιχειρηματία στον χώρο της τεχνολογίας, ο οποίος ισχυρίζεται ότι η νέα Apple Card κάνει διακρίσεις βάσει φύλου.
Τα προβλήματα ενισχύονται από την απουσία γυναικών στις ανώτερες διοικητικές θέσεις του χρηματοπιστωτικού κλάδου. Παγκοσμίως, μόλις 20% των διευθυντικών στελεχών του κλάδου είναι γυναίκες – ποσοστό το οποίο πάντως παρουσιάζεται αυξημένο σε σχέση με το 16% που ήταν το 2016, αναφέρει η έκθεση.