Πώς τα Attica άλλαξαν για πάντα τον εμπορικό χάρτη της Αθήνας
- 19/12/2015, 12:15
- SHARE
Ένα λιανικό εγχείρηµα που άρχισε το 2005 και κατάφερε να ενισχυθεί µέσα σε δέκα χρόνια παρά την οξεία οικονοµική κρίση.
Τα εγκαίνια του πρώτου πολυκαταστήµατος Attica στο CityLink το µακρινό και εύρωστο 2005 πραγµατοποιήθηκαν υπό ένα ανέφελο οικονοµικό κλίµα. Τίποτα δεν προµήνυε την έλευση της πρωτοφανούς σε ένταση και διάρκεια οικονοµικής κρίσης, η οποία είχε άµεσο αντίκτυπο στην εγχώρια κατανάλωση. Ταυτόχρονα, όµως, κανείς δεν µπορούσε τότε να προβλέψει τις αντοχές που θα επιδείκνυε η εταιρεία, η οποία διαχειρίζεται το οµώνυµο δίκτυο πολυκαταστηµάτων, δέκα χρόνια µετά.
Το πολυτελές πολυκατάστηµα που δηµιουργήθηκε από τον συνεταιρισµό του Οµίλου Πειραιώς, την τότε εισηγµένη εταιρεία Elmec Sport και οµάδα επιχειρηµατιών της λιανικής αγοράς, µε επικεφαλής τον Κωνσταντίνο Λαµπρόπουλο, έµελλε κατ’ αρχάς να ανακατέψει την «τράπουλα» στην αθηναϊκή αγορά, να µεταβάλει τον εµπορικό χάρτη και να χαρίσει κέρδη στους βασικούς µετόχους του.
Δέκα χρόνια µετά η εταιρεία, που ελέγχει πλέον πέντε πολυκαταστήµατα σε Αθήνα και Θεσσαλονίκη, συγκαταλέγεται ανάµεσα στις 50 µεγαλύτερες εµπορικές επιχειρήσεις της χώρας, απασχολεί 2.500 εργαζοµένους και ετοιµάζεται να κλείσει την τρέχουσα χρήση µε ενοποιηµένες πωλήσεις της τάξης των 155 εκατ. ευρώ (έναντι 140 εκατ. ευρώ το 2014) και κερδοφορία άνω των 10 εκατ. ευρώ. Από το 2009, οπότε και ξέσπασε η κρίση –µε αποτέλεσµα η αγορά ένδυσης και υπόδησης να χάσει πάνω από το 50% της συνολικής της αξίας έως σήµερα–, η Αττικά Πολυκαταστήµατα παρουσίαζε σταθερή αύξηση µεγεθών ακόµη και σε οµοειδή συγκρίσιµη βάση, πέρα από τις επιδόσεις που προσέθεταν οι επεκτάσεις της.
Οι παράγοντες της επιτυχίας
Το concept των Αττικών Πολυκαταστηµάτων µπορεί να µην ήταν πρωτόγνωρο, αλλά σαφώς εκσυγχρόνισε την αντίληψη του µέσου καταναλωτή. Τη διαφορά, ωστόσο, έκανε η στρατηγική της ηγετικής οµάδας. Οι βασικοί µέτοχοι, πλην της Picar του Οµίλου Πειραιώς, που συµµετείχε στο εγχείρηµα µε τη µίσθωση του ακίνητου του CityLink, ήταν όλοι έµπειροι και επιτυχηµένοι επιχειρηµατίες στον τοµέα της ένδυσης και του λιανεµπορίου, οι οποίοι διέγνωσαν ότι έλειπε από την αγορά ένας µοντέρνος λιανικός χώρος µεγάλης κλίµακας. Γνώριζαν, επίσης, ότι για την επιτυχία ενός νέου εµπορικού εγχειρήµατος απαιτούνται η κατάλληλη τοποθεσία, αλλά και η σωστή διαχείριση του στοκ των εµπορευµάτων. Η θέση του πρώτου αθηναϊκού πολυκαταστήµατος εξασφάλιζε υψηλή προβολή εντός του CityLink, ενός από τα πιο κεντρικά σηµεία της Αθήνας, ενώ οι επόµενες επεκτάσεις προσανατολίστηκαν στα µεγαλύτερα εµπορικά κέντρα της χώρας (Golden Hall, The Mall Athens στην Αθήνα, Mediterranean Cosmos στη Θεσσαλονίκη, όλα της Lamda Development), τα οποία, κατά τεκµήριο, προσέφεραν υψηλή επισκεψιµότητα.
Ο άλλος σηµαντικός παράγοντας ήταν η συµφωνία επιστροφής των αδιάθετων εµπορευµάτων προς τους αρχικούς προµηθευτές, µε αποτέλεσµα ο όµιλος να µην υποφέρει από τον «πονοκέφαλο» της λιανικής, που δεν είναι άλλος από το απαξιωµένο εµπόρευµα. Είναι χαρακτηριστικό ότι τα Attica εµφανίζουν αρνητικό δανειακό υπόλοιπο και, κατά συνέπεια, αρνητικό συντελεστή µόχλευσης, καθώς η µορφή εµπορικής συνεργασίας shops in a shop µε τους προµηθευτές που έχει επιλέξει η διοίκησή τους εξασφαλίζει µεγάλο διάστηµα πίστωσης. Την ίδια στιγµή, η εταιρεία εισπράττει µεγάλο µέρος του κύκλου εργασιών της άµεσα, τοις µετρητοίς. Επιπλέον, η διοίκηση δεν παύει να κάνει διαρκώς ενεργή διαχείριση µε προσθήκη νέων εµπορικών σηµάτων αλλά και υπηρεσιών προς τον καταναλωτή.
Διαρκείς Επενδύσεις
Από το 2005 έως σήµερα οι µέτοχοι της Αττικά Πολυκαταστήµατα έχουν επενδύσει περισσότερα από 50 εκατ. ευρώ στη δηµιουργία του δικτύου της. Πέρα από την αρχική επένδυση των δέκα εκατ. ευρώ για το πολυκατάστηµα στο CityLink, επενδύθηκαν επτά εκατ. ευρώ για το πολυκατάστηµα Αttica στο Golden Hall και τέσσερα εκατ. ευρώ για το Αttica στο Mediterranean Cosmos της Θεσσαλονίκης, τα οποία προκύπτουν από αυξήσεις µετοχικού κεφαλαίου. Όλες οι υπόλοιπες επεκτάσεις (το άνοιγµα του Αttica στο The Mall Athens, αλλά και το Αttica στο κέντρο της Θεσσαλονίκης, επί της οδού Τσιµισκή) εξυπηρετήθηκαν από κέρδη που αναλογούσαν στους µετόχους της και αποφάσισαν να επανεπενδύσουν σ’ αυτή. Σύµφωνα µε τον γενικό διευθυντή της εταιρείας, Ηλία Κούκουτσα, η περιοχή των νοτίων προαστίων της Αθήνας είναι στο επίκεντρο των ερευνών, προκειµένου να εντοπιστεί κατάλληλο ακίνητο για ένα πιθανό νέο Αttica. Πέρα, όµως, από την ανάπτυξη του µεγάλου concept, η διοίκηση των Attica αξιοποίησε όλες τις ευκαιρίες που δηµιούργησε η κρίση, κερδίζοντας διαρκώς µερίδια σε µια αγορά που έφθινε. Μετά την κατάρρευση σηµαντικών εισαγωγικών εταιρειών της ελληνικής αγοράς, έσπευσε να αναλάβει τις φίρµες που «ορφάνεψαν» από αντιπροσώπευση. Έτσι, προχώρησε σε απευθείας εισαγωγές της Burberry, Moncler, DVF, Polo Ralph Lauren, McQ Alexander McQueen, Kurt Geiger κ.ά. Παράλληλα εισήλθε µε νέα αλυσίδα στην αγορά παραφαρµακευτικών ειδών, µε τη δηµιουργία του δικτύου Carelab. Η αλυσίδα αποµονώνει τον «αφρό» του φαρµακείου, συγκεντρώνοντας εκείνα τα παραφαρµακευτικά προϊόντα και δερµοκαλλυντικά που διακινούνται χωρίς περιορισµούς και συνταγογράφηση, και τα οποία προσφέρουν ικανοποιητικό µεικτό περιθώριο κέρδους (της τάξης του 30%).
Εν µέσω µιας δύσκολης χρονιάς όπως το 2015, η εταιρεία, χωρίς να υπολογίζεται η συνεισφορά του νεότερου υποκαταστήµατος στη Θεσσαλονίκη, εµφανίζει αύξηση πωλήσεων στο εννεάµηνο άνω του 5%. Επιπλέον, το νεότερο σηµείο πώλησης, το οποίο εγκαινιάστηκε τον περσινό Οκτώβριο, κινείται µε πωλήσεις άνω της αρχικής πρόβλεψης (δώδεκα εκατ. ευρώ) και εκτιµάται ότι θα τερµατίσει τη χρήση του 2015 µε πωλήσεις της τάξης των δεκαπέντε εκατ. ευρώ.
Πώς τα capital controls επηρέασαν τη ζήτηση
Η «διαδροµή» προς αυτό το αποτέλεσµα, ωστόσο, δεν υπήρξε ανέφελη, καθώς οι εξελίξεις των τελευταίων µηνών επηρέασαν τις πωλήσεις. Σύµφωνα µε τον Ηλία Κούκουτσα, τον Ιούλιο και αµέσως µετά την επιβολή των περιορισµών κεφαλαίων, καταγράφηκαν πολλές αναταράξεις µε αυξοµειώσεις στις πωλήσεις, καθώς οι καταναλωτές είτε ξόδευαν υπό τον φόβο ενός «κουρέµατος» καταθέσεων είτε ήταν επιφυλακτικοί οδηγώντας σε πτώση πωλήσεων της τάξης 5% σε συγκρίσιµη βάση. Μετά την αναταραχή του Ιουλίου, ωστόσο, ο Αύγουστος έδειξε ένα ιδιαίτερα «ηλιόλουστο» πρόσωπο, µε αποτέλεσµα οι πωλήσεις να «τρέχουν» µε ρυθµό αύξησης κατά 10%-12%, έναντι του περσινού Αυγούστου και πάντοτε σε οµοειδή βάση.
Το αποτέλεσµα αυτό, σύµφωνα µε τον Ηλία Κούκουτσα, υποστηρίχθηκε εν πολλοίς από τη συνεισφορά του τουριστικού ρεύµατος στην πρωτεύουσα. Όπως αναφέρει ο ίδιος, οι πωλήσεις tax free που πραγµατοποιούνται στα Αttica αυξάνονται σταθερά σε ετήσια βάση, ενώ φέτος οι αύξηση των tax free πωλήσεων κινείται µεταξύ 30%-35%.
Στον τοµέα των επενδύσεων, η εταιρεία προχώρησε, κατ’αρχάς, σε επέκταση του υπόγειου χώρου του κεντρικού Αttica στο CityLink κατά 500 τ.µ.
Παράλληλα, σχεδιάζει τη συνολική ανακαίνιση του εν λόγω πολυκαταστήµατος – έργο που, ωστόσο, θα πραγµατοποιηθεί τµηµατικά και αναµένεται να ολοκληρωθεί σε βάθος χρόνου, προκειµένου να µη διακοπεί σε καµία περίπτωση και η εµπορική δραστηριότητά του.
*To άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα.