Πώς θα πραγματοποιηθεί η επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές
- 24/07/2017, 17:58
- SHARE
Κλείνει την Τρίτη το βιβλίο προσφορών, όπου και θα ανακοινωθεί το τελικό επιτόκιο δανεισμού για το 5ετές ομόλογο.
Ως “ένα σημαντικό βήμα της στρατηγικής της Ελλάδας για να ανακτήσει βιώσιμη και σταθερή πρόσβαση στις διεθνείς αγορές” χαρακτήρισε το γραφείο Τύπου του πρωθυπουργού την επιστροφή της Ελλάδας στις αγορές με την έκδοση νέου 5ετους ομολόγου.
Σύμφωνα με ανακοίνωση του γραφείου Τύπου του πρωθυπουργού η συναλλαγή αυτή αποτελεί μέρος μιας συνολικής στρατηγικής η οποία αποσκοπεί:
• Στην προληπτική διαχείριση των άμεσων, μελλοντικών, χρηματοδοτικών αναγκών.
• Στην μείωση χρηματοληπτικών αναγκών της Ελλάδας το 2019.
• Στην έκδοση ενός ομολόγου με ικανοποιητική ρευστότητα, που θα αποτελεί σημείο αναφοράς στην καμπύλη αποδόσεων των ελληνικών κρατικών χρεογράφων στο πλαίσιο ανασύστασής της.
Η επιλογή αυτή αποτελεί ένα σημαντικό βήμα της στρατηγικής της Ελλάδας για να ανακτήσει βιώσιμη και σταθερή πρόσβαση στις διεθνείς αγορές.
Η όλη διαδικασία έκδοσης, όπως ανακοίνωσε το Γραφείο Τύπου του πρωθυπουργού, θα έχει δύο σκέλη:
1. Μία προσφορά ανταλλαγής καθώς και μία προσφορά επαναγοράς έναντι μετρητών που απευθύνεται σε κατόχους των ομολόγων Ελληνικού Δημοσίου με λήξη το 2019.
2. Μία νέα έκδοση ομολόγου αναφοράς 5ετούς διάρκειας σταθερού επιτοκίου με λήξη το 2022.
Η διαδικασία έκδοσης που θα ακολουθηθεί είναι αυτή του κοινοπρακτικού δανείου μέσω βιβλίων προσφορών που θα κλείσει την Τρίτη, οπότε και θα ανακοινωθούν τόσο το επιτόκιο δανεισμού καθώς και το ύψος των προσφορών που θα συγκεντρώσει η έκδοση. Υπενθυμίζεται ότι το 2014 το επιτόκιο δανεισμού για το 5ετες ομολόγου που είχε εκδοθεί τότε (απόδοση του ομολόγου) είχε διαμορφωθεί στο 4,95%.
Την όλη διαδικασία ανέλαβαν οι τράπεζες BNP Paribas, Citigroup Global Markets Limited, Deutsche Bank AG, London Branch, Goldman Sachs, International Bank, HSBC Bank plc and Merrill Lynch International.
Σημειώνεται ότι μετά την ανακοίνωση για το άνοιγμα του βιβλίου των προσφορών η αγορά αντέδρασε θετικά καθώς η απόδοση του 2ετούς ομολόγου στη δευτερογενή αγορά σημείωνε πτώση κατά 0,018% και κυμαίνονταν στο 3,29%. Αντίθετα σταθεροποιητικές τάσεις εμφάνιζε το 10ετές ομόλογο το οποίο διαπραγματευόταν με απόδοση 5,28%.
Τηλεδιάσκεψη Τσακαλώτου με επενδυτές
Τηλεδιάσκεψη με διεθνείς επενδυτές είχε το απόγευμα της Δευτέρας ο υπουργός Οικονομικών Ευκλείδης Τσακαλώτος, στην οποία συμμετείχε και ο επικεφαλής του Οργανισμού Διαχείρισης Δημόσιου Χρέους (ΟΔΔΗΧ), Στέλιος Παπαδόπουλος.
Η τηλεδιάσκεψη εντάσσεται στο πλαίσιο της έκδοσης του πενταετούς ομολόγου του ελληνικού δημοσίου, με το άνοιγμα του βιβλίου προσφορών.
«Η τέλεια χρονική συγκυρία»
Είναι «η τέλεια χρονική συγκυρία», δήλωσε για την έκδοση του ελληνικού ομολόγου, ο Λουτς Ρεμάγιερ της Landesbank Berlin Investment, που συμβάλει στη διαχείριση 12 δισ. ευρώ, όπως αναφέρει δημοσίευμα του πρακτορείου Bloomberg.
«Είναι μετά τη λήψη της δόσης, μετά την έγκριση για τη μείωση του χρέους το επόμενο έτος, μετά τη δήλωση του ΔΝΤ ότι μπορεί να συμμετάσχει τελικά στο πρόγραμμα, μετά την αξιολόγηση του οίκου S&P και πριν να σταματήσει η ΕΚΤ το QE (το πρόγραμμα αγοράς ομολόγων) και να αρχίσει την αύξηση των επιτοκίων», προσέθεσε.
Ο Ρεμάγιερ κατέχει ήδη ελληνικά ομόλογα και σχεδιάζει να συμμετάσχει στη νέα έκδοση.
Η έκδοση του ομολόγου, αναφέρει το δημοσίευμα, ακολουθεί την ολοκλήρωση της δεύτερης αξιολόγησης του προγράμματος και την εκταμίευση στις 10 Ιουλίου του πρώτου μέρους της δόσης των 8,5 δισ. ευρώ. Το ΔΝΤ συμφώνησε την Πέμπτη σε ένα νέο δάνειο για την Ελλάδα, ύψους 1,8 δισ. δολαρίων, υπό τον όρο ότι οι χώρες της ευρωζώνης θα προσφέρουν ελάφρυνση του χρέους.
Ο οίκος πιστοληπτικής αξιολόγησης S&P αναβάθμισε την Παρασκευή την προοπτική του ελληνικού αξιόχρεου σε θετική από σταθερή , ενώ επιβεβαίωσε το μακροπρόθεσμο αξιόχρεό της στο Β- ή έξι βαθμίδες κάτω από την κατάταξη της επενδυτικής διαβάθμισης.
Η απόδοση των 10ετών ελληνικών ομολόγων διαμορφώνεται στο 5,17%, ενώ στο αποκορύφωμα της χρηματοπιστωτικής κρίσης το 2012, όταν ήταν πραγματική η πιθανότητα εξόδου της Ελλάδας από την Ευρωζώνη, είχε φθάσει στο 44,21%, αναφέρει το Bloomberg.