Πουλήθηκε το «Λητώ» στην Μύκονο έναντι 16,9 εκατ. ευρώ
- 20/05/2016, 09:27
- SHARE
Ποιος είναι ο νέος αγοραστής που πρόσφερε τίμημα αυξημένο κατά 69% από την τιμή εκκίνησης.
Αυξημένα είναι τα έσοδα του ΤΑΙΠΕΔ σε ότι αφορά τα μικρά ακίνητα του Δημοσίου που έχει στο χαρτοφυλάκιο του, καθώς ξεπερνούν τα 30 εκατ. ευρώ, ενώ υπάρχει μεγάλο ενδιαφέρον.
Στα παραπάνω θα πρέπει να προστεθούν και τα 16,9 εκατ. ευρώ από την πώληση του ξενοδοχείου «Λητώ» (Leto Hotel) στην Μύκονο για το οποίο είχαν εκδηλώσει ενδιαφέρον πάνω απο 50 εταιρείες και ιδιότητες τον περασμένο Φεβρουάριο αποκτώντας τον φάκελο.
Τελικά νέος ιδιοκτήτης είναι η εταιρεία «Αστέρας 2020», η οποία πλειοδότησε προσφέροντας 16,9 εκατ. ευρώ κατά 69% μεγαλύτερο από την τιμή εκκίνησης και πολύ περισσότερο συγκριτικά με το ύψος αποτίμησης του ακινήτου.
Το ξενοδοχείο Λητώ χτίστηκε το 1952 από τον ΕΟΤ. Διαθέτει 25 δωμάτια και 48 κλίνες. Η ξενοδοχειακή μονάδα διαθέτει από το 2009 το Ειδικό Σήμα Λειτουργίας του ΕΟΤ, βάσει το οποίου κατατάσσεται στα ξενοδοχεία κλασικού τύπου, κατηγορίας 4 αστέρων.
Στο 340% της αποτίμησης του πουλήθηκε το Λητώ Μυκόνου από το ΤΑΙΠΕΔ
Δυόμισι φορές πάνω από την αποτίμησή του, πούλησε το ΤΑΙΠΕΔ το ξενοδοχείο Λητώ στη Xώρα Μυκόνου.
Η εταιρεία Αστέρας 2020 απέκτησε το ξενοδοχείο με τίμημα 16,9 εκατ. ευρώ και σύμφωνα με τα στοιχεία του ΤΑΙΠΕΔ η αγοραπωλησία υπερβαίνει κατά 69% την τιμή εκκίνησης ύψους που ήταν 10 εκατ. ευρώ και είναι, σημαντικά, μεγαλύτερο συγκριτικά με το ύψος αποτίμησης του ακινήτου.
Σημειώνεται ότι η αποτίμηση του, σύμφωνα με ανεξάρτητους αποτιμητές, ήταν περίπου 5 εκατ. ευρώ, οπότε το ξενοδοχείο πουλήθηκε στο 340% της αποτίμησης ή 2,4 φορές επάνω.
Τέλος, υπενθυμίζεται ότι η διαδικασία πώλησης αφορούσε ηλεκτρονικό διαγωνισμό (e-Auction) του ΤΑΙΠΕΔ μέσω της διαδικτυακής πλατφόρμας www. e-publicrealestate.gr.
Στελέχη του οικονομικού επιτελείου της κυβέρνησης σχολίαζαν σήμερα το πρωί ότι η πώληση αυτή αποτελεί ψήφο εμπιστοσύνης ιδιωτών επενδυτών για την Ελλάδα, τις προοπτικές της οικονομίας και την αναπτυξιακή πορεία που μπορεί να ακολουθήσει μετά την ολοκλήρωση της αξιολόγησης και απάντηση στους ισχυρισμούς για «ξεπούλημα» της δημόσιας περιουσίας, καθώς οι επενδυτές ήταν διατεθειμένοι να καταβάλλουν σημαντικό υπερτίμημα (premium) για να αποκτήσουν αυτό το ακίνητο.