Προσδοκίες «ξεπαγώνουν» εν μέσω κρίσης τα ελληνικά κοιτάσματα 

Προσδοκίες «ξεπαγώνουν» εν μέσω κρίσης τα ελληνικά κοιτάσματα 
Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Δυνητική αξία άνω των 250 δισ. ευρώ δείχνουν έρευνες - Κυοφορούνται εξελίξεις από την διαχειριστική εταιρεία υδρογονανθράκων.

Στο επίκεντρο αναμένεται να βρεθεί αυτή την εβδομάδα το ελληνικό πρόγραμμα έρευνας και εκμεταλλεύσεως πιθανών κοιτασμάτων υδρογονανθράκων.

Σε συνέχεια των πρόσφατων αναφορών του πρωθυπουργού, Κυριάκου Μητσοτάκη, για διερεύνηση των υποθαλάσσιων περιοχών νότια και δυτικά της Κρήτης καθώς και του Ιονίου, κυοφορούνται σχέδια ώστε να προχωρήσουν οι έρευνες οι οποίες θα επιβεβαιώσουν πιθανά κοιτάσματα φυσικού αερίου ώστε να εκτιμηθεί η δυναμικότητα και η εκμετάλλευσή τους εφόσον αποδειχθεί οικονομικά συμφέρουσα.

Πληροφορίες αναφέρουν ότι αυτό το διάστημα διενεργούνται διερευνητικές επαφές με τα ΕΛΠΕ, καθώς και τις εταιρείες Total και ExxonMobil στις οποίες είχαν παραχωρηθεί οι παραπάνω περιοχές για έρευνες.

Ας σημειωθεί ότι από προηγούμενες μελέτες και εκτιμήσεις Ελλήνων και διεθνών αναλυτών έχει προκύψει ότι η δυνητική αξία των αποθεμάτων φυσικού αερίου της Ελλάδας θα μπορούσε να δημιουργήσει ένα κύκλο εργασιών που υπερβαίνει τα 250 δισ. ευρώ, στηρίζοντας τη διαδικασία αντικατάστασης του άνθρακα από φυσικό αέριο στην ευρύτερη περιοχή και επιταχύνοντας τη μετάβαση σε ένα πιο βιώσιμο ενεργειακό σύστημα χαμηλών ρύπων. Εξάλλου, το Εθνικό Σχέδιο για την Ενέργεια και το Κλίμα της Ελλάδας (ΕΣΕΚ) προβλέπει σημαντική αύξηση στη χρήση φυσικού αερίου, αναδεικνύοντας τον ρόλο του φυσικού αερίου ως κρίσιμης τεχνολογίας-γέφυρας στις προσπάθειες οικοδόμησης ενός ενεργειακού συστήματος που θα κυριαρχείται από τεχνολογίες ΑΠΕ.

Στην Κρήτη

Ειδικά στην περιοχή νότια της Κρήτης, με βάση τη σύμβαση παραχώρησης οι σεισμικές έρευνες θα έπρεπε να ξεκινήσουν το 2022, εντός τριετίας από την υπογραφή της σύμβασης (2019). Ωστόσο το χρονοδιάγραμμα δεν μπορεί να τηρηθεί λόγω προσφυγών περιβαλλοντικών οργανώσεων. Από την άλλη μεριά δεν έχει ζητηθεί παράταση της προθεσμίας για τη διεξαγωγή των σεισμικών ερευνών στα δύο υποθαλάσσια οικόπεδα και το θέμα έχει «παγώσει». Το τελευταίο διάστημα όμως επανήλθε στην επικαιρότητα λόγω της αναζήτησης λύσης στην ενεργειακή κρίση.

Όπως είχε αναφέρει πριν από λίγους μήνες ο Αριστοφάνης Στεφάτος, διευθύνων σύμβουλος ΕΔΕΥ στην ημερίδα ΙΤΕ-ΙΕΝΕ, υπάρχουν βάσιμες ενδείξεις ότι η Ελλάδα –και ειδικότερα η Κρήτη- θα μπορούσε να φιλοξενεί σημαντικά κοιτάσματα φυσικού αερίου. Πρόσθεσε ότι η Ελλάδα έχει μια μοναδική ευκαιρία για δραστηριότητες έρευνας και ανάπτυξης και κλειδί για την επιτυχία του εγχειρήματος είναι η αξιοποίηση των δυνητικών κοιτασμάτων με την τήρηση των πιο αυστηρών προδιαγραφών περιβαλλοντικής προστασίας και σε επικοινωνία με τις τοπικές κοινωνίες.

Στο Ιόνιο

Στις αρχές Φεβρουαρίου η διεθνής εταιρεία πρόσκτησης και επεξεργασίας θαλάσσιων γεωφυσικών δεδομένων Shearwater ολοκλήρωσε γεωφυσικές έρευνες σε θαλάσσιο οικόπεδο στο Ιόνιο Πέλαγος. Σε συνέχεια αυτών των ερευνών πριν από λίγες εβδομάδες η Shearwater ολοκλήρωσε για λογαριασμό των ΕΛΠΕ και τη δεύτερη θαλάσσια γεωφυσική (σεισμική) έρευνα στο Βόρειο Ιόνιο Πέλαγος.

Στόχος των ερευνών ήταν να αξιολογηθούν το μέγεθος και οι προοπτικές των δυνητικών αποθεμάτων φυσικού αερίου της χώρας.

Οι έρευνες έλαβαν χώρα σε μια συγκυρία κατά την οποία το φυσικό αέριο βρίσκεται στην κορυφή της ενεργειακής ατζέντας της Ευρώπης εξαιτίας των ελλείψεων στην τροφοδοσία που έχουν οδηγήσει σε μεγάλη αύξηση του κόστους ενέργειας για τη βιομηχανία και τα νοικοκυριά. Εντωμεταξύ, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε να συμπεριληφθούν οι επενδύσεις σε φυσικό αέριο στη νέα ταξινομία της Ευρωπαϊκής Ένωσης ως βιώσιμες “πράσινες” επενδύσεις που στηρίζουν τη στρατηγική απανθρακοποίησης της ΕΕ και την επίτευξη των κλιματικών και περιβαλλοντικών της στόχων.

Τα οφέλη

Σημειώνεται ότι σύμφωνα με στοιχεία της Ελληνικής Διαχειριστικής Εταιρείας Υδρογονανθράκων (ΕΔΕΥ) τα οφέλη από την εκμετάλλευση των υδρογονανθράκων που βρίσκονται στο ελληνικό υπέδαφος, είναι πολύ μεγαλύτερα από τα άμεσα οικονομικά οφέλη του ελληνικού δημοσίου από την εν λόγω δραστηριότητα, τα οποία συνίστανται μεταξύ άλλων σε ειδικό φόρο εισοδήματος με συντελεστή 20%, περιφερειακό φόρο με συντελεστή 5% επί του καθαρού φορολογητέου εισοδήματος, στρεμματικές αποζημιώσεις από 15 έως 25 ευρώ ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο κατά την περίοδο των ερευνών και 200 ευρώ ανά τετραγωνικό χιλιόμετρο κατά την περίοδο της εκμετάλλευσης, καθώς και εφάπαξ ποσά (μπόνους) κατά την υπογραφή της σύμβασης με το ελληνικό δημόσιο.