Σε υψηλό δυόμιση ετών η μεταποίηση στην ευρωζώνη τον Δεκέμβριο- Η κατάσταση στην Ελλάδα
- 04/01/2021, 11:20
- SHARE
Βελτιωμένη η μεταποιητική δραστηριότητα στην ευρωζώνη τον τελευταίο μήνα του 2020. Σύμφωνα με την έρευνα της IHS Markit έφτασε στο πιο υψηλό σημείο από τον Μάιο του 2018, υποδηλώνοντας ότι η οικονομία του μπλοκ χτυπήθηκε λιγότερο δυνατά από την πανδημία σε σύγκριση με λίγους μήνες νωρίτερα. Ο τελικός μεταποιητικός δείκτης Υπεύθυνων Προμηθειών (ΡΜΙ) αυξήθηκε στις 55,2 μονάδες τον Δεκέμβριο, από 53,8 τον Νοέμβριο. Ήταν ελαφρώς χαμηλότερος από την προκαταρκτική εκτίμηση για 55,5 μονάδες.
Υπενθυμίζεται ότι οποιοδήποτε αποτέλεσμα υψηλότερο από τις 50 μονάδες δείχνει ανάπτυξη. Η Γερμανία ήταν ξανά η κινητήριος δύναμη της περιοχής.
Σφοδρή συρρίκνωση παραγωγής στην ελληνική μεταποίηση
Τα δεδομένα της τελευταίας έρευνας PMI υπέδειξαν ακόμα μία μηνιαία επιδείνωση της υγείας του ελληνικού μεταποιητικού τομέα τον Δεκέμβριο, μολονότι λιγότερο σοβαρή από ό,τι παρατηρήθηκε τον Νοέμβριο, σύμφωνα με την έρευνα της Markit.
Η βραδύτερη, σε γενικές γραμμές, συρρίκνωση συνδέθηκε με την ηπιότερη, ωστόσο σφοδρή, μείωση της παραγωγής και των νέων παραγγελιών, καθώς οι σημαντικές διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού συνέτειναν εν μέρει στην υψηλότερη τιμή του κύριου δείκτη. Ως αποτέλεσμα των σοβαρών ελλείψεων και των καθυστερήσεων από την πλευρά των προμηθευτών, η επιβάρυνση κόστους αυξήθηκε με τον δριμύτερο ρυθμό από τον Μάρτιο του 2011. Εν των μεταξύ, τα επίπεδα απασχόλησης μειώθηκαν με βραδύτερο ρυθμό παρά την περαιτέρω μείωση των πιέσεων στο εργατικό δυναμικό.
Ο κύριος Δείκτης Υπευθύνων Προμηθειών της IHS Markit για τον τομέα μεταποίησης στην Ελλάδα (Purchasing Managers’ Index– PMI) είναι ένας σύνθετος δείκτης της απόδοσης της μεταποιητικής οικονομίας. Προέρχεται από δείκτες σχετικά με τις νέες παραγγελίες, την παραγωγή, την απασχόληση, τον χρόνο παράδοσης προμηθειών και τα αποθέματα προμηθειών. Οποιαδήποτε τιμή πάνω από το σημείο μηδενικής μεταβολής των 50.0 μονάδων υποδεικνύει συνολική βελτίωση των συνθηκών του τομέα.
Ο κύριος δείκτης PMI έκλεισε στις 46.9 μονάδες τον Δεκέμβριο, τιμή υψηλότερη από τις 42.3 μονάδες του Νοεμβρίου υποδεικνύοντας σταθερή, ωστόσο ασθενέστερη, επιδείνωση των λειτουργικών συνθηκών του ελληνικού μεταποιητικού τομέα. Η παραγωγή εξακολούθησε να μειώνεται με δριμύ ρυθμό τον Δεκέμβριο, καθώς οι ασθενείς συνθήκες ζήτησης και τα μέτρα περιορισμού είχαν αρνητικές συνέπειες στη λειτουργία των εταιρειών παραγωγής αγαθών. Παρότι ο ρυθμός συρρίκνωσης εξασθένησε σε σύγκριση με τον αντίστοιχο που παρατηρήθηκε τον Νοέμβριο, ήταν παρόλ’ αυτά ο δεύτερος ταχύτερος από τον Μάιο.
Συγχρόνως, η ζήτηση των πελατών μειώθηκε περαιτέρω καθώς τα εκτεταμένα περιοριστικά μέτρα επηρέασαν τη ροή των εισερχόμενων νέων παραγγελιών. Ο ρυθμός μείωσης ήταν ο δεύτερος δριμύτερος σε διάστημα επτά μηνών παρότι εξασθένησε σε σύγκριση με τον ρυθμό μείωσης που παρατηρήθηκε τον Νοέμβριο. Αντίστοιχα, οι νέες παραγγελίες εξαγωγών μειώθηκαν σημαντικά λόγω της ασθενούς ζήτησης των πελατών από το εξωτερικό.
Οι διαταραχές στην αλυσίδα εφοδιασμού κλιμακώθηκαν τον Δεκέμβριο, λόγω των εκτεταμένων μέτρων περιορισμού σε όλη την Ευρώπη και των δύσκολων συνθηκών που επικράτησαν στις μεταφορές αγαθών. Οι ελλείψεις από την πλευρά των προμηθευτών ήταν επίσης ένας σημαντικός παράγοντας που οδήγησε σε περαιτέρω επιδείνωση της απόδοσής των προμηθευτών στον ελληνικό μεταποιητικό τομέα. Οι χρόνοι παράδοσης προμηθειών επιμηκύνθηκαν στον μεγαλύτερο βαθμό που έχει καταγραφεί από το απόγειο της πανδημίας τον Απρίλιο. Κατά συνέπεια, η επιβάρυνση κόστους αυξήθηκε σημαντικά και με τον ταχύτερο ρυθμό που έχει καταγραφεί από τον Μάρτιο του 2011. Μέλη του πάνελ συνέδεσαν γενικότερα το υψηλότερο κόστος πρώτων υλών, ιδιαίτερα του χάλυβα, και τα υψηλότερα τέλη μεταφορών με την αύξηση του πληθωρισμού. Ωστόσο, οι εταιρείες εξακολούθησαν να προσφέρουν μειώσεις τιμών καθώς οι προσπάθειες να
ενισχύσουν τις πωλήσεις παρέμειναν σημαντικές. Η μείωση των τιμών παραγωγής ήταν, παρόλα’ αυτά, μόλις οριακή, και η βραδύτερη που έχει καταγραφεί σε διάστημα τεσσάρων μηνών.
Εν τω μεταξύ, ο ρυθμός μείωσης των θέσεων εργασίας εξασθένησε τον Δεκέμβριο παρά τη συνεχιζόμενη μείωση των πιέσεων στο εργατικό δυναμικό. Ο αριθμός των εργαζομένων υποχώρησε σε μέτριο μόνο βαθμό, ενώ η μείωση των θέσεων εργασίας συνδέθηκε και πάλι με τις περιορισμένες απαιτήσεις παραγωγής και τις απολύσεις. Ο όγκος αδιεκπεραίωτων εργασιών υποχώρησε με σημαντικό ρυθμό καθώς η ροή νέων παραγγελιών συρρικνώθηκε.
Παρ’ όλα αυτά, τα επίπεδα αισιοδοξίας ως προς την επιχειρηματική δραστηριότητα βελτιώθηκαν στο τέλος του 2020. Οι ελπίδες ότι θα λήξει η πανδημία και τα θετικά νέα για την εύρεση του εμβολίου ενίσχυσαν τις προοπτικές των εταιρειών του μεταποιητικού τομέα, καθώς ο βαθμός εμπιστοσύνης αυξήθηκε στον εντονότερο
που έχει καταγραφεί από τον Φεβρουάριο.
Οι περιορισμένες απαιτήσεις παραγωγής οδήγησαν επίσης σε ακόμα μία μηνιαία μείωση των αγορών προμηθειών και των αποθεμάτων. Η ασθενέστερη ζήτηση των πελατών οδήγησε σε δριμεία μείωση των αποθεμάτων τόσο των αγορών όσο και των έτοιμων προϊόντων.
Σχολιάζοντας τα αποτελέσματα της τελευταίας έρευνας, η Siân Jones, οικονομολόγος στην IHS Markit, είπε:
«Παρότι υπέδειξαν λίγο πιο αισιόδοξα νέα στο τέλος του 2020, τα στοιχεία του Δεκεμβρίου διέγραψαν την εικόνα ενός δύσκολου τοπίου για τους Έλληνες κατασκευαστές καθώς οδεύουμε προς το 2021. Η παραγωγή και οι νέες παραγγελίες υποχώρησαν περαιτέρω, μολονότι με βραδύτερους ρυθμούς, καθώς τα περιοριστικά μέτρα επηρέασαν και πάλι σημαντικά τη ζήτηση.
»Η κλιμάκωση και η σοβαρότητα των διαταραχών στην αλυσίδα εφοδιασμού δεν ανακούφισε τις βραχυπρόθεσμες ανησυχίες για τον τομέα, καθώς η επιβάρυνση κόστους αυξήθηκε. Οι ελλείψεις από την πλευρά των προμηθευτών και τα προβλήματα μεταφορών ώθησαν τις τιμές εισροών σε υψηλότερα επίπεδα, καθώς οι προσπάθειες προσέλκυσης νέων πελατών οδήγησαν σε περαιτέρω μείωση των χρεώσεων, ασκώντας περαιτέρω πιέσεις στα περιθώρια κέρδους.
»Ωστόσο, με το βλέμμα στραμμένο στο μέλλον, οι κατασκευαστές εξέφρασαν μεγαλύτερη εμπιστοσύνη ως προς την αύξηση της παραγωγής μέσα στο επόμενο έτος. Η αισιοδοξία κυμάνθηκε στα υψηλότερα επίπεδα που έχουν καταγραφεί από τον Φεβρουάριο, πριν ξεσπάσει η πανδημία στη χώρα, καθώς οι ελπίδες για τη
διάθεση του εμβολίου και η απελευθέρωση της ζήτησης ενθάρρυναν τους παραγωγούς αγαθών».