Σε οξεία οικονομική παρακμή η Ευρώπη – Διευρύνεται το χάσμα με τις ΗΠΑ

Σε οξεία οικονομική παρακμή η Ευρώπη – Διευρύνεται το χάσμα με τις ΗΠΑ
A sculpture of the Euro currency stands in the city centre of Frankfurt am Main, western Germany, on January 25, 2024. The European Central Bank (ECB) is expected to stand pat on January 25, 2024 and call for patience in the ongoing battle against inflation, pushing back against market hopes of rapid interest rate cuts. The Frankfurt-based institution launched an unprecedented rate hiking cycle in mid-2022 after Russia's war in Ukraine pushed food and energy costs higher, sending inflation soaring. (Photo by Kirill KUDRYAVTSEV / AFP) Photo: AFP
Tον περασμένο μήνα, o Γάλλος πρόεδρος Emmanuel Macron προειδοποίησε ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια υπαρξιακή απειλή

Μεγάλη ανησυχία προκαλεί εδώ και καιρό στους ευρωπαϊκούς κύκλους η υποαπόδοση της οικονομίας της ΕΕ. Εύλογα το πρόβλημα έχει σκαρφαλώσει στην κορυφή της ατζέντας των συζητήσεων – ειδικά τώρα που το χάσμα ανάπτυξης με τις ΗΠΑ έχει γίνει ακόμη μεγαλύτερο, μετά τα διπλά σοκ της πανδημίας του κορωνοϊού και τον πόλεμο της Ρωσίας στην Ουκρανία.

Tον περασμένο μήνα, o Γάλλος πρόεδρος Emmanuel Macron προειδοποίησε ότι η Ευρώπη αντιμετωπίζει μια υπαρξιακή απειλή λόγω της οικονομικής παρακμής που προκαλεί ο αυξανόμενος ανελευθερισμός και ο πόλεμος στα ανατολικά της σύνορα.

Το ακαθάριστο εγχώριο προϊόν των ΗΠΑ αποδείχθηκε πιο ανθεκτικό στους κραδασμούς και ανέκαμψε γρηγορότερα, αυξανόμενο κατά +8,7% πάνω από τα προ πανδημίας επίπεδα το α’ τρίμηνο του 2024. Το ποσοστό αυτό είναι υπερδιπλάσιο από την αύξηση 3,4% του ΑΕΠ της Ευρωζώνης και ακόμη πιο υψηλό από την αντίστοιχη αύξηση 1,7% στην οικονομία του Ηνωμένου Βασιλείου.

Αυτή η διατλαντική απόκλιση έχει γίνει τόσο οξεία, που έχει προκαλέσει ρήγμα μεταξύ ΗΠΑ και Ευρώπης όσον αφορά τη νομισματική πολιτική.

Καθώς η ανάπτυξη και ο πληθωρισμός αναμένεται να παραμείνουν ισχυρότεροι στις ΗΠΑ από ό,τι στην Ευρώπη, οι επενδυτές αναμένουν ότι η Federal Reserve θα μειώσει τα επιτόκια λιγότερες φορές φέτος από την Ευρωπαϊκή Κεντρική Τράπεζα ή την Τράπεζα της Αγγλίας.

Ο συνδυασμός του υψηλού ευρωπαϊκού ενεργειακού κόστους και των ελκυστικών επιδοτήσεων που προσφέρει η Ουάσιγκτον για έργα πράσινης ενέργειας και ημιαγωγών δελεάζει μεγάλο αριθμό ευρωπαϊκών εταιρειών να μετατοπίσουν τις δραστηριότητές τους στις ΗΠΑ.

Η ΕΕ ζήτησε από τον Mario Draghi, πρώην πρωθυπουργό της Ιταλίας και πρώην επικεφαλής της ΕΚΤ, να βρει τρόπους για την ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας του μπλοκ. Ο πρώην κεντρικός τραπεζίτης αναμένεται να συστήσει εμβάθυνση των κεφαλαιαγορών και περισσότερη χρηματοδότηση για την άμυνα και άλλους τομείς.

Υπενθυμίζεται πως πρόσφατα είχε προειδοποιήσει ότι «χωρίς στρατηγικά σχεδιασμένες και συντονισμένες ενέργειες είναι λογικό ορισμένες από τις βιομηχανίες μας να σταματήσουν την παραγωγή τους ή να μετεγκατεσταθούν εκτός ΕΕ».

Ακόμη και ο επικεφαλής του ασφαλιστικού Ταμείου της Νορβηγίας, ένας από τους μεγαλύτερους επενδυτές στον κόσμο, λέει ότι είναι «ανησυχητικό» πόσο πιο σκληρά εργαζόμενες, φιλόδοξες και λιγότερο ρυθμιζόμενες εταιρείες είναι οι εταιρείες στις ΗΠΑ από αυτές στην Ευρώπη.

Αντιμέτωποι με τη γήρανση του πληθυσμού και την έλλειψη κορυφαίων εταιρειών στους ταχύτερα αναπτυσσόμενους τομείς της τεχνολογίας, οι Ευρωπαίοι υπεύθυνοι χάραξης πολιτικής αναζητούν τρόπους για να δώσουν δυναμισμό στις οικονομίες τους.

Ο Paolo Gentiloni, επίτροπος Οικονομίας της ΕΕ, λέει ότι το ερώτημα τώρα είναι πώς να αντιμετωπιστεί η ανάγκη για κρίσιμες επενδύσεις σε τομείς όπως η «πράσινη μετάβαση» και η άμυνα, δεδομένου του υποτονικού σκηνικού. «Το σκάνδαλο για την Ευρώπη δεν είναι η χαμηλή ανάπτυξη, γιατί δυστυχώς έχουμε συνηθίσει σε αυτό» λέει. «Το πρόβλημα είναι πώς θα διατηρήσουμε επαρκές επίπεδο επενδύσεων, προσελκύοντας ιδιωτικά κεφάλαια και υποστηρίζοντας με δημόσιες επενδύσεις τις ανάγκες αυτών των νέων προκλήσεων».

Η οικονομία της Ευρώπης βρισκόταν στα ύψη στις αρχές της δεκαετίας του 1990, λαμβάνοντας ώθηση από την ενιαία αγορά της ΕΕ, προτού την επεκτείνει προς τα ανατολικά μετά το τέλος του Ψυχρού Πολέμου.

Αλλά από τότε οι συνδυασμένες οικονομίες των 27 χωρών που αποτελούν την ΕΕ χάνουν σταθερά έδαφος έναντι των ΗΠΑ – ιδιαίτερα από την κρίση χρέους της Ευρωζώνης πριν από μια δεκαετία. Η πανδημία Covid-19 και ο πόλεμος της Ρωσίας στην Ουκρανία έχουν προκαλέσει μεγάλη μεγαλύτερη οικονομική ζημιά στην Ευρώπη παρά στις ΗΠΑ.

Σύμφωνα με το ΔΝΤ, το μέσο κατά κεφαλήν εισόδημα στην Ευρώπη έχει μειωθεί περίπου στο ένα τρίτο κάτω από αυτό των ΗΠΑ.

Επιπλέον, το κατά κεφαλήν εισόδημα στις ΗΠΑ έχει ξεπεράσει όλες τις μεγάλες προηγμένες οικονομίες της ΕΕ και το Ταμείο προβλέπει ότι αυτό το χάσμα θα διευρυνθεί ακόμη περισσότερο στο υπόλοιπο αυτής της δεκαετίας.

Μέρος του προβλήματος για την Ευρώπη είναι η έλλειψη ζήτησης, οι αδύναμες επενδύσεις και η συσσώρευση εργατικού δυναμικού, με τις εταιρείες να διατηρούν περισσότερους εργαζομένους από ό,τι χρειάζονται λόγω ανησυχίας ότι θα δυσκολευτούν να τους προσλάβουν ξανά μόλις ανακάμψει η ζήτηση.

Καταναλωτική εμπιστοσύνη

Κάποιες από αυτές τις επιπτώσεις οφείλονται στην έλλειψη καταναλωτικής εμπιστοσύνης. Επίσης, οι τιμές των κατοικιών έχουν υποχωρήσει σε πολλές χώρες και οι κυβερνήσεις περιορίζουν τις δαπάνες. Από την άλλη, η ταχεία αύξηση των μισθών στις ΗΠΑ βοήθησε τους Αμερικανούς να ανακτήσουν την αγοραστική δύναμη που έχασαν λόγω του υψηλού πληθωρισμού νωρίτερα από τους Ευρωπαίους.

Τα νοικοκυριά των ΗΠΑ επωφελήθηκαν επίσης από τις επενδύσεις στην αγορά μετοχών, οι οποίες έχουν αυξηθεί απότομα τα τελευταία χρόνια.

Στην Ευρωζώνη, οι άνθρωποι εξακολουθούν να αποταμιεύουν περισσότερο από το 14% των κερδών τους – πολύ πάνω από τον ιστορικό μέσο όρο.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Από την άλλη, οι καταναλωτές των ΗΠΑ έχουν ξοδέψει σχεδόν όλα τα επιπλέον χρήματα που διέθεσαν κατά τη διάρκεια της πανδημίας, μειώνοντας τις αποταμιεύσεις τους σε λιγότερο από το 5% του εισοδήματός τους. Οι Ευρωπαίοι επιλέγουν επίσης να εργάζονται λιγότερο -μια τάση που έχει ενταθεί από την πανδημία- γεγονός που υπογραμμίζεται από τους Γερμανούς εργάτες τρένων που πιέζουν για μείωση των ωρών εργασίας ανά εβδομάδα από 38 σε 35 ώρες έως το 2029.

Επίσης, οι εργάτες χάλυβα απαιτούν να αμείβονται περισσότερο, παρότι εργάζονται μόλις 32 ώρες την εβδομάδα.

Η ΕΚΤ εκτίμησε ότι στο τέλος του περασμένου έτους ο μέσος εργαζόμενος της Ευρωζώνης δούλευε πέντε ώρες λιγότερες από ό,τι λίγο πριν χτυπήσει η πανδημία το 2020, που ισοδυναμεί με απώλεια 2 εκατομμυρίων εργαζομένων πλήρους απασχόλησης ετησίως, ενώ ο μέσος όρος των εργαζομένων στις ΗΠΑ παρέμεινε σταθερός.

«Υπάρχει διαφορά στο work life balance στις ΗΠΑ και στην Ευρώπη» λέει ο Markus Brunnermeier, Γερμανός καθηγητής Oικονομικών στο Πανεπιστήμιο Princeton. «Οι προτιμήσεις των ανθρώπων είναι πολύ διαφορετικές. Οι ελλείψεις σε εργατικό δυναμικό στην Ευρώπη επιδεινώνονται και από τα δημογραφικά στοιχεία. Μπορεί να αντισταθμιστεί από τη μετανάστευση από την Ανατολική Ευρώπη, αλλά οι νέοι από αυτήν την περιοχή επιστρέφουν στην πατρίδα τους ή δεν μετακινούνται καθόλου».

Ένα επιπλέον βάρος για την οικονομία της Ευρώπης οφείλεται στη γήρανση του πληθυσμού της και τη μείωση των ποσοστών γεννήσεων, που προκαλούν εκτεταμένες ελλείψεις εργατικού δυναμικού καθώς η γενιά των baby boomer συνταξιοδοτείται. Επί του παρόντος, στην ΕΕ υπάρχουν τρία άτομα σε ηλικία εργασίας για κάθε άτομο ηλικίας 65 ετών και άνω.

Αλλά μέχρι το 2050, η αναλογία προβλέπεται να είναι μικρότερη από δύο άτομα σε ηλικία εργασίας για κάθε ηλικιωμένο άτομο.

Σύμφωνα με τις αρμόδιες στατιστικές αρχές, ο πληθυσμός των ΗΠΑ θα γεράσει πιο ήπια, από μόλις κάτω των τεσσάρων ατόμων σε ηλικία εργασίας για κάθε άτομο ηλικίας άνω των 64 ετών σήμερα σε μόλις κάτω των τριών έως το 2050.

Οι ΗΠΑ θεωρούνται πιο φιλικό επιχειρηματικό περιβάλλον για τις επιχειρήσεις. Η Isabel Schnabel, στέλεχος της ΕΚΤ, λέει ότι η Ευρωζώνη έχει χάσει περίπου το 20% της παραγωγικότητας σε σχέση με τις ΗΠΑ από τα μέσα της δεκαετίας του 1990, αποδίδοντας αυτό στην «αδυναμία της ηπείρου να αποκομίσει οφέλη από την ψηφιακή τεχνολογία».

Η Schnabel προσθέτει ότι πολλές ευρωπαϊκές εταιρείες είναι πολύ μικρές και υπόκεινται σε περιορισμούς από κανονισμούς.

Οι εταιρείες με περισσότερους από 250 υπαλλήλους αντιπροσωπεύουν σχεδόν το 60% των θέσεων εργασίας στον ιδιωτικό τομέα στις ΗΠΑ, αλλά στην ΕΕ αυτό πέφτει μεταξύ 12% στην Ελλάδα και 37% στη Γερμανία.

«Οι μεγαλύτερες εταιρείες επενδύουν περισσότερο και είναι πιο παραγωγικές», λέει.

Η υστέρηση παραγωγικότητας της Ευρώπης είναι μακροχρόνια και εξαιρετικά δαπανηρή όσον αφορά το βιοτικό επίπεδο.

Εάν οι πέντε μεγαλύτερες ευρωπαϊκές οικονομίες -Γερμανία, Ηνωμένο Βασίλειο, Γαλλία, Ιταλία και Ισπανία- είχαν ταιριάξει με τον ρυθμό αύξησης της παραγωγικότητας της Αμερικής μεταξύ 1997 και 2022, το κατά κεφαλήν ΑΕΠ τους θα ήταν κατά μέσο όρο σχεδόν 13.000 δολάρια υψηλότερο σε όρους αγοραστικής δύναμης, όπως εκτιμά η McKinsey Global Institute.

Οι διαφορές είναι έντονες όταν εξετάζονται οι μεγαλύτερες εταιρείες.

Οι μεγαλύτερες εισηγμένες στην Ευρώπη, με έσοδα άνω του ενός δισεκατομμυρίου δολαρίων ετησίως, συμπεριλαμβανομένων εκείνων στο Ηνωμένο Βασίλειο, τη Νορβηγία και την Ελβετία, επένδυσαν 400 δισεκατομμύρια δολάρια λιγότερα από τις αντίστοιχές τους στις ΗΠΑ το 2022, διαπίστωσε η McKinsey.

Ελλείμματα 

Οι περισσότερες οικονομίες της ΕΕ έχουν αρχίσει να συρρικνώνουν τα δημοσιονομικά τους ελλείμματα ενόψει της ενεργοποίησης του Συμφώνου Σταθερότητας. Αλλά οι δαπάνες των ΗΠΑ συνέχισαν να αυξάνονται.

Αυτή η τάση αναμένεται να συνεχιστεί, όποιος και αν κερδίσει τις προεδρικές εκλογές του Νοεμβρίου στις ΗΠΑ.

Το Γραφείο Προϋπολογισμού του Κογκρέσου προβλέπει ότι τα ελλείμματα θα παραμείνουν περίπου στο 6% για κάθε οικονομικό έτος την επόμενη δεκαετία. Η παραγωγικότητα των ΗΠΑ ενισχύθηκε από την προσωρινή άνοδο της ανεργίας μετά το χτύπημα της πανδημίας το 2020, η οποία έφερε στο προσκήνιο μια αναδιάταξη.

Αντίθετα, η Ευρώπη επέλεξε να προστατεύσει τις θέσεις εργασίας.

«Παγώσαμε την αγορά εργασίας μας», λέει ο Boata στην Allianz, προσθέτοντας ότι αυτό είχε ως αποτέλεσμα «θέσεις εργασίας-ζόμπι».

Οι οικονομολόγοι της ΕΚΤ έγραψαν σε ένα blog την περασμένη εβδομάδα ότι υπήρχαν ήδη ενδείξεις που θα υποστηρίξουν την αύξηση της παραγωγικότητας», καθώς τα επίπεδα των κενών θέσεων πέφτουν, ενώ οι μισθοί και οι ώρες εργασίας συνεχίζουν να αυξάνονται.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: