Signal Gate: Διαρροή πολεμικών σχεδίων μέσω εφαρμογής chat φέρνει πολιτικές αναταράξεις

Signal Gate: Διαρροή πολεμικών σχεδίων μέσω εφαρμογής chat φέρνει πολιτικές αναταράξεις
Photo: Shutterstock
Η διαρροή που ξεσήκωσε τη θύελλα μεταξύ της κυβέρνησης Τραμπ και των Δημοκρατικών.

Μια εξαιρετικά σοβαρή υπόθεση εσωτερικής ασφάλειας κλονίζει την Ουάσινγκτον, μετά τη διαρροή στρατιωτικών πληροφοριών μέσω της δημοφιλούς εφαρμογής ανταλλαγής μηνυμάτων Signal. Σύμφωνα με δημοσίευμα του The Atlantic, κορυφαία στελέχη της κυβέρνησης Τραμπ, μεταξύ των οποίων ο αντιπρόεδρος Τζέι Ντι Βανς και μέλη του υπουργικού συμβουλίου, συζήτησαν σε ομαδική συνομιλία μέσω της εφαρμογής την επικείμενη στρατιωτική επίθεση κατά των Χούθι στην Υεμένη. Από λάθος, προσκλήθηκε στη συνομιλία και ο δημοσιογράφος του Atlantic, Τζέφρι Γκόλντμπεργκ.

Η αποκάλυψη έχει προκαλέσει σάλο, με Δημοκρατικούς βουλευτές να καταγγέλλουν παραβίαση των κανόνων εθνικής ασφάλειας και να ζητούν εξηγήσεις. Την ευθύνη ανέλαβε ο Σύμβουλος Εθνικής Ασφαλείας, Μάικ Γουόλτζ, ο οποίος προσπάθησε να υποβαθμίσει τη σοβαρότητα της υπόθεσης, ισχυριζόμενος πως «δεν υπήρχαν τοποθεσίες, πηγές ή σχέδια πολέμου» στα μηνύματα.

Πρωτοβουλία των Δημοκρατικών: Ψήφισμα και πίεση

Σε απάντηση, οι Δημοκρατικοί στη Βουλή των Αντιπροσώπων κατέθεσαν επίσημο ψήφισμα, ζητώντας από την κυβέρνηση Τραμπ να παραδώσει όλα τα σχετικά αρχεία, συνομιλίες, σημειώσεις και τηλεφωνικές καταγραφές. Το ψήφισμα, γνωστό ως “Resolution of Inquiry”, απαιτεί άμεση εξέταση από την Επιτροπή Εξωτερικών Υποθέσεων της Βουλής και μπορεί να οδηγηθεί σε πλήρη ψηφοφορία στην Ολομέλεια εντός 14 ημερών, αν οι Ρεπουμπλικανοί επιχειρήσουν να το μπλοκάρουν.

Αν και το ψήφισμα αναμένεται να συναντήσει αντίσταση λόγω της οριακής πλειοψηφίας των Ρεπουμπλικανών, οι Δημοκρατικοί επιδιώκουν να διατηρήσουν ζωντανό το ζήτημα και να αναγκάσουν την αντίπαλη παράταξη να τοποθετηθεί επίσημα. Ο εκπρόσωπος των Δημοκρατικών, Γκρέγκορι Μικς, δήλωσε ότι «οι πολίτες δικαιούνται να γνωρίζουν αν η εθνική ασφάλεια θυσιάζεται για λόγους προχειρότητας ή πολιτικών σκοπιμοτήτων».

Signal: Χρυσό πρότυπο ή κίνδυνος διαρροών;

Το επίκεντρο της υπόθεσης είναι η εφαρμογή Signal, η οποία χρησιμοποιείται ευρέως στην Ουάσινγκτον, τόσο από κυβερνητικά στελέχη όσο και από δημοσιογράφους και ακτιβιστές. Η πρόεδρος του Signal Foundation, Μέρεντιθ Γουίτακερ, υπερασπίστηκε την πλατφόρμα χαρακτηρίζοντάς την «χρυσό πρότυπο στην ιδιωτική επικοινωνία». Όπως σημείωσε, το Signal είναι μη κερδοσκοπικό, ανοικτού κώδικα και δεν συλλέγει μεταδεδομένα.

Παρά τις διαβεβαιώσεις, ειδικοί σε θέματα κυβερνοασφάλειας επισημαίνουν ότι, ακόμη και σε απόλυτα ασφαλείς εφαρμογές, αν η συσκευή έχει παραβιαστεί, όλα τα δεδομένα μπορεί να εκτεθούν. Επομένως, η ασφάλεια δεν εξαρτάται μόνο από την πλατφόρμα, αλλά και από τις συνθήκες χρήσης της.

Η πολιτική διάσταση και το προεκλογικό παιχνίδι

Η υπόθεση Signal έχει έντονες πολιτικές προεκτάσεις, καθώς προσεγγίζουμε τις ενδιάμεσες εκλογές του 2026. Οι Δημοκρατικοί βλέπουν στο σκάνδαλο μια ευκαιρία να πιέσουν τους Ρεπουμπλικανούς και να τους φέρουν σε δύσκολη θέση, ειδικά αν προκύψουν στοιχεία που δείχνουν αμέλεια ή κατάχρηση εξουσίας.

Ο ίδιος ο Τραμπ επιχείρησε να υποβαθμίσει τη σημασία της υπόθεσης, λέγοντας σε podcast ότι «δεν υπήρχε τίποτα εκεί που να θέτει σε κίνδυνο την επιχείρηση». Ωστόσο, στελέχη της διοίκησής του έχουν ήδη παραδεχθεί πως η προσθήκη δημοσιογράφου σε κλειστή συνομιλία ήταν «λάθος».

Το μήνυμα για την τεχνολογία και τη διαφάνεια

Η υπόθεση φέρνει στο φως ένα ευρύτερο ζήτημα: την ανάγκη για καθαρούς κανόνες στη χρήση τεχνολογικών εργαλείων σε κρατικό επίπεδο. Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή ήδη από το 2020 έχει ζητήσει από τους υπαλλήλους της να χρησιμοποιούν Signal για δημόσιες συνομιλίες. Στις ΗΠΑ, η Γερουσία έχει εγκρίνει την εφαρμογή για τους βοηθούς της, αλλά δεν υπάρχει ενιαία ομοσπονδιακή γραμμή.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: