Στάσσης: Το 2021 ξεκαθαρίζουν πολύ σημαντικά ζητήματα για τη ΔΕΗ

Στάσσης: Το 2021 ξεκαθαρίζουν πολύ σημαντικά ζητήματα για τη ΔΕΗ
(Ξένη Δημοσίευση) Ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της ΔΕΗ Γιώργος Στάσσης μιλά κατά τη διάρκεια της διαδικτυακής εκδήλωσης για την παρουσίαση της νέας εταιρικής ταυτότητας της Δ.Ε.Η., Αθήνα, Δευτέρα 5 Οκτωβρίου 2020. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΓΡΑΦΕΙΟ ΤΥΠΟΥ ΠΡΩΘΥΠΟΥΡΓΟΥ/ΔΗΜΗΤΡΗΣ ΠΑΠΑΜΗΤΣΟΣ Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ

Τη στρατηγική που θα οδηγήσει σε νέο κύκλο ανάπτυξης της ΔΕΗ για την επόμενη διετία – που θα περιλαμβάνει και την επέκταση στο εξωτερικό – περιγράφει με δηλώσεις του στο ΑΠΕ – ΜΠΕ ο πρόεδρος και διευθύνων σύμβουλος της επιχείρησης Γιώργος Στάσσης, στον απόηχο της ανακοίνωσης των αποτελεσμάτων της επιχείρησης το 2020. Αποτελέσματα σύμφωνα με τα οποία οι στόχοι του επιχειρηματικού σχεδίου της ΔΕΗ για το 2023 σε μια σειρά κρίσιμα μεγέθη επιτεύχθηκαν σε μεγάλο βαθμό ήδη από την προηγούμενη χρονιά.

Ο κ. Στάσσης υπογραμμίζει ότι το 2021 είναι η χρονιά κατά την οποία θα ξεκαθαρίσουν σημαντικά ζητήματα για τη ΔΕΗ, όπως η ολοκλήρωση του διαγωνισμού για την πώληση του 49% του ΔΕΔΔΗΕ, η ολοκλήρωση της αδειοδότησης μεγάλων επενδύσεων στον τομέα των Ανανεώσιμων Πηγών Ενέργειας, πιθανώς και το επιχειρηματικό σχέδιο για τη δραστηριοποίηση στην αγορά τηλεπικοινωνιών με βασικό “όχημα” το δίκτυο διανομής του ΔΕΔΔΗΕ.

“Το 2021 θα είναι χρονιά – σταθμός για την επιχείρηση. Στόχος μας είναι να δείξουμε στους μετόχους ότι τα περυσινά αποτελέσματα δεν ήταν “πυροτέχνημα” αλλά ότι η ΔΕΗ είναι σε θέση να παράγει λειτουργικά κέρδη της τάξης των 800 εκατ. – 1 δισ. ευρώ σε μόνιμη βάση. Και θα το καταφέρουμε βελτιώνοντας τη λειτουργία της εταιρείας, παρά το γεγονός ότι το κόστος αγοράς της ενέργειας στη χονδρεμπορική προβλέπεται να είναι 15% – 20% υψηλότερο σε σχέση με πέρυσι”, επισημαίνει ο κ. Στάσσης. “Στο τέλος του έτους, προσθέτει, θα είμαστε σε θέση να περιγράψουμε με μεγαλύτερη λεπτομέρεια τον επόμενο αναπτυξιακό κύκλο που θα περιλαμβάνει και την επέκταση στο εξωτερικό”.

Όπως σημείωσε ο κ. Στάσσης και στις δηλώσεις του κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων, οι στόχοι που τέθηκαν με το νέο επιχειρηματικό πλάνο για την μετατροπή της ΔΕΗ σε μια οικονομικά και περιβαλλοντικά βιώσιμη, σύγχρονη ψηφιακή εταιρεία ενέργειας έχουν ήδη επιτευχθεί κατά ένα σημαντικό μέρος.

Μεταξύ άλλων, οι στόχοι για λειτουργική κερδοφορία, εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα, επενδύσεις σε ανανεώσιμες πηγές ενέργειας, περιορισμό της λιγνιτικής παραγωγής έχουν καλυφθεί σε μεγάλο βαθμό ήδη από την πρώτη χρονιά εφαρμογής του επιχειρηματικού σχεδίου για την περίοδο 2020 – 2023.

Συγκεκριμένα:

-Τα επαναλαμβανόμενα λειτουργικά κέρδη, από 300 εκατ. το 2019 αυξήθηκαν το 2020 σε 885 εκατ. ευρώ, ενώ ο στόχος για το 2023 είναι το 1,1 δισ. ευρώ.

-Οι εκπομπές διοξειδίου του άνθρακα από τις μονάδες ηλεκτροπαραγωγής της ΔΕΗ από 23,1 εκατ. τόνους το 2019 περιορίστηκαν σε 15,5 εκατ. τόνους πέρυσι ενώ ο στόχος για το 2023 είναι τα 7,5 εκατ. τόνοι.

-Το δυναμικό των ανανεώσιμων πηγών ενέργειας ήταν 200 μεγαβάτ το 2019. Όπως ενημέρωσε ο κ. Στάσσης τους οικονομικούς αναλυτές κατά την παρουσίαση των αποτελεσμάτων του 2020, έχει διασφαλιστεί η κατασκευή μονάδων που θα ανεβάσουν το δυναμικό της ΔΕΗ στο 1 γιγαβάτ, ενώ ο στόχος για το 2023 είναι 1,5 γιγαβάτ. Μεταξύ άλλων έχει ξεκινήσει η κατασκευή των φωτοβολταϊκών πάρκων 230MW στην Πτολεμαΐδα, για τα οποία έχει εξασφαλισθεί η χρηματοδότηση ενώ είναι σε εξέλιξη η διαδικασία αξιολόγησης των προσφορών για την επιλογή αναδόχου για την κατασκευή του φωτοβολταϊκού πάρκου 50MW στην Μεγαλόπολη.

-Η παραγωγή ενέργειας από λιγνιτικές μονάδες ήταν 10,4 τερραβατώρες το 2019 και περιορίστηκε στις 5,7 TWh πέρυσι. Ο στόχος για το 2023 είναι να μειωθεί περαιτέρω στις 4,8 TWh.

-Ο «στόλος» των υφιστάμενων λιγνιτικών μονάδων αποσύρεται σύμφωνα με τον προγραμματισμό ενώ νωρίτερα από το προγραμματισμένο θα σταματήσει η λιγνιτική παραγωγή από την νέα, υπό κατασκευή, μονάδα Πτολεμαίδα 5. Η μονάδα ισχύος 660 μεγαβάτ προβλέπεται να τεθεί σε λειτουργία το 2022 αλλά σύμφωνα με τις ανακοινώσεις του κ. Στάσση θα μετατραπεί σε μονάδα φυσικού αερίου το 2025 (με παράλληλη αύξηση της ισχύος στα 1000 μεγαβάτ), τρία χρόνια νωρίτερα από τον αρχικό προγραμματισμό.