Στέγαση: Στην Ελλάδα το υψηλότερο κόστος επιβάρυνσης ανά την ΕΕ – Σχεδόν 1 στα 5 νοικοκυριά δεν μπορεί να ζεσταθεί επαρκώς
- 30/11/2023, 13:20
- SHARE
Ιδιαίτερο ενδιαφέρον παρουσιάζουν τα στοιχεία της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την κατάσταση των κατοικιών στην Ελλάδα και στα άλλα κράτη μέλη της ΕΕ, αναφορικά με το ποσοστό ιδιοκατοίκησης, το μέγεθος των σπιτιών, την ποιότητα των κατοικιών, το κόστος επιβάρυνσης για τη στέγαση κλπ.
Όπως προκύπτει από τα στοιχεία για το 2022, το 72,8% των Ελλήνων διαβίωνε σε σπίτι δική τους ιδιοκτησίας, ενώ το 27,2% νοίκιαζε την κατοικία. Ο μέσος όρος της ΕΕ ήταν 69,1% – 30,9% αντίστοιχα. Στην πρώτη θέση του εν λόγω πίνακα βρίσκεται η Ρουμανία (93% ιδιοκατοίκηση) και στην τελευταία η Γερμανία (46,7%).
Τύπος κατοικίας
Στον τύπο κατοικίας, το 58,2% των Ελλήνων ζούσε σε διαμέρισμα και το 41,8% σε κάποιου είδους μονοκατοικία (μονώροφη ή διώροφη), με την έρευνα να αναφέρεται στην τελευταία κατηγορία ως house.
Αναφορικά με τις πόλεις και τα προάστια, η Ελλάδα έχει τον μεγαλύτερο αριθμό διαμερισμάτων ανά την ΕΕ, με 66,2% ενώ ο αριθμός των houses ανέρχεται σε 33,8%.
Στο μέσο όρο της ΕΕ, η αναλογία είναι 52% house και 47% διαμέρισμα, ενώ αξιοπρόσεχτο είναι πως υπάρχει και 0,5% που δηλώνει ως μόνιμη κατοικία βάρκες, camping van και άλλα.
Το μεγαλύτερο ποσοστό σε house έχει Ιρλανδία (89,3%), ενώ το μεγαλύτερο ποσοστό σε διαμερίσματα έχει η Ισπανία (65,6%).
Μέσος αριθμός δωματίων ανά άτομο
Στην Ελλάδα, ο αριθμός των δωματίων ανά άτομο αντιστοιχεί σε 1,3 δωμάτια, όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι 1,6 δωμάτια.
Το μεγαλύτερο ποσοστό έχει Μάλτα (2,3 δωμάτια ανά άτομο) και το χαμηλότερο η Σλοβακία (1,1 δωμάτια ανά άτομο).
Αριθμός ατόμων στα νοικοκυριά
Στη χώρα, ο αριθμός ατόμων ανά νοικοκυριό υπολογίζεται σε 2,6 άτομα ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος είναι τα 2,3 άτομα ανά νοικοκυριό.
Το μεγαλύτερο ποσοστό βρίσκεται στην Σλοβακία (3,1 άτομα ανά νοικοκυριό) και το χαμηλότερο στη Φινλανδία (1,9 άτομα ανά νοικοκυριό).
Το 28% των Ελλήνων ζει σε υπερπλήρη σπίτια
Η έρευνα αναφέρεται στο υπερπλήρη σπίτια. Ένα νοικοκυριό θεωρείται υπερπλήρες εάν έχει στη διάθεσή του λιγότερο από τον ελάχιστο αριθμό δωματίων που θεωρείται επαρκής: ένα δωμάτιο για το νοικοκυριό, για κάθε ζευγάρι, για κάθε ενήλικο άγαμο άτομο, για κάθε ζεύγος άγαμων ατόμων του ίδιου φύλου ηλικίας 12-17 ετών, για κάθε άγαμο άτομο ηλικίας 12-17 ετών που δεν περιλαμβάνεται στην προηγούμενη κατηγορία και για κάθε ζεύγος παιδιών κάτω των 12 ετών.
Στην Ελλάδα, το 28% δηλώνει πως ζει σε overcrowded κατοικία, όταν το αντίστοιχο ποσοστό στην ΕΕ είναι 16,8%.
Το μεγαλύτερο ποσοστό overcrowded κατοικιών βρίσκεται στην Λετονία (41,7%) και το χαμηλότερο στην Ολλανδία (2,9%).
Στην Ελλάδα το χαμηλότερο ποσοστό υποστέγασης
Σύμφωνα με την έρευνα, ένα νοικοκυριό υποστεγάζεται εάν έχει στη διάθεσή του περισσότερα από τον ελάχιστο αριθμό δωματίων που θεωρείται επαρκής: ένα δωμάτιο για το νοικοκυριό, για κάθε ζευγάρι, για κάθε ενήλικα άγαμο άτομο, για κάθε ζεύγος άγαμων ατόμων του ίδιου φύλου ηλικίας 12-17 ετών, για κάθε άγαμο άτομο ηλικίας 12-17 ετών που δεν περιλαμβάνεται στην προηγούμενη κατηγορία και για κάθε ζεύγος παιδιών κάτω των 12 ετών.
Η χώρα μας έχει το χαμηλότερο ποσοστό στην εν λόγω κατηγορία, της τάξης του 11,3%. Ο μέσος όρος της ΕΕ είναι 33,6% ενώ το υψηλότερο ποσοστό έχει η Μάλτα (72,3%).
Σχεδόν 1 στα 5 ελληνικά νοικοκυριά δεν μπορεί να θερμάνει επαρκώς την κατοικία
Το ποσοστό των ελληνικών νοικοκυριών που δηλώσει πως δεν μπορεί να θερμάνει επαρκώς το σπίτι του ανέρχεται στο 18,7% και βρίσκεται κοντά στη Βουλγαρία που έχει το υψηλότερο ποσοστό με 22,5%.
Ο μέσος ευρωπαϊκός όρος είναι 9,3%.
Το μεγαλύτερο κόστος επιβάρυνσης για τη στέγαση ανά την ΕΕ
Με τις τιμές των κατοικιών και τα ενοίκια να αυξάνονται, το κόστος στέγασης μπορεί να αποτελέσει βάρος. Αυτό μπορεί να μετρηθεί με το ποσοστό επιβάρυνσης από το κόστος στέγασης, το οποίο δείχνει το ποσοστό του πληθυσμού που ζει σε νοικοκυριό όπου το συνολικό κόστος στέγασης αντιπροσωπεύει περισσότερο από το 40% του διαθέσιμου εισοδήματος.
Το υψηλότερο ποσοστό επιβάρυνσης από το κόστος στέγασης στις πόλεις παρατηρήθηκαν στην Ελλάδα (27,3%), όταν ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν 10,6% και το χαμηλότερο ποσοστό ήταν στην Κροατία (2,6%).
Στις αγροτικές περιοχές τα υψηλότερα ποσοστά εντοπίστηκαν στην Ελλάδα (24,2%) και τη Βουλγαρία (18,1%) και τα χαμηλότερα στη Μάλτα (0,2%) και την Κύπρο (0,5%) ενώ ο ευρωπαϊκός μέσος όρος ήταν 6,6%.