Στο 1,135 τρισ. ευρώ η πρόταση της Κομισιόν για τον νέο προϋπολογισμό της Ε.Ε.
- 02/05/2018, 15:22
- SHARE
Μείωση δαπανών αλλά και προσθήκη νέων πόρων περιλαμβάνει το σχέδιο της Ευρ. Επιτροπής - Για «σκληρές διαπραγματεύσεις» προειδοποιεί η Αυστρία.
Η Ευρωπαϊκή Επιτροπή πρότεινε σήμερα τον προϋπολογισμό της ΕΕ για την επταετία 2021-2027, ύψους 1,135 τρισ. ευρώ, ποσό το οποίο αντιστοιχεί στο 1,11% του μέσου Aκαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος (ΑΕΕ) των 27 χωρών μελών της ΕΕ. Η πρόταση της Κομισιόν προβλέπει αύξηση της χρηματοδότησης της ΕΕ σε τομείς όπως η έρευνα, η μετανάστευση, o έλεγχος των συνόρων και η άμυνα, αλλά και περιορισμένη μείωση κατά 5% στην Κοινή Γεωργική Πoλιτική και την Πoλιτική Συνοχής.
«Πρόκειται για μια ειλικρινή απάντηση στη σημερινή πραγματικότητα στην οποία η Ευρώπη θα πρέπει να διαδραματίσει σημαντικότερο ρόλο για να εξασφαλίσει την ασφάλεια και τη σταθερότητα σε έναν κόσμο που χαρακτηρίζεται από αστάθεια, τη στιγμή που το Brexit θα αφήσει ένα σημαντικό κενό στον προϋπολογισμό μας», επισημαίνει η ανακοίνωση της Κομισιόν, προσθέτοντας ότι «η σημερινή πρόταση απαντά σε αυτή τη διπλή πρόκληση με τη μείωση δαπανών, αλλά και με την προσθήκη νέων πόρων σε ισότιμη βάση».
Παρουσιάζοντας την πρόταση της Επιτροπής για τον προϋπολογισμό της ΕΕ στο Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο, ο Πρόεδρος της Επιτροπής, Ζαν Κλοντ Γιούνκερ τόνισε ότι πρόκειται για ένα «ρεαλιστικό σχέδιο για το πώς μπορούμε να κάνουμε περισσότερα με λιγότερους πόρους», επισημαίνοντας ότι οι καλές οικονομικές προοπτικές μας δίνουν μια «ανάσα», αλλά «δεν μας απαλλάσσουν από την υποχρέωση να εξοικονομήσουμε πόρους σε ορισμένους τομείς». Ο Ζ. Κ. Γιούνκερ τόνισε ότι τη σκυτάλη παίρνουν τώρα το Ευρωπαϊκό Κοινοβούλιο και το Συμβούλιο εκφράζοντας την πεποίθηση ότι στόχος θα πρέπει να είναι η επίτευξη συμφωνίας πριν από τις εκλογές του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου το 2019.
Η πρόταση της Κομισιόν
Συνολικά, η Επιτροπή προτείνει έναν μακροπρόθεσμο προϋπολογισμό ύψους 1.135 δισ. ευρώ σε αναλήψεις υποχρεώσεων (σε τιμές του 2018) για την περίοδο 2021-2027, που ισοδυναμεί με το 1,11% του Ακαθάριστου Εθνικού Εισοδήματος της ΕΕ των 27 (ΑΕΕ). Αυτό το επίπεδο αναλήψεων υποχρεώσεων μεταφράζεται σε πληρωμές ύψους 1.105 δισ. ευρώ (ήτοι 1,08% του ΑΕΕ). Σημειώνεται ότι λαμβανομένου υπόψη του πληθωρισμού, το ύψος του νέου προϋπολογισμού είναι συγκρίσιμο με το μέγεθος του τρέχοντος προϋπολογισμού 2014-2020.
Ο αρμόδιος Επίτροπος Γκίντερ Έτινγκερ τόνισε ότι «επενδύουμε περισσότερο σε τομείς όπου ένα κράτος μέλος δεν μπορεί να ενεργεί μόνο του ή όπου είναι αποτελεσματικότερο να ενεργούμε από κοινού – στην έρευνα, τη μετανάστευση, στον έλεγχο των συνόρων ή στην άμυνα», ενώ ταυτόχρονα, συνεχίζεται η χρηματοδότηση των παραδοσιακών, αλλά εκσυγχρονισμένων πολιτικών, όπως η Κοινή Γεωργική Πολιτική και η Πολιτική Συνοχής.
Όπως αναφέρει η ανακοίνωση της Επιτροπής, η Κοινή Γεωργική Πολιτική και η Πολιτική Συνοχής θα εκσυγχρονιστούν ώστε να εξασφαλιστεί ότι μπορούν να συνεχίσουν να είναι αποτελεσματικές με λιγότερους πόρους και να εξυπηρετούν νέες προτεραιότητες. Για παράδειγμα, η πολιτική συνοχής θα διαδραματίζει έναν ολοένα σημαντικότερο ρόλο στη στήριξη των διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και τη μακροπρόθεσμη ενσωμάτωση των μεταναστών.
Επιπλέον, η Επιτροπή τονίζει ότι ο πολυετής προϋπολογισμός που προτείνει σήμερα είναι «σύγχρονος, απλός και ευέλικτος». Σύγχρονος, διότι μειώνεται η γραφειοκρατία για τους δικαιούχους και τις διαχειριστικές αρχές, απλός, διότι προτείνεται να μειωθεί ο αριθμός των προγραμμάτων κατά περισσότερο από το ένα τρίτο (από 58 που είναι σήμερα σε 37 στο μέλλον) και ευέλικτος, διότι ενισχύονται τα μέσα διαχείρισης των κρίσεων με στόχο την αντιμετώπιση απρόβλεπτων γεγονότων και καταστάσεων έκτακτης ανάγκης σε τομείς όπως η ασφάλεια και η μετανάστευση.
Εξάλλου, η Επιτροπή για πρώτη φορά προτείνει δύο δημοσιονομικά μέσα, με στόχο την ενίσχυση της σταθερότητας της ζώνης του ευρώ και τη σύγκλιση προς τα επίπεδα της ζώνης του ευρώ.
Συγκεκριμένα προτείνεται ένα νέο Πρόγραμμα Στήριξης Μεταρρυθμίσεων το οποίο – με συνολικό προϋπολογισμό ύψους 25 δισ. ευρώ– θα παρέχει χρηματοδοτική και τεχνική στήριξη σε όλα τα κράτη μέλη για την πραγματοποίηση σημαντικών μεταρρυθμίσεων, ιδίως στο πλαίσιο του Ευρωπαϊκού Εξαμήνου, καθώς και ένας μηχανισμός σύγκλισης που θα παρέχει στήριξη σε κράτη μέλη εκτός ευρωζώνης, τα οποία πρόκειται να υιοθετήσουν το κοινό νόμισμα.
Παράλληλα, προτείνεται ένα νέο μέσο, για τη σταθεροποίηση των επενδύσεων σε περιόδους «ασύμμετρων κλυδωνισμών», αλλά και για την τόνωση των επενδύσεων σε χώρες που θέλουν να προσελκύσουν επενδύσεις. Το μέσο αυτό θα λάβει αρχικά τη μορφή δανείων αντιστήριξης εγγυημένων από τον προϋπολογισμό της ΕΕ ύψους έως και 30 δισ. ευρώ, που θα συνδυάζονται με χρηματοδοτική ενίσχυση στα κράτη μέλη για την κάλυψη του κόστους των τόκων.
Σημειώνεται, τέλος, ότι η αποχώρηση του Ηνωμένου Βασιλείου από την ΕΕ αποτελεί ευκαιρία για την επανεξέταση του ισχύοντος πολύπλοκου συστήματος επιστροφών και «επιστροφών επί επιστροφών». Η Επιτροπή προτείνει την κατάργηση όλων των επιστροφών και τη μείωση από 20% σε 10% του ποσού που παρακρατούν τα κράτη μέλη κατά την είσπραξη τελωνειακών εσόδων (που αποτελούν έναν από τους «ιδίους πόρους») για τον προϋπολογισμό της ΕΕ. Προκειμένου να αποφευχθούν τυχόν απότομες και σημαντικές αυξήσεις των συνεισφορών για ορισμένα κράτη μέλη, η Επιτροπή προτείνει τη σταδιακή κατάργηση των υφιστάμενων επιστροφών σε διάστημα πέντε ετών.
Σε μερικές εβδομάδες, η Επιτροπή θα παρουσιάσει λεπτομερείς προτάσεις για τα μελλοντικά χρηματοδοτικά προγράμματα ανά τομέα. Στη συνέχεια το Συμβούλιο της ΕΕ θα πρέπει να αποφασίσει ομόφωνα για το νέο προϋπολογισμό της ΕΕ, με την έγκριση του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου.
Έντονες αντιδράσεις από Ολλανδία-Πολωνία
Η πρόταση για την αύξηση του πολυετούς προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης μετά την αποχώρηση της Βρετανίας κρίνεται «απαράδεκτη» από την ολλανδική κυβέρνηση, δήλωσε ο υπουργός Εξωτερικών της Ολλανδίας Στεφ Μπλοκ. «Η υφιστάμενη πρόταση είναι απαράδεκτη για την ολλανδική κυβέρνηση. Τα έσοδα της ΕΕ μειώνονται λόγω της αποχώρησης του Ηνωμένου Βασιλείου. Αν μειωθούν τα έσοδα, θα πρέπει να δαπανούμε λιγότερα», τόνισε μιλώντας σε δημοσιογράφους.
Την αντίδραση και της Πολωνίας προκάλεσαν οι προϋποθέσεις που θέτουν οι Βρυξέλλες, οι οποίες θα μπορούσαν να στερήσουν πόρους από τη χώρα με αφορμή τους χειρισμούς της σε θέματα δικαιοσύνης. Ο υφυπουργός Εξωτερικών Κόνραντ Σιμάνσκι προειδοποίησε ότι η χώρα του θα αντιταχθεί σε οποιοδήποτε σχέδιο προϋπολογισμού που δεν θα εξισορροπεί τις ανάγκες των χωρών-μελών της ΕΕ. «Ο δρόμος προς τον συμβιβασμό για τον προϋπολογισμό της ΕΕ είναι ακόμη πολύ μακρύς», σχολίασε. «Δεν θα δεχτούμε αυθαίρετους μηχανισμούς που θα μετατρέψουν τη διαχείριση των πόρων σε εργαλείο άσκησης πολιτικών πιέσεων», είχε ήδη προειδοποιήσει ο Σιμάνσκι.
Για «σκληρές διαπραγματεύσεις» προειδοποιεί ο Αυστριακός καγκελάριος
Πριν ακόμη από την σημερινή επίσημη κατάθεση του σχεδίου του νέου προϋπολογισμού της Ευρωπαϊκής Ένωσης για την περίοδο 2021-2027, ο ομοσπονδιακός καγκελάριος της Αυστρίας και αρχηγός του συντηρητικού Λαϊκού Κόμματος Σεμπάστιαν Κουρτς, σε δηλώσεις του άσκησε σαφή κριτική στην πρόταση του αρμοδίου Ευρωπαίου Επιτρόπου Γκούντερ Έτινγκερ, χαρακτηρίζοντάς την «απορριπτέα».
Η πρόταση της Ευρωπαϊκής Επιτροπής απέχει πολύ από το να γίνει αποδεκτή, επίκεινται «σκληρές διαπραγματεύσεις», ανέφερε χαρακτηριστικά ο Αυστριακός καγκελάριος, προσθέτοντας ότι η Αυστρία βρίσκεται προς τούτο σε στενή συνεννόηση με άλλους από τους αποκαλούμενους «καθαρούς πληρωτές» που συνεισφέρουν στον κοινοτικό προϋπολογισμό, όπως με την Ολλανδία, την Δανία ή την Σουηδία.
Σύμφωνα με τον Σεμπάστιαν Κουρτς, στόχος πρέπει να είναι, μετά την έξοδο της Βρετανίας, η ΕΕ να είναι οικονομικά πιο περιορισμένη, να εξοικονομεί πόρους και να είναι πιο αποτελεσματική, όμως, κατά την άποψή του, η Ευρωπαϊκή Επιτροπή με την πρότασή της δεν ανταποκρίνεται επαρκώς σε αυτόν τον στόχο.
Από την άλλη πλευρά, ο ίδιος εκτιμά «θετικά» την πρόθεση να δοθεί μεγαλύτερο βάρος σε μία συντεταγμένη προστασία των εξωτερικών συνόρων της ΕΕ, καθώς επίσης σε θέματα όπως η καινοτομία, η ψηφιοποίηση, η βιωσιμότητα και το περιβάλλον, ενώ θεωρεί πως βάσει της αρχής της επικουρικότητας η ΕΕ θα πρέπει να υποστηρίζει τομείς, όπου είναι σκόπιμη η ευρωπαϊκή συνεργασία.