Στο «κόκκινο» το ζήτημα του προσφυγικού: Επικίνδυνες ισορροπίες στη χώρα
- 06/03/2020, 09:40
- SHARE
Η κυβέρνηση πρόβαλε με ιδιαίτερα θετικούς τόνους την επίσκεψη των επικεφαλής των ευρωπαϊκών θεσμών στον Έβρο, τη διαβεβαίωση ότι η ΕΕ θεωρεί ότι τα ελληνικά σύνορα είναι και ευρωπαϊκά σύνορα και φυσικά την ανακοίνωση επιπλέον χρηματοδότησης 700 εκατομμυρίων ευρώ για την αντιμετώπιση της προσφυγικής κρίσης. Αυτό, όμως, δεν αναιρεί ότι η κατάσταση παραμένει, σε κρίσιμες πλευρές της εντός ενός αδιεξόδου.
Η οριακή κατάσταση στα σύνορα
Αυτή τη στιγμή στα ελληνοτουρκικά σύνορα διαμορφώνονται όροι για μια παρατεταμένη έκρυθμη κατάσταση. Ανεξάρτητα από την προσπάθεια των ελληνικών αρχών να εμποδίσουν με κάθε τρόπο την είσοδο αιτούντων άσυλο στο ελληνικό έδαφος, η πίεση θα συνεχιστεί.
Η πιθανότητα να υπάρξει μια κατάσταση τύπου Ειδομένης στην «ουδέτερη ζώνη» είναι πραγματική. Σε αυτή την περίπτωση οι ελληνικές αρχές κινδυνεύουν σε βάθος χρόνου να εισπράττουν κατακραυγή και πολιτικό κόστος, εντός και εκτός συνόρων, για τον τρόπο με τον οποίο αντιμετωπίζονται όσοι επιθυμούν να εισέλθουν στο ελληνικό έδαφος. Αρκεί να αναλογιστούμε το πώς αντιμετωπίζονται χώρες όπως η Ουγγαρία που είχαν πάρει την πρωτοβουλία να κλείσουν μονομερώς τα σύνορά τους στο τέλος του 2015.
Ο κίνδυνος παραβίασης του διεθνούς δικαίου
Η κυβέρνηση πήρε την πρωτοβουλία, με Πράξη Νομοθετικού Περιεχομένου, να αναστείλει για έναν μήνα το δικαίωμα όσων εισέρχονται στη χώρα να υποβάλλουν αίτηση για να υπαχθούν σε καθεστώς ανθρωπιστικής προστασίας.
Όμως, όπως εξαρχής επεσήμανε η αντιπροσωπεία της Ύπατης Αρμοστείας του ΟΗΕ για τους Πρόσφυγες αλλά και έγκριτοι νομικοί, δεν είναι καθόλου δεδομένο ότι μια χώρα μπορεί εύκολα να αυτοεξαιρεθεί από μια υποχρέωση που προβλέπεται από τη Διεθνή Σύμβαση του 1951 για τους πρόσφυγες. Μάλιστα, επισημαίνουν ότι από μόνη της η παράτυπη είσοδος εάν αυτός που την πραγματοποιεί, απευθυνθεί στις αρχές και υποβάλλει αίτημα ασύλου στις αρχές, τότε αυτές δεν πρέπει να τον τιμωρήσουν. Όμως, η Ελλάδα αυτή τη στιγμή συλλαμβάνει, παραπέμπει, δικάζει και ετοιμάζεται να απελάσει. Εάν αυτή η αναστολή του δικαιώματος συνεχιστεί επί μακρόν, μπορεί κανείς να υποθέσει ότι η χώρα μας θα βρεθεί στο στόχαστρο επικρίσεων για μη σεβασμό στα ανθρώπινα δικαιώματα.
Το ίδιο ισχύει και για πρακτικές όπως οι απωθήσεις (pushbacks) των φουσκωτών και άλλων σκαφών που πλησιάζουν τις ελληνικές ακτές ή πρακτικές όπως οι ασκήσεις με πραγματικά πυρά κοντά στα σύνορα. Ανεξάρτητα από την όποια αποτρεπτική αξία τους, είναι προφανές ότι από ένα σημείο και μετά η διαρκής εικόνα μιας πολεμικής κατάστασης στα ελληνοτουρκικά σύνορα θα επιτείνει την εικόνα μιας κρίσης χωρίς έλεγχο και μιας χώρας που διέρχεται αυταρχικών μέσων.
Το ζήτημα των νησιών
Όλα αυτά συμβαίνουν την ώρα που συνεχίζεται το αδιέξοδο στα νησιά. Είναι προφανές ότι η απόφαση της κυβέρνησης να διαμορφώσει νέες κλειστές δομές στα νησιά, συναντά πολύ μεγάλες αντιστάσεις στα νησιά και στην πραγματικότητα έχει εκ των πραγμάτων τεθεί σε μια μερική αναστολή, που παρατάθηκε με δεδομένη την κρίση στο Έβρο.
Μάλιστα, οι επιπτώσεις της σύγκρουσης της κυβέρνησης με τους κατοίκους των νησιών φάνηκε ακόμη και στα προβλήματα που υπήρξαν στη διαχείριση των προσφύγων και των μεταναστών που έφτασαν τις τελευταίες μέρες στα νησιά, με αποκορύφωμα τα «μπλόκα» για να μη φτάσουν οι καινούριες αφίξεις στο ΚΥΤ της Μόριας.
Η επιστροφή της ακροδεξιάς
Οι εικόνες στη Θέρμη της Μυτιλήνης με τις εικόνες πολιτών, με εμφανή ακροδεξιά να μην αφήνουν να προσεγγίσει φουσκωτό σκάφος με αιτούντες άσυλο, σε συνδυασμό με μια ρητορική που έχει γίνει πλέον ενδημική στα κοινωνικά δίκτυα, δείχνει σε ποιο βαθμό ακροδεξιές απόψεις εκμεταλλεύονται την τρέχουσα συγκυρία για να διεκδικήσουν μεγαλύτερο πολιτικό χώρο και τρόπον τινά να «αναβαπτιστούν» ως πατριωτικές δυνάμεις.
Και μπορεί προς το παρόν η κυβέρνηση να μη θέλει να συγκρουστεί με τέτοιες απόψεις, όμως από ένα σημείο και μετά η νέα απήχηση ακροδεξιών αντιλήψεων και πρακτικών θα μπορεί να δημιουργήσει ακόμη μεγαλύτερο πρόβλημα.
Ας μην ξεχνάμε ότι σε όλη την Ευρώπη, ένα από τα μεγαλύτερα εμπόδια στο να μπορέσει να υπάρξει μια διαφορετική πολιτική για το προσφυγικό και το μεταναστευτικό είναι ο τρόπος που η ακροδεξιά έχει κατορθώσει να κατακτήσει την ηγεμονία σε κρίσιμες πλευρές της δημόσιας συζήτησης για αυτά τα θέματα.
Η επιμονή της ΕΕ στη λογική της «Κοινής Δήλωσης» και των «φραγμών»
Πυρήνας του αδιεξόδου παραμένει η επιμονή όλων των ευρωπαϊκών χωρών στο πλαίσιο που διαμορφώθηκε στις αρχές του 2016. Θυμίζουμε ότι αυτό το πλαίσιο περιλάμβανε την άρνηση των χωρών της Κεντρικής και Δυτικής Ευρώπης να δεχτούν πρόσφυγες στο έδαφός τους, τη χρηματοδότηση της Τουρκίας για να διαχειριστεί την παρουσία προσφύγων στο έδαφός της με παράλληλη δέσμευσή της ότι δεν θα επιτρέπει τη μετακίνησή τους προς την Ευρώπη και την αντίληψη ότι τα σημεία εισόδου όπως τα ελληνικά νησιά θα πρέπει να είναι και χώροι εγκλωβισμού των αιτούντων άσυλο, μια που μόνο από εκεί θα μπορούσαν να γίνουν επιστροφές στην Τουρκία.
Αυτό το καθεστώς που αντιμετωπίζει τη χώρα μας ως «φραγμό» και διαμορφώνει τους όρους για συνθήκες τύπου Μόριας εξακολουθεί να μην τίθεται υπό αίρεση από τις υπόλοιπες ευρωπαϊκές κυβερνήσεις. Και αυτό παρά τα προβλήματα που δημιουργεί, τις κακές συνθήκες που συνεπάγεται για τους αιτούντες άσυλο και φυσικά τη δυνατότητα που δίνει στην Τουρκία να χρησιμοποιεί τους πρόσφυγες ως διαπραγματευτικό χαρτί.
Με αυτό τον τρόπο, όμως, ακυρώνεται η μόνη δυνατότητα πραγματικής και συνολικής διεξόδου από το σημερινό αδιέξοδο. Και αυτό γιατί τα μέτρα αποτροπής και απώθησης έχουν κόστος, κινδύνους και το κυριότερο απειλούν με διολίσθηση σε πρακτικές έξω από τα όρια του διεθνούς δικαίους και μιας ανθρωπιστικής αντίληψης.
Αντίθετα, η άρνηση της λογικής του φραγμού, η δυνατότητα μετακίνησης αιτούντων άσυλο προς τις χώρες προορισμού και η κατανομή σε όλες τις ευρωπαϊκές χώρες, συνδυασμό με πραγματικές πρωτοβουλίες για την επιτάχυνση ειρηνευτικών διαδικασιών σε περιοχές όπως η Συρία, θα μπορούσε να διαμόρφωνε μια τελείως διαφορετική κατάσταση.
Επιπλέον, ας σημειώσουμε ότι τα όρια της αντιπαράθεσης των υπόλοιπων ευρωπαϊκών χωρών με την Τουρκία είναι πεπερασμένα. Αυτό φαίνεται και στις προσεκτικά διατυπωμένες δηλώσεις που μπορεί να επικρίνουν γενικά τις μονομερείς ενέργειες αλλά δεν καταδικάζουν την τουρκική πολιτική.
Σε όλα αυτά υπάρχουν πολιτικοί και γεωπολιτικοί υπολογισμοί. Για παράδειγμα, η Γερμανία που πέραν των παραδοσιακών οικονομικών σχέσεων που έχει με την Τουρκία (και το γεγονός της ύπαρξης σημαντικού αριθμού Γερμανών πολιτών τουρκικής καταγωγής), διεκδικεί και έναν αναβαθμισμένο ρόλο στην αναζήτηση λύσεων σε διεθνείς κρίσεις όπως ο εμφύλιος πόλεμος στη Λιβύη, δεν δείχνει διατεθειμένη να προχωρήσει σε μια σύγκρουση με την τουρκική κυβέρνηση, την ώρα που έχει στηρίξει διεκδικήσεις της τελευταίας όπως η διαμόρφωση «ζώνη ασφαλείας» για τους πρόσφυγες στη Βόρεια Συρία, που είναι μια στρατηγική επιδίωξη της Τουρκίας το τελευταίο διάστημα.
Μπορεί να διεκδικηθεί μια άλλη πολιτική από την ΕΕ;
Το μεγάλο ερώτημα που υπάρχει είναι εάν και με ποιον τρόπο η ελληνική πλευρά θα μπορούσε να διεκδικήσει μια άλλη πολιτική από τη μεριά της ΕΕ, που να μην περιορίζεται απλώς στην οικονομική ενίσχυση για την συνέχιση μιας πολιτικής που εμφανώς έχει δείξει τα αδιέξοδά της.
Ως προς αυτό δεν είναι λίγοι εκείνοι που επιμένουν ότι η ελληνική πλευρά θα έπρεπε να διεκδικήσει πιο αποφασιστικά τη ριζική «αλλαγή παραδείγματος» ως προς την αντιμετώπιση του ζητήματος, χρησιμοποιώντας όλα τα μέσα που διαθέτει, συμπεριλαμβανομένης της άσκησης βέτο σε κρίσιμες αποφάσεις, αρνούμενη να συνεχίσει να παίζει το ρόλο ενός ιδιότυπου «συνοριοφύλακα» της Ευρώπης.