Σχεδόν το 50% που δαπανούν οι Έλληνες πηγαίνει σε τρόφιμα, στέγαση και μεταφορές – Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ

Σχεδόν το 50% που δαπανούν οι Έλληνες πηγαίνει σε τρόφιμα, στέγαση και μεταφορές – Τα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ
Πολίτες και τουρίστες προσπαθούν να προστατευτούν από την υπερβολική ζέστη που επικρατεί στο κέντρο της Αθήνας, Πέμπτη 18 Ιουλίου 2024. ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΠΕ-ΜΠΕ/ΑΛΕΞΑΝΔΡΟΣ ΒΛΑΧΟΣ Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών μειώθηκε 20,5% τα τελευταία 15 χρόνια.

Σχεδόν το 50% των μέσων ετήσιων δαπανών που έκαναν τα νοικοκυριά της Ελλάδας για το 2023 «έφυγε» σε έξοδα για τα τρόφιμα, στέγαση και μεταφορές.

Ειδικότερα, το μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, σε τρέχουσες τιμές, αφορά:

  1. στα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (20,7%),
  2. στη στέγαση (14,1%) και
  3. στις μεταφορές (13,1%)
ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΑΚΟΜΑ

Μεταξύ των στοιχείων που δημοσίευσε την Παρασκευή η ΕΛΣΤΑΤ, καταγράφεται πως:

  • Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε ενοικιασμένη κατοικία δαπανούν το 16,8% του προϋπολογισμού τους, κατά μέσο όρο, για ενοίκιο.
  • Το μερίδιο της μέσης δαπάνης για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά και στέγαση των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 55,8% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 24,8%.
  • Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών το 2023 εμφανίζεται μειωμένη κατά 20,5% σε σύγκριση με το 2008.

Ανισότητα και κίνδυνος φτώχειας

Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης (αγορές, τρέχουσες τιμές) του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού είναι 5,72 φορές μεγαλύτερο από το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης του φτωχότερου 20% του πληθυσμού (5,39 για το 2022). Ο δείκτης μειώνεται στο 4,49, όταν συμπεριληφθούν στην καταναλωτική δαπάνη οι τεκμαρτές δαπάνες (τελική καταναλωτική δαπάνη) (4,21 για το 2022).

Τα νοικοκυριά του φτωχότερου 20% του πληθυσμού αύξησαν τις δαπάνες τους σε σχέση με το 2022 κατά 8,5%, ενώ τα νοικοκυριά του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού κατά 15,7%.

Το μερίδιο της μέσης ισοδύναμης δαπάνης για είδη διατροφής των νοικοκυριών του φτωχότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 33,8% των δαπανών των νοικοκυριών, ενώ το αντίστοιχο μερίδιο του πλουσιότερου 20% του πληθυσμού ανέρχεται στο 13,5%.

O κίνδυνος φτώχειας απειλεί το 18,7% του πληθυσμού της Χώρας, όταν στον υπολογισμό του δείκτη λαμβάνεται υπόψη μόνο η ισοδύναμη δαπάνη με τρόπο κτήσεως την αγορά (17,4% το 2022), ενώ ο δείκτης μειώνεται στο 13,8% του πληθυσμού (13,4% το 2022), όταν λαμβάνονται υπόψη όλες οι
καταναλωτικές δαπάνες, ανεξάρτητα από τον τρόπο κτήσεως (τεκμαρτό ενοίκιο από ιδιοκατοίκηση, ιδιοπαραγόμενα αγαθά, αγαθά και υπηρεσίες παρεχόμενες δωρεάν από τον εργοδότη, άλλα νοικοκυριά, μη κερδοσκοπικούς οργανισμούς, κράτος κ.λπ.)

Η μέση μηνιαία ισοδύναμη δαπάνη των φτωχών νοικοκυριών εκτιμάται στο 31,9% των δαπανών των μη φτωχών νοικοκυριών. Τα φτωχά νοικοκυριά δαπανούν το 33,8% του μέσου προϋπολογισμού τους σε είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, ενώ τα μη φτωχά το 19,6%.

Τα στοιχεία:

Η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών για αγορές, κατά το έτος 2023, ανήλθε σε 20.223,36 ευρώ (1.685,28 το μήνα), καταγράφοντας ετήσια αύξηση 5,3% (1.600,34 ευρώ) σε σχέση με το 2022. Σε σταθερές τιμές, η μέση ετήσια δαπάνη των νοικοκυριών αυξήθηκε σε ποσοστό 1,7% ή 347,16 ευρώ, λόγω της επίδρασης του πληθωρισμού, σύμφωνα με τον Δείκτη Τιμών Καταναλωτή έτους 2023 που ήταν 3,5%.

Η μέση ετήσια δαπάνη για κάθε άτομο, το 2023, ανήλθε στα 8.358,24 ευρώ, καταγράφοντας αύξηση 11,2% (841,92 ευρώ ετησίως) σε σύγκριση με το 2022 (7.516,32 ευρώ).

Βασικές διαπιστώσεις

Tο μεγαλύτερο μερίδιο των δαπανών του μέσου προϋπολογισμού των νοικοκυριών, σε τρέχουσες τιμές, αφορά:

  • στα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (20,7%),
  • στη στέγαση (14,1%) και
  • στις μεταφορές (13,1%),

ενώ το μικρότερο μερίδιο των δαπανών (3,4%) αντιστοιχεί στην εκπαίδευση και τα οινοπνευματώδη ποτά και καπνό.

Η μεγαλύτερη ποσοστιαία αύξηση δαπανών των νοικοκυριών, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2022), παρουσιάζεται στις ομάδες:

  • εστιατόρια, καφενεία και ξενοδοχεία (15,9%),
  • αναψυχή και πολιτισμό (7,0%),
  • υγεία (6,3%),

ενώ η μικρότερη ποσοστιαία αύξηση καταγράφεται στα οινοπνευματώδη ποτά και καπνό (0,9%).

Όσον αφορά στις δαπάνες για είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά, σε σχέση με την προηγούμενη έρευνα (2022), παρατηρείται αύξηση της μέσης μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές), στα παρακάτω είδη:

  • έλαια και λίπη (11,9%),
  • ζάχαρη, μαρμελάδες, μέλι, σιρόπια, σοκολάτα (9,8%)
  • φρούτα (7,2%)
  • λαχανικά (6,6%),
  • γαλακτοκομικά προϊόντα και αυγά (6,6%),
  • μεταλλικά νερά, αναψυκτικά, χυμοί φρούτων και λαχανικών (6,1%),
  • λοιπά είδη διατροφής (6,0%),
  • κρέας (3,3%),
  • αλεύρι, ψωμί, δημητριακά (1,2%),

ενώ μείωση της μέσης μηνιαίας δαπάνης (τρέχουσες τιμές), παρατηρείται στα παρακάτω είδη:

  • ψάρια (-3,9%) και
  • καφές, τσάι και κακάο (-1,2).

Ανά περιοχή διαμονής

Τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν κατά μέσο όρο 1.386,73 ευρώ τον μήνα, ενώ αυτά που διαμένουν σε αστικές περιοχές 1.769,24 ευρώ. Επομένως, τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αγροτικές περιοχές δαπανούν, κατά μέσο όρο, 21,6% λιγότερο από τα νοικοκυριά που διαμένουν σε αστικές περιοχές.

Τα νοικοκυριά που διαμένουν στην περιφέρεια Αττικής δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 115,3% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της χώρας, ενώ αυτά που διαμένουν στην περιφέρεια Στερεάς Ελλάδος το 69,5% αυτής.

Το 2023, σε σύγκριση με το 2022, τα νοικοκυριά που διαμένουν στην περιφέρεια Πελοποννήσου αύξησαν τις δαπάνες τους κατά μέσο όρο 13,6%, ενώ αυτά που διαμένουν στην περιφέρεια Βορείου Αιγαίου κατά 12,6%. Μείωση κατά 2,9% παρατηρήθηκε στην περιφέρεια Δυτικής Μακεδονίας.

Η διαφορά των τελευταίων 15 ετών

Το 2023 παρατηρείται μείωση της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών κατά 13,9% σε σχέση με το έτος 2010, ενώ η αντίστοιχη μείωση σε σχέση με το έτος 2008 είναι της τάξεως του 20,5%.

Από το 2008 έως το 2023 για τη ποσοστιαία μεταβολή των μηνιαίων δαπανών των νοικοκυριών για αγαθά και υπηρεσίες μείωση καταγράφεται στις περισσότερες κατηγορίες, με την μεγαλύτερη, σε απόλυτες τιμές, να παρατηρείται στη δαπάνη για είδη ένδυσης και υπόδησης (-54,7%) και την μικρότερη στη στέγαση (-5,2%). Αύξηση παρατηρείται μόνο στα είδη διατροφής και μη οινοπνευματώδη ποτά (0,3%).

Για τα έτη 2008 έως 2023, η τάση που καταγράφεται στις βασικές κατηγορίες αγαθών και υπηρεσιών , ως ποσοστό της μέσης μηνιαίας δαπάνης επί
του οικογενειακού προϋπολογισμού (τρέχουσες τιμές).

Κατά το 2023, σε σύγκριση με το 2008, παρατηρείται αύξηση του ποσοστού της δαπάνης για:

  • είδη διατροφής κατά 4,3 ποσοστιαίες μονάδες,
  • στέγαση κατά 2,3 ποσοστιαίες μονάδες,
  • υγεία κατά 1,0 ποσοστιαίες μονάδες,
  • εστιατόρια, καφενεία και ξενοδοχεία κατά 0,5 ποσοστιαίες μονάδες, και
  • εκπαίδευση κατά 0,3 ποσοστιαίες μονάδες.

Αντιθέτως, μείωση κατά 3,5 ποσοστιαίες μονάδες παρατηρείται στο ποσοστό της δαπάνης για τα είδη ένδυσης και υπόδησης, κατά 2,7 ποσοστιαίες μονάδες στο ποσοστό της δαπάνης για διαρκή αγαθά και 1,6 ποσοστιαίες μονάδες στο ποσοστό της δαπάνης για διάφορα αγαθά και υπηρεσίες.

Ανά σύνθεση νοικοκυριού

Τα νοικοκυριά με ένα άτομο μόνο, ηλικίας 65 ετών και άνω, δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 50,1% τηςμέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της Χώρας ενώ τα νοικοκυριά που αποτελούνται από ένα ζευγάρι με δύο παιδιά έως και 16 ετών δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 161,6% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της Χώρας.

Τα νοικοκυριά με υπεύθυνο οικονομικά μη ενεργό ή άνεργο δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 70,8% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της Χώρας, ενώ αυτά με υπεύθυνο αυτοαπασχολούμενο με μισθωτούς το 236,3% αυτής.

Η μέση μηνιαία δαπάνη διαφέρει ανάλογα με την ηλικία του υπευθύνου του νοικοκυριού, με τα νοικοκυριά με υπεύθυνο ηλικίας 35-44 ετών να δαπανούν, κατά μέσο όρο, περισσότερο. Πιο συγκεκριμένα, τα νοικοκυριά αυτά δαπανούν, κατά μέσο όρο, το 127,1% της μέσης μηνιαίας δαπάνης των νοικοκυριών της Χώρας.

Τα νοικοκυριά με τη μικρότερη ποσοστιαία συμμετοχή (60,9%) για το 2023 ήταν αυτά με υπεύθυνο ηλικίας 75 ετών και άνω (59,7% το 2022

Μέση μηνιαία κατανάλωση (ποσότητες) ειδών διατροφής, οινοπνευματωδών ποτών, καπνού, καυσίμων και ηλεκτρικής ενέργειας

Σε όλες τις κατηγορίες της ομάδας ειδών διατροφής και οινοπνευματωδών ποτών παρατηρούνται μειώσεις μεταξύ του 2022 και του 2023, ως παρακάτω:

  • ελαιόλαδο, -13,6%
  •  οινοπνευματώδη ποτά, -12,7%
  • Ψάρια, -11,8%
  • ρύζι, -10,7%,
  • τυρί, -6,1%
  • κρέας, -6,1%
  • αυγά, -5,3%
  • γάλα, -5,2%
  • ζυμαρικά, -5,2 %
  • ψωμί, είδη αρτοποιίας, -4,3%
  • φρούτα, -4,0%
  • λαχανικά,-3,4%
  • τσιγάρα, -2,5%
  • γιαούρτι, -1,1%

Η μέση μηνιαία ποσότητα ενέργειας που καταναλώνεται στην κύρια κατοικία, παρουσίασε αύξηση σε:

  • υγραέριο, 11,7%
  • φυσικό αέριο, 7,2%

και μείωση σε:

  • ηλεκτρική ενέργεια, -9,2%
  • υγρά καύσιμα, -4,2%
  • στερεά καύσιμα (καυσόξυλα, πελλέτες, πυρήνας κ.λπ.), -3,8%

Από τα στοιχεία της έρευνας προκύπτει ότι τα νοικοκυριά διαθέτουν:

  • Τηλεόραση έγχρωμη: 99,3%
  • Κινητό τηλέφωνο: 95,9%
  • Σταθερό τηλέφωνο: 87,1%
  • Προσωπικό ηλεκτρονικό υπολογιστή: 80,7%
  • Επιβατηγό αυτοκίνητο ΙΧ, τουλάχιστον ένα: 69,3%
  • Πλυντήριο πιάτων: 38,5%
  • Καταψύκτη: 34,0%
  • Δεύτερη κατοικία: 16,2%
  • Κλειστό χώρο στάθμευσης: 13,4%

και χρησιμοποιούν την κεντρική θέρμανση (πετρέλαιο, φυσικό αέριο κ.λπ.) ως κύρια πηγή θέρμανσης σε ποσοστό 57,8%.

Αύξηση κατά 4,1% σημειώθηκε στο ποσοστό των νοικοκυριών που διαθέτουν προσωπικό υπολογιστή με πρόσβαση στο διαδίκτυο, ενώ μείωση κατά 0,7% καταγράφηκε στο ποσοστό των νοικοκυριών που διαθέτουν τουλάχιστον ένα ΙΧ επιβατηγό αυτοκίνητο.

Στα γραφήματα 9 και 10 παρουσιάζονται ο αριθμός των δωματίων της κύριας κατοικίας που χρησιμοποιούν τα νοικοκυριά, καθώς και το εμβαδόν της κατοικίας. Τo 44,4% των νοικοκυριών χρησιμοποιούν τρία δωμάτια, ενώ το 59,4% διαβιεί σε κατοικία με εμβαδόν από 61 έως 100 τετραγωνικά μέτρα (τ.μ.).

Για τα ποσοστά των νοικοκυριών με βάση το κύριο μέσο μαγειρέματος, θέρμανσης και ψύξης που χρησιμοποιούν στην κύρια κατοικία τους:

  • To 2023, ποσοστό 94,3% των νοικοκυριών χρησιμοποιούν ηλεκτρική κουζίνα για το μαγείρεμα ενώ το 1,0% των νοικοκυριών δεν μαγειρεύει.
  • Το 39,9% των νοικοκυριών χρησιμοποιούν καλοριφέρ πετρελαίου για θέρμανση και το 17,9% φυσικό αέριο, ενώ το 0,4% των κατοικιών των νοικοκυριών δεν διαθέτει θέρμανση.
  • Το 75,8% των νοικοκυριών χρησιμοποιεί συσκευή κλιματισμού (air condition) για ψύξη ενώ το 19,0% των κατοικιών των νοικοκυριών δεν διαθέτει ψύξη.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: