Tι δείχνει η κατάρρευση της πάλαι ποτέ κυρίαρχης γερμανικής εταιρείας fintech, Wirecard
- 28/06/2020, 09:45
- SHARE
του Jeremy Kahn
Εάν υπάρχει ένα ξεκάθαρο δίδαγμα από την κατάρρευση της πάλαι ποτέ κυρίαρχης γερμανικής εταιρείας fintech, Wirecard, η οποία υπέβαλε αίτηση για πτώχευση την Πέμπτη μετά από αποκάλυψη ότι σχεδόν 2 δισεκατομμύρια ευρώ που αναφέρονται στους λογαριασμούς της είναι πιθανώς ανύπαρκτα, αυτό είναι το ακόλουθο: ο λογιστικός έλεγχος είναι προβληματικός.
Οι ελεγκτές της Wirecard, Ernst & Young, έχουν ήδη μηνυθεί από ορισμένους επενδυτές της Wirecard. Η EY θα ισχυριστεί αναμφίβολα ότι οι έλεγχοι χρηματοοικονομικών καταστάσεων δεν είναι έλεγχοι. Δεν έχουν σχεδιαστεί, δηλαδή, για να αποκαλύπτουν μια συντονισμένη εξαπάτηση που περιλαμβάνει πλαστά έγγραφα λογαριασμών, όπως φέρεται να ισχύει για τη γερμανική εταιρεία πληρωμών.
Και πιθανότατα η γνωστή εταιρεία ελεγκτικών υπηρεσιών θα πει ότι μόλις εμφανίστηκαν προβλήματα με τα λογιστικά βιβλία της Wirecard, χάρη σε μεγάλο βαθμό στην επίμονη έρευνα του Dan McCrum από τους Financial Times, τότε η EY αρνήθηκε να υπογράψει τα λογιστικά βιβλία της Wirecard.
Αλλά ο McCrum και οι συνάδελφοί του στους Financial Times είχαν αρχίσει να θέτουν ανησυχητικά ερωτήματα σχετικά με τα οικονομικά στοιχεία της Wirecard ήδη από τον Ιούλιο του 2015 και δημοσίευσαν μια σειρά άρθρων που θα έπρεπε να είχε αναγκάσει τον ελεγκτή της να κάνει τις ίδιες δύσκολες ερωτήσεις που έκαναν οι δημοσιογράφοι. Κι αυτό έπρεπε να έχει συμβεί πολύ πριν η EY τελικά αρνηθεί να βάλει την υπογραφή της στα λογιστικά βιβλία της Wirecard τον Νοέμβριο του 2019.
Φυσικά, οι προβληματικοί λογιστικοί έλεγχοι δεν είναι μοναδικό «προνόμιο» της EY. Όλες οι ελεγκτικές εταιρείες της ομάδας των Big Four, καθώς και οι μικρότερες εταιρείες, έχουν κλονιστεί από σκάνδαλα. Μόνο στο Ηνωμένο Βασίλειο, έχουν υπάρξει ισχυρισμοί ή αποδείξεις για σοβαρές ελλείψεις στους λογιστικούς ελέγχους των εταιρειών Carillion (KPMG), BHS (PwC), Ted Baker (KPMG), Mitie (Deloitte), Rolls-Royce (KPMG), BT ( PwC), καθώς και της Patisserie Valerie και της Sports Direct (και οι δύο ελεγμένες από την Grant Thornton). Και αυτή δεν είναι καν ολόκληρη η λίστα.
Το Συμβούλιο Χρηματοοικονομικής Αναφοράς του Ηνωμένου Βασιλείου, το οποίο είναι υπεύθυνο για την εποπτεία των λογιστών εισηγμένων εταιρειών, επέβαλε τριπλάσια πρόστιμα για σφάλματα σε ελέγχους από τις 6 Απριλίου 2018 έως τις 5 Απριλίου 2019, σύμφωνα με τα τελευταία διαθέσιμα στοιχεία, σε σύγκριση με το προηγούμενο έτος.
Ήρθε η ώρα να παραδεχτούμε ότι το πρόβλημα δεν είναι μόνο κάποια εταιρεία λογιστικής ή ακόμη και το ολιγοπώλιο των Big Four. Αντίθετα, ο έλεγχος είναι ένα παράδειγμα αυτού που οι οικονομολόγοι αποκαλούν αποτυχία της αγοράς – που θα παραμείνει για όσο διάστημα οι ελεγκτές εξακολουθούν να πληρώνονται από τις εταιρείες των οποίων τα βιβλία υποτίθεται ότι ελέγχουν. Σύμφωνα με το τρέχον σύστημα ανάθεσης και πληρωμής ελεγκτών, υπάρχουν πάρα πολλά κίνητρα για τους λογιστές ώστε να κάνουν τα στραβά μάτια.
Αυτό είναι γεγονός παρά τις συντονισμένες προσπάθειες, με την πάροδο των ετών, για τη μεταρρύθμιση αυτής της δομής. Οι κανόνες που εγκρίθηκαν στις ΗΠΑ και την Ευρώπη τις τελευταίες δύο δεκαετίες επιβάλλουν στις εισηγμένες εταιρείες να εναλλάσσουν τακτικά ελεγκτικές εταιρείες. Αυτό υποτίθεται ότι θα αποτρέψει τους ανώτερους ελεγκτές να γίνονται πολύ φιλικοί με τη διοίκηση ή να πέφτουν θύματα του λεγόμενου “groupthink”. Άλλες μεταρρυθμίσεις εμποδίζουν τις λογιστικές εταιρείες να πωλούν συμβουλευτικές υπηρεσίες και φορολογικές συμβουλές σε εισηγμένες εταιρείες, όσο υπηρετούν ως ελεγκτές της. Αυτό θα έπρεπε να εξαλείψει τη σύγκρουση συμφερόντων που θα μπορούσε να κάνει έναν ελεγκτή απρόθυμο να αναστατώσει τη διοίκηση μιας εταιρείας.
Τίποτα από αυτά δεν φαίνεται να έχει βοηθήσει ώστε να μειωθεί η συχνότητα των αποτυχιών στους λογιστικούς ελέγχους. Αυτό οφείλεται στο γεγονός ότι καμία από τις μεταρρυθμίσεις δεν έχει διορθώσει στην πραγματικότητα την υποκείμενη αποτυχία της αγοράς: οι ελεγκτές δεν πληρώνονται από τους ανθρώπους για τους οποίους δημιουργούν αξία. Βλέπετε, οι ελεγκτές χρησιμεύουν ως προστάτες των μετόχων, αλλά είναι επίσης ζωτικής σημασίας για τη διατήρηση της πίστης στις δημόσιες αγορές ευρύτερα. Ο αληθινός και δίκαιος λογιστικός έλεγχος είναι δημόσιο αγαθό. Αλλά δεν πληρώνεται από το κοινό.
Οι ελεγκτές προσλαμβάνονται από το διοικητικό συμβούλιο μιας μεμονωμένης εταιρείας, το οποίο μπορεί είναι καλός πληρεξούσιος για τους μετόχους της εταιρείας αλλά μπορεί και να μην είναι, πόσο μάλλον για το συμφέρον της δημόσιας αγοράς στο σύνολό της. Στην πραγματικότητα, θα μπορούσε να ειπωθεί ότι οι μέτοχοι κάθε μεμονωμένης εταιρείας δεν έχουν κανένα λόγο να θέλουν να ακούσουν άβολες αλήθειες. Όσο καλύτερα φαίνονται τα οικονομικά αποτελέσματα μιας εταιρείας, τόσο περισσότερο θα ανεβαίνει η τιμή της μετοχής και τόσο περισσότερα χρήματα είναι πιθανό να κερδίσουν – τουλάχιστον βραχυπρόθεσμα. Οι μόνες οντότητες που επωφελούνται από την απλή αλήθεια είναι η ίδια η αγορά και το κοινό ευρύτερα.
Πώς θα μπορούσε να διορθωθεί αυτό; Ο έλεγχος θα μπορούσε να γίνει κρατική λειτουργία, που θα πληρώνεται από τους φόρους. Αλλά ένα μέρος της αποτυχίας της αγοράς θα μπορούσε να αντιμετωπιστεί με μια λιγότερο ριζοσπαστική λύση: Οι ελεγκτικές εταιρείες θα μπορούσαν να προσλαμβάνονται από τα χρηματιστήρια και να ανατίθενται τυχαία σε εταιρείες.
Με άλλα λόγια, τα χρηματιστήρια θα μπορούσαν να πληρώνουν χρεώνοντας τέλη σε εταιρείες που είναι εισηγμένες και σε χρηματιστές που διαπραγματεύονται στην αγορά. Έτσι, καμία από τις επιχειρήσεις δεν θα ήταν σε μειονεκτική θέση από καθαρή τύχη – οι εταιρείες θα μπορούσαν να αποζημιώνονται σε μια ολισθαίνουσα κλίμακα σχεδιασμένη να αντικατοπτρίζει, τουλάχιστον σε κάποιο βαθμό, την πολυπλοκότητα της ανάθεσης ελέγχου.
Για παράδειγμα, οι λογιστές θα μπορούν να κερδίζουν περισσότερα για έλεγχο σε εταιρείες με μεγαλύτερη χρηματιστηριακή αξία ή υψηλότερα έσοδα. Και για να βελτιωθεί περαιτέρω η ποιότητα του ελέγχου, η ελεγκτική εταιρεία θα πρέπει να λαμβάνει ένα μπόνους κάθε φορά που αποκαλύπτει σημαντικές παρατυπίες.
Πηγή: fortune.com