Τι είδαν οι αναλυτές της BofA στο ταξίδι τους στην Ελλάδα – Οι προοπτικές της οικονομίας και οι κίνδυνοι
- 25/10/2024, 13:12
- SHARE
Σε θετική τροχιά εκτιμά πως βρίσκεται η ελληνική οικονομία η τράπεζα Bank of America μετά το ταξίδι της στην Αθήνα, παρά τους κραδασμούς που προκάλεσαν η Covid 19 και η ενεργειακή κρίση η οποία ενέσκηψε με την εισβολή της Ρωσίας στην Ουκρανία. Σύμφωνα μάλιστα με τον αμερικανικό οίκο, η ανάπτυξη θα συνεχίσει να υπερβαίνει τις επιδόσεις του συνόλου της ευρωζώνης και το 2025/26.
«Η υπεραπόδοση της Ελλάδας θα συνεχιστεί, καθώς η οικονομία της επωφελείται από τρεις σημαντικούς κυκλικούς ανέμους: 1) ρευστότητα χάρη στο Ταμείο Ανάκαμψης 2) πιο μετριοπαθή μετακύλιση της περιοριστικής νομισματικής πολιτικής από ό,τι για τους ομοτίμους της στην ΕΕ, και 3) δημοσιονομική σύνεση και εφαρμογή διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων» σημειώνεται.
Από την άλλη πλευρά, δεδομένης της μικρής επίδρασης της νομισματικής πολιτικής στην ελληνική οικονομία, οι ούριοι άνεμοι από τη χαλάρωση της νομισματικής πολιτικής θα μπορούσαν να είναι σχετικά περιορισμένοι. «Τούτου λεχθέντος, το ταξίδι μας στην Αθήνα μας άφησε επίσης την εντύπωση ότι η οικονομία παραμένει υπό πίεση λόγω πολλών διαρθρωτικών σημείων συμφόρησης. Την ίδια στιγμή, τα θεμελιώδη οικονομικά μεγέθη είναι εύθραυστα (υπερβολική εξάρτηση της οικονομίας από ασταθείς τομείς όπως ο τουρισμός ή η ναυτιλία). Συνεπώς οι κίνδυνοι για τις προοπτικές είναι λοξοί προς τα κάτω» σημειώνει η BofA και προσθέτει: «Αν και δεν συμμεριζόμαστε τις ανησυχίες σχετικά με τον κίνδυνο υπερθέρμανσης της οικονομίας (η χαλάρωση εξακολουθεί να είναι άφθονη), αναγνωρίζουμε ότι οι καθυστερήσεις στην έγκαιρη εφαρμογή των δυνητικών μεταρρυθμίσεων θα μπορούσαν να περιορίσουν την κυκλική ανοδική πορεία, ειδικά λόγω πιθανόν πιστωτικών περιορισμών και των ελλείψεων σε εργατικό δυναμικό».
Ανάπτυξη
Σύμφωνα με την BofA, το α’ εξάμηνο του 2024, η ανάπτυξη διατήρησε τη θετική της δυναμική (ανάπτυξη 1,1% σε τριμηνιαία βάση το δεύτερο τρίμηνο από 0,8% το α’ τρίμηνο). Το οικονομικό κλίμα παρέμεινε αισιόδοξο, η αγορά εργασίας συνέχισε να ανακάμπτει με σταθερό ρυθμό (με το ποσοστό ανεργίας να φτάνει σε μονοψήφια επίπεδα για πρώτη φορά μετά τα χρόνια της κρίσης και η θερινή τουριστική περίοδος ήταν πολύ δυνατή.
Στο πολιτικό μέτωπο, υπάρχει σταθερότητα παρά τις εσωτερικές διαφωνίες στα κύρια κόμματα. Αξίζει να σημειωθεί ότι οι επόμενες εκλογές θα είναι το 2027. Επίσης, οι δημοσιονομικές προοπτικές φαίνονται βελτιωμένες ενώ τα κεφάλαια του Ταμείου Ανάκαμψης δίνουν ώθηση στην οικονομία.
«Συνολικά, τα takeaways από το ταξίδι στην Αθήνα ενισχύουν την άποψή μας για τις μακροοικονομικές προοπτικές. Συνεχίζουμε να πιστεύουμε ότι η ελληνική οικονομία θα είναι μεταξύ όσων υπεραπώσουν στην ΕΕ την περίοδο 2025/26 ενώ η ανάπτυξη θα υπερβαίνει τον περιφερειακό μέσο όρο για ολόκληρο τον προβλεπόμενο ορίζοντα. Η εγχώρια ζήτηση (κυρίως μέσω ιδιωτικής κατανάλωσης και κεφαλαίου κεφαλαίου) είναι πιθανό να παραμείνει η κινητήρια δύναμη του ΑΕΠ – ενώ οι καθαρές εξαγωγές θα αρχίσουν να συμβάλλουν θετικά στην ανάπτυξη ξεκινώντας από το δεύτερο εξάμηνο του 2024. Η αύξηση του διαθέσιμου εισοδήματος και οι βελτιώσεις στην αγορά εργασίας θα διαδραματίσουν βασικό ρόλο στην αύξηση της ιδιωτικής κατανάλωσης, ενώ το Εθνικό Σχέδιο Ανάκαμψης και η συνεχής προσπάθεια για την κάλυψη του χάσματος κεφαλαίου έναντι των ετών της κρίσης θα δώσουν ώθηση στις επενδύσεις».
Επιτόκια
Η μικρή ευαισθησία της ελληνικής οικονομίας στα επιτόκια οφείλεται στη: i) χαμηλή μόχλευση των ελληνικών νοικοκυριών και μη χρηματοπιστωτικών επιχειρήσεων, iii) στη μέση διάρκεια χρέους (κοντά στα 20 έτη), 3) στη δομή του του RRP για κάθε χώρα (που μετριάστηκε η μετακύλιση της νομισματικής πολιτικής σε νέες πιστώσεις για μη χρηματοπιστωτικές εταιρείες).
Τώρα η ΕΚΤ έχει ανοίξει τον κύκλο χαλάρωσης, που θα συνεχιστεί. Ωστόσο, όσο η αυστηροποίηση της νομισματικής πολιτικής δεν ήταν σημαντικός αντίθετος άνεμος κατά τη διάρκεια του κύκλου σύσφιξης, άλλο τόσο θετικός άνεμος δεν θα έπρεπε να είναι και η χαλάρωση για αυτήν τη φάση του κύκλου. Η BofA πιστεύει ότι τα επιτόκια θα διαδραματίσουν πιο οριακό ρόλο στις αποφάσεις επενδύσεων/δαπανών της Ελλάδας έναντι των ομολόγων της ζώνης του ευρώ.
Βελτιωμένος ο τραπεζικός τομέας αλλά αρχίζουν να εμφανίζονται κίνδυνοι πιστωτικών περιορισμών
Σε σχέση με τις τράπεζες, η BofA αναφέρει: «Σχετικά με την πιστωτική δυναμική, οι συναντήσεις μας στην Αθήνα μάς άφησαν μια ξινή επίγευση σχετικά με τον κίνδυνο πιστωτικών περιορισμών. Είναι αλήθεια ότι ο τραπεζικός τομέας βρίσκεται σε πολύ καλύτερη θέση και η εστίαση στη βελτίωση της ποιότητας του ενεργητικού είναι έντονη. Έχουμε την εντύπωση ότι η πρόσβαση στην πιστωτική αγορά είναι ικανοποιητική για τις μεγάλες επιχειρήσεις, αλλά πολύ λιγότερο για τις ΜΜΕ (και τα νοικοκυριά).
Είναι αλήθεια ότι η κληρονομιά του παρελθόντος εξακολουθεί να… δαγκώνει και προτεραιότητα του ελληνικού τραπεζικού τομέα παραμένει -δικαίως- ο περιορισμός των κινδύνων γύρω από τα μη εξυπηρετούμενα ανοίγματα.
Εντούτοις, μεγάλο μέρος της πίστωσης έχει στραφεί πρόσφατα προς μεγάλες μη χρηματοοικονομικές επιχειρήσεις, οι οποίες επωφελούνται από: i) ένα υποστηρικτικό πιστωτικό ιστορικό και ii) τη διευκόλυνση της επιλεξιμότητας για κεφάλαια που συγχρηματοδοτούνται από τα ταμεία της ΕΕ.
Από την άλλη πλευρά, οι ΜμΕ φαίνεται να έχουν περιορισμένη πρόσβαση στην πιστωτική αγορά, καθώς: 1) η επιλεξιμότητα για συγχρηματοδοτούμενα έργα RRP εξαρτάται από την εκπλήρωση των πράσινων/ψηφιακών κριτηρίων που ενδέχεται να μην αποτελούν άμεση προτεραιότητα/προσέγγιση για τις ΜΜΕ και 2) ένα μεγάλο μερίδιο των ΜΜΕ θεωρείται «μη τραπεζικό» δεδομένης της δυσμενούς διάθεσης των τραπεζών για ανάληψη κινδύνων ή/και του ελλιπούς πιστωτικού ιστορικού της εκάστοτε επιχείρησης. Τα παραπάνω προστίθενται στην υποτονική ζήτηση πιστώσεων, όπως αναφέρθηκε στις συναντήσεις μας με Έλληνες εγχώριους παίκτες – αλλά με τη συνήθη επιφύλαξη ότι είναι δύσκολο να ξεμπερδέψουμε αποθαρρυμένοι από την περιττή ζήτηση. Τα διαθέσιμα στοιχεία υποδηλώνουν ότι είναι ένας συνδυασμός και των δύο και οι ελληνικές ΜΜΕ φαίνονται πιο περιορισμένες/αποθαρρυμένες ως προς τις πιστώσεις από ότι οι επιχειρήσεις άλλων χωρών.
Με προτεραιότητα την κλιμάκωση της παραγωγικής ικανότητας σε ολόκληρη την οικονομία προειδοποιούμε για τις αρνητικές επιπτώσεις των πιστωτικών περιορισμών που επανεμφανίζονται για εκείνες τις “μη εξυπηρετούμενες” αλλά αξιόπιστες ΜΜΕ».
Κίνδυνοι
Όπως αναφέρει οι αμερικανικός οίκος, η εφαρμογή του εθνικού σχεδίου ανάκαμψης προχωρά κανονικά – ειδικά στον τομέα των πράσινων επενδύσεων. Μέχρι στιγμής, η Ελλάδα έχει λάβει 17,2 δισ. ευρώ (7,6 δισ. ευρώ σε επιχορηγήσεις και 9,6 δισ. ευρώ σε δάνεια) – περίπου το 48% του συνολικού κονδυλίου του ταμείου RRF. Όσον αφορά την εκτέλεση, ενώ η εκταμίευση της συνιστώσας του δανείου βρίσκεται λίγο-πολύ σε καλό δρόμο, το μέρος της επιχορήγησης εκκρεμεί. Παράλληλα διαπιστώνονται καθυστερήσεις λόγω γραφειοκρατίας.
Από το κονδύλι των επιχορηγήσεων, οι εισπράξεις μετρητών από την ΕΕ ανέρχονται σε 7,6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 3,74 δισ. ευρώ έχουν διοχετευθεί σε επιχειρήσεις και 2,6 δισ. ευρώ έχουν μεταφερθεί από το κράτος σε άλλους φορείς της γενικής κυβέρνησης. Όσον αφορά τα δάνεια, οι εισπράξεις από την ΕΕ ανέρχονται σε 9,6 δισ. ευρώ, εκ των οποίων 2,3 δισ. ευρώ έχουν δοθεί σε επιχειρήσεις.
«Από τις συναντήσεις μας αντιλαμβανόμαστε ότι η Ελλάδα είναι πιθανό να χρειαστεί επέκταση του χρονικού ορίζοντα του RRP τουλάχιστον έως το 2027. Πιθανότατα, δεν θα είναι μόνη που θα ζητήσει παράταση από τις Βρυξέλλες. Ωστόσο, όσον αφορά το RRP για τη συγκεκριμένη χώρα, επισημαίνουμε ότι οι κίνδυνοι δεν σχετίζονται μόνο με καθυστερήσεις υλοποίησης/πραγματικές διολισθήσεις δαπανών πέραν του 2026, αλλά και με την πλήρη απορρόφηση των κεφαλαίων RRP. Δεδομένης της προϋπόθεσης συμμετοχής του ιδιωτικού τομέα στην υλοποίηση του σχεδίου, σε συνδυασμό με αυστηρά κριτήρια επιλεξιμότητας, ελλοχεύει ο κίνδυνος έλλειψης επαρκούς ζήτησης».
Στο δημοσιονομικό μέτωπο, λέει η BofA, «η εικόνα παραμένει ρόδινη. Το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό διαρθρωτικό σχέδιο που δημοσίευσε η κυβέρνηση τον Σεπτέμβριο αντανακλά μια ενάρετη δημοσιονομική πορεία. Συνοπτικά, τα κύρια δομικά στοιχεία του σχεδίου περιλαμβάνουν ονομαστικό έλλειμμα κάτω του 1% τα επόμενα δύο χρόνια και με ασφάλεια κάτω από το όριο του 3% μεσοπρόθεσμα. Το διαρθρωτικό πρωτογενές ισοζύγιο αναμένεται να φτάσει το 2% του ΑΕΠ το 2025 και να συγκλίνει στο 2,3% από το 2028. Ο δείκτης χρέους βρίσκεται σε πτωτική τροχιά . Αυτό που εντυπωσιάζει περισσότερο είναι ότι ο δείκτης ελληνικού χρέους αναμένεται να πέσει κάτω από το ιταλικό έως το 2028.
Αξίζει να σημειωθεί ότι το μεσοπρόθεσμο δημοσιονομικό σχέδιο επωφελείται από καλύτερες του αναμενομένου δημοσιονομικές επιδόσεις λόγω των υψηλών φορολογικών εσόδων. Συνολικά, οι στόχοι για το πρωτογενές πλεόνασμα και οι συντηρητικές υποθέσεις δαπανών στο δημοσιονομικό σχέδιο στέλνουν ένα μήνυμα δημοσιονομικής εξυγίανσης. Αυτό συνεπάγεται περιορισμένους βραχυπρόθεσμους κινδύνους για τα δημόσια οικονομικά, κατά την άποψή μας».
Σε κάθε περίπτωση, ανεπίλυτες διαρθρωτικές προκλήσεις εγκυμονούν καθοδικούς κινδύνους.
«Η θετική άποψή μας πλαισιώνεται από μια ισορροπία κινδύνων που, για εμάς, φαίνεται λοξή προς τα κάτω. Πέρα από τους κινδύνους που προαναφέρθηκαν, επισημαίνουμε τον κίνδυνο βραδύτερου αποπληθωρισμού από ό,τι στην υπόλοιπη ευρωζώνη: ο ελληνικός πληθωρισμός εξακολουθεί να τρέχει πάνω από το 2% (στο 3,1% έναντι 1,7% της ΕΕ τον Σεπτέμβριο. Ο πληθωρισμός θα μπορούσε πράγματι να εμποδίσει την ανάκαμψη του πραγματικού εισοδήματος.
Επίσης, ελλοχεύουν οι κίνδυνοι ασθενέστερης από την αναμενόμενη ανάκαμψη σε ό,τι αφορά το capex. Πράγματι, η επίτευξη του στόχου για capex στο 20% του ΑΕΠ (σύμφωνα με τον τρέχοντα μέσο όρο της ευρωζώνης, έναντι 14% σήμερα) θα μπορούσε να είναι δύσκολη χωρίς αλλαγή καθεστώτος στην αποστροφή κινδύνου. Αυτό αυξάνει τους κινδύνους ελλείψεων στην αγορά εργασίας, ειδικά σε τομείς έντασης εργασίας (όπως οι Κατασκευές και ο Τουρισμός).
Επίσης, η βραχυπρόθεσμη μακροοικονομική εικόνα δεν θα πρέπει να επισκιάζει τις μακροχρόνιες δομικές ευπάθειες. Η βελτίωση της παραγωγικότητας μέσω διαρθρωτικών μεταρρυθμίσεων και η αποτελεσματικότερη κατανομή των πόρων (κεφαλαίου και εργασίας, για την αναβάθμιση της παραγωγικής ικανότητας), η ενίσχυση της ανταγωνιστικότητας και η στροφή προς ένα πιο ανθεκτικό μοντέλο ανάπτυξης παραμένουν βασικές προκλήσεις.
Μεσοπρόθεσμα, θα χρειαστεί προσαρμογή του ισοζυγίου τρεχουσών συναλλαγών ώστε να αντιμετωπιστούν διαρθρωτικές ανισορροπίες που προκύπτουν από τις χαμηλές αποταμιεύσεις των νοικοκυριών και τα ακόμη χαμηλά επίπεδα επενδύσεων. Αυτές οι διαρθρωτικές προκλήσεις που δεν έχουν αντιμετωπιστεί αφήνουν την οικονομία εκτεθειμένη σε εξωτερικούς κινδύνους» λέει η BofA.
Συν τοις άλλοις, οι μεταρρυθμίσεις στην αγορά εργασίας θα ενισχύσουν την αγορά εργασίας, όπως και οι προσπάθειες ψηφιοποίησης της οικονομίας. Τέλος, σημαντικό είναι να επιταχυνθεί η απονομή δικαιοσύνης, καταλήγει η αμερικανική τράπεζα.