Τι ισχύει για όσους δεν αποκαλύπτουν συναλλαγές ύποπτες για «ξέπλυμα μαύρου χρήματος»
- 02/11/2018, 11:14
- SHARE
Τα πρόστιμα και οι συνέπειες.
Με βαριά πρόστιμα, που μπορεί να φτάσουν σε ύψος ακόμη και το ένα εκατομμύριο ευρώ, απειλούνται λογιστές – φοροτεχνικοί και νομικά πρόσωπα παροχής λογιστικών – φοροτεχνικών υπηρεσιών, μεσίτες ακινήτων, έμποροι και εκπλειστηριαστές αγαθών μεγάλης αξίας, συμβολαιογράφοι και άλλοι επαγγελματικοί κλάδοι οι οποίοι συμμετέχουν λόγω της ιδιότητάς τους σε επενδυτικές συναλλαγές και δεν αναφέρουν στην Ανεξάρτητη Αρχή Δημοσίων Εσόδων (ΑΑΔΕ) συναλλαγές ύποπτες για «ξέπλυμα μαύρου χρήματος».
Αυτό προβλέπει εγκύκλιος της ΑΑΔΕ, η οποία περιλαμβάνει οδηγίες για την καταπολέμηση του ξεπλύματος βρώμικου χρήματος και αφορά τους εξής επαγγελματικούς κλάδους:
α) εξωτερικούς λογιστές – φοροτεχνικούς και νομικά πρόσωπα παροχής λογιστικών – φοροτεχνικών υπηρεσιών, καθώς και ιδιώτες ελεγκτές,
β) μεσίτες ακινήτων, για συναλλαγές των οποίων η αξία ανέρχεται σε τουλάχιστον 10.000 ευρώ, ανεξαρτήτως αν το ποσό αυτό αφορά αγορά, πώληση ή μηνιαίο μίσθωμα εκμίσθωσης ακινήτου, και
γ) έμπορους και εκπλειστηριαστές αγαθών μεγάλης αξίας, όταν η αξία της συναλλαγής ανέρχεται σε τουλάχιστον 10.000 ευρώ, ανεξάρτητα από το εάν αυτή διενεργείται με μια μόνο πράξη ή με περισσότερες, μεταξύ των οποίων φαίνεται να υπάρχει κάποια σχέση.
Ως έμποροι αγαθών μεγάλης αξίας νοούνται ιδίως:
1) Οι επιχειρήσεις εξόρυξης, παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας πολύτιμων και ημιπολύτιμων λίθων, οι επιχειρήσεις παραγωγής, επεξεργασίας και εμπορίας πολύτιμων μετάλλων και παράγωγων προϊόντων, οι επιχειρήσεις εμπορίας μαργαριταριών και κοραλλιών και οι επιχειρήσεις κατασκευής και εμπορίας κοσμημάτων και ρολογιών,
2) οι επιχειρήσεις εμπορίας παλαιών αντικειμένων αξίας (αντίκες), αρχαιοτήτων, μεταλλίων, παλαιών γραμματοσήμων και νομισμάτων και λοιπών συλλεκτικών ειδών αξίας, καθώς και οι επιχειρήσεις ή επαγγελματίες παραγωγής ή κατασκευής και εμπορίας έργων και αντικειμένων τέχνης γενικά, καθώς και μουσικών οργάνων,
3) πρόσωπα που εμπορεύονται ή ενεργούν ως μεσάζοντες στο εμπόριο έργων τέχνης, συμπεριλαμβανομένου του εμπορίου που πραγματοποιείται σε αίθουσες έργων τέχνης και οίκους δημοπρασιών,
4) οι επιχειρήσεις παραγωγής και εμπορίας ταπήτων και χαλιών, ειδών γουνοποιίας, δερμάτινων ειδών και ενδυμάτων γενικά,
5) οι επιχειρήσεις εμπορίας επιβατικών αυτοκινήτων ιδιωτικής χρήσης, ελικοπτέρων, αεροσκαφών και σκαφών αναψυχής γενικά.
Οι παραπάνω πρέπει να λαμβάνουν τα μέτρα δέουσας επιμέλειας στις περιπτώσεις που οι πελάτες τους κάνουν μια από τις παρακάτω ενέργειες:
1. Όταν συνάπτουν επιχειρηματική σχέση.
2. Όταν διενεργούν περιστασιακή συναλλαγή που:
α) ανέρχεται σε ποσό ίσο ή μεγαλύτερο των 15.000 ευρώ είτε η συναλλαγή αυτή πραγματοποιείται με μία και μόνη πράξη είτε με περισσότερες που φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους, β) αποτελεί μεταφορά χρηματικών ποσών, σύμφωνα με τον ορισμό του στοιχείου 9 του άρθρου 3 του Κανονισμού (ΕΕ) 2015/847 του Ευρωπαϊκού Κοινοβουλίου και του Συμβουλίου (ΕΕ L 141) άνω των 1.000 ευρώ,
3. όταν πρόκειται για πρόσωπα που εμπορεύονται αγαθά και διενεργούν περιστασιακή συναλλαγή σε μετρητά που αφορά ποσό 10.000 ευρώ τουλάχιστον, ανεξάρτητα από το αν διενεργείται με μία μόνη πράξη ή με περισσότερες που φαίνεται να συνδέονται μεταξύ τους,
4. όταν υπάρχει υπόνοια νομιμοποίησης εσόδων από εγκληματικές δραστηριότητες ή χρηματοδότησης της τρομοκρατίας, ανεξάρτητα από κάθε παρέκκλιση, εξαίρεση ή κατώτατο όριο ποσού,
5. όταν υπάρχουν αμφιβολίες για την ακρίβεια, την πληρότητα ή την επάρκεια των στοιχείων που συγκεντρώθηκαν προηγουμένως για την πιστοποίηση και την επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη ή του πραγματικού δικαιούχου.
Στα μέτρα δέουσας επιμέλειας περιλαμβάνεται:
α) η εξακρίβωση και επαλήθευση της ταυτότητας του πελάτη, πριν από τη σύναψη της επιχειρηματικής σχέσης ή τη διενέργεια της συναλλαγής, βάσει εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών από αξιόπιστη και ανεξάρτητη πηγή.
Όταν ο πελάτης ενεργεί μέσω εξουσιοδοτημένου προσώπου, το υπόχρεο πρόσωπο εφαρμόζει την ίδια υποχρέωση και για το πρόσωπο αυτό. Επισημαίνεται ότι με την ΠΟΛ.1200/2018 Απόφαση του Διοικητή της Α.Α.Δ.Ε. ορίστηκαν τα έγγραφα και τα στοιχεία που χρησιμοποιούνται από τα υπόχρεα πρόσωπα για την πιστοποίηση και επαλήθευση της ταυτότητας των πελατών τους κατά την εφαρμογή των μέτρων δέουσας επιμέλειας του Ν.4557/2018.
β) η εξακρίβωση της ταυτότητας του πραγματικού δικαιούχου, πριν από τη σύναψη της επιχειρηματικής σχέσης ή τη διενέργεια της συναλλαγής, την επικαιροποίηση των στοιχείων και τη λήψη εύλογων μέτρων για την επαλήθευση αυτών, ώστε να διασφαλίζεται ότι το υπόχρεο πρόσωπο γνωρίζει τον πραγματικό δικαιούχο. Όσον αφορά τα νομικά πρόσωπα, τα καταπιστεύματα ή άλλα νομικά μορφώματα, λαμβάνονται εύλογα μέτρα για να γίνει γνωστή η διάρθρωση του καθεστώτος ιδιοκτησίας και ελέγχου του πελάτη.
γ) η αξιολόγηση και ανάλογα με την περίπτωση η συλλογή πληροφοριών για το αντικείμενο και τον σκοπό της επιχειρηματικής σχέσης. Ως επιχειρηματική σχέση ορίζεται, σύμφωνα με την παρ.16 του άρθρου 3 του Ν.4557/2018, η επιχειρηματική, επαγγελματική ή εμπορική σχέση, η οποία συνδέεται με τις επαγγελματικές δραστηριότητες των υπόχρεων προσώπων και η οποία αναμένεται, κατά τον χρόνο σύναψής της, ότι θα έχει κάποια διάρκεια.
δ) η άσκηση συνεχούς εποπτείας όσον αφορά την επιχειρηματική σχέση, με ενδελεχή εξέταση των συναλλαγών που πραγματοποιούνται κατά τη διάρκεια αυτής, προκειμένου να εξασφαλίζεται ότι οι συναλλαγές ή δραστηριότητες συνάδουν με τις γνώσεις που έχουν τα υπόχρεα πρόσωπα σχετικά με τον πελάτη, τις επαγγελματικές δραστηριότητες και το προφίλ κινδύνου του, καθώς και, εφόσον απαιτείται, την προέλευση των κεφαλαίων. Στο πλαίσιο της άσκησης συνεχούς εποπτείας τα υπόχρεα πρόσωπα διασφαλίζουν την τήρηση ενημερωμένων εγγράφων, δεδομένων ή πληροφοριών.
Σημειώνεται ότι, σύμφωνα με την παρ.2 του άρθρου 13, στις περιπτώσεις κατά τις οποίες το υπόχρεο πρόσωπο δεν μπορεί να συμμορφωθεί με τις απαιτήσεις δέουσας επιμέλειας ως προς τον πελάτη που προβλέπονται στις πρώτες τρεις ως άνω περιπτώσεις, δεν εκτελεί συναλλαγές του, δεν συνάπτει επιχειρηματική σχέση ή διακόπτει οριστικά αυτήν και εξετάζει αν συντρέχει υποχρέωση αναφοράς στην Αρχή Καταπολέμησης της Νομιμοποίησης Εσόδων από Εγκληματικές Δραστηριότητες (Αρχή).
Η συγκεκριμένη υποχρέωση δεν εφαρμόζεται, μεταξύ άλλων, από λογιστές – φοροτεχνικούς συμβούλους στις περιπτώσεις μόνο που τα εν λόγω πρόσωπα εκτελούν τα καθήκοντά τους στο πλαίσιο της υπεράσπισης των πελατών τους σε δικαστικές διαδικασίες ή σχετικά με αυτές, συμπεριλαμβανομένης της παροχής συμβουλών αναφορικά με την κίνηση ή αποφυγή τέτοιων διαδικασιών.
Εάν πρόκειται για συναλλαγές με πρόσωπα «υψηλού κινδύνου», π.χ πολιτικά πρόσωπα, οι υπόχρεοι οφείλουν να ενεργοποιούν πρόσθετες δικλείδες ασφαλείας, ενώ σε κάθε περίπτωση υποχρεούνται να αναφέρουν ύποπτες συναλλαγές στην Αρχή για το Ξέπλυμα ή και να απέχουν εφόσον θεωρούν ότι πρόκειται για διαδικασίες «ξεπλύματος».
Οι προβλεπόμενες ποινές διακρίνονται σε ποινικές και διοικητικές και ειδικότερα:
1. Ποινικές κυρώσεις και συγκεκριμένα φυλάκιση έως 2 χρόνια
2. Διοικητικές κυρώσεις και συγκεκριμένα:
α) Στα υπόχρεα νομικά πρόσωπα ή οντότητες:
i) πρόστιμο σε βάρος του νομικού προσώπου ή της οντότητας μέχρι 1.000.000 ευρώ.
ii) πρόστιμο σε βάρος των μελών του διοικητικού συμβουλίου, του διευθύνοντος συμβούλου, των διευθυντικών στελεχών ή άλλων υπαλλήλων του νομικού προσώπου ή της οντότητας, υπεύθυνων για την τέλεση των παραβάσεων ή ασκούντων ανεπαρκή έλεγχο ή εποπτεία επί των υπηρεσιών, υπαλλήλων και δραστηριοτήτων του νομικού προσώπου ή της οντότητας, λαμβανομένης υπόψη της θέσης ευθύνης και των εν γένει καθηκόντων τους, μέχρι 1.000.000 ευρώ.
iii) απομάκρυνση των ανωτέρω προσώπων από τη θέση τους, για ορισμένο ή αόριστο χρόνο, και απαγόρευση ανάληψης άλλης αντίστοιχης θέσης,
iv) δημόσια ανακοίνωση που αναφέρει το νομικό πρόσωπο ή την οντότητα και τη φύση της παράβασης,
v) οριστική απαγόρευση της άσκησης ορισμένων δραστηριοτήτων του νομικού προσώπου ή της οντότητας, της ίδρυσης νέων υποκαταστημάτων στην Ελλάδα ή σε άλλη χώρα ή της αύξησης του μετοχικού κεφαλαίου αν πρόκειται για ανώνυμη εταιρεία,
vi) σε περίπτωση σοβαρών ή επανειλημμένων παραβάσεων, οριστική ή προσωρινή ανάκληση ή αναστολή για συγκεκριμένο χρονικό διάστημα της άδειας λειτουργίας του νομικού προσώπου ή της οντότητας ή απαγόρευση της άσκησης της επιχειρηματικής δραστηριότητας.
β) Στα υπόχρεα φυσικά πρόσωπα:
i) πρόστιμο μέχρι 1.000.000 ευρώ,
ii) δημόσια ανακοίνωση που αναφέρει το φυσικό πρόσωπο και τη φύση της παράβασης,
iii) οριστική ή προσωρινή απαγόρευση της άσκησης της επιχειρηματικής ή επαγγελματικής τους δραστηριότητας.