Τι προβλέπουν οι διεθνείς οίκοι για την Ελλάδα το 2018
- 26/12/2017, 12:10
- SHARE
Η επόμενη μέρα μετά το Μνημόνιο, η έξοδος στις αγορές και η ανάπτυξη.
Το ζήτημα της επόμενης μέρας μετά το πέρας του ελληνικού προγράμματος τον Αύγουστο του 2018 βάζουν στο τραπέζι διεθνείς οίκοι και αναλυτές για τη χώρα μας. Θα πετύχει η Ελλάδα μια «καθαρή έξοδο» από το πρόγραμμα ή θα χρειαστεί μια γραμμή στήριξης της οικονομίας, έστω και προληπτικά; Θα πιάσει το υπουργείο Οικονομικών τους στόχους για το 2018; Είναι βιώσιμα τα πρωτογενή πλεονάσματα και οι στόχοι του ελληνικού προγράμματος;
Στα παραπάνω ερωτήματα τοποθετούνται με αναλύσεις τους η Citigroup, το Eurasia Group και η Deutsche Bank.
Όσον αφορά στο «clean exit» της Ελλάδας από το Μνημόνιο, η Citigroup υποστηρίζει πως αν αυτό επιτευχθεί, θα συμβεί αφού προηγουμένως η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ έχει υποβάλλει τους Έλληνες πολίτες σε νέα μέτρα λιτότητας, περίπου 2 δισ. ευρώ ή 1% του ΑΕΠ, σύμφωνα με τον προϋπολογισμό του 2018. «Αν και η αγορά εστιάζει στη διάκριση μίας “καθαρής” έναντι μίας “υποβοηθούμενης” εξόδου, το πιο σημαντικό ερώτημα είναι αν η έξοδος αυτή θα είναι “άτακτη” ή “συνεργατική”», σημειώνει η Deutsche Bank, προσθέτοντας πως “μία συνεργατική έξοδος θα απαιτούσε αμοιβαία συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρώπης για τον τρόπο λειτουργίας μετά τον Αύγουστο του 2018”.
Το Eurasia Group δεν βλέπει κι αυτό μια «καθαρή έξοδο», αλλά μια «ενισχυμένη εποπτεία» που παραμένει το πιο πιθανό πλαίσιο μετά το πρόγραμμα, για την Ελλάδα. Όσον αφορά στο ενδεχόμενο πρόωρων εκλογών, το βασικό σενάριο για την Eurasia είναι ότι οι εκλογές θα πραγματοποιηθούν τον Σεπτέμβριο ή τον Ιούνιο του 2019, αν και υπάρχει πιθανότητα 45% να γίνουν μετά τον Αύγουστο του 2018, μετά την «καθαρή» ή μη έξοδο της χώρας από το μνημόνιο.
«Θα στηρίξουν οι Ευρωπαίοι μία “καθαρή” έξοδο για την Ελλάδα (από το πρόγραμμα, που λήγει τον Αύγουστο του 2018)», είναι το ερώτημα που θέτει η Deutsche Bank. «Τι θα συμβεί με την ελάφρυνση του χρέους και το ΔΝΤ», είναι ένα δεύτερο ερώτημα. «Αρχίζοντας με το τελευταίο ερώτημα, είναι εύλογο ότι το ΔΝΤ θα υποχωρήσει στη λήψη αποφάσεων το επόμενο έτος», σημειώνει η Deutsche Bank, προσθέτοντας: «Δεν συμμετέχει ούτως ή άλλως στη χρηματοδότηση και αυτό θα κάνει ευκολότερη τη συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και των Ευρωπαίων. Από την πλευρά των Ευρωπαίων, θα υπάρχει μικρότερη ανάγκη να βασισθούν στο ΔΝΤ για την επιβολή πειθαρχίας στους όρους του προγράμματος, δεδομένου ότι το πρόγραμμα λήγει. Ένας μειωμένος ρόλος για το ΔΝΤ θα έρθει σε ένα πολιτικά βολικό χρονικό διάστημα, καθώς εντείνονται οι συζητήσεις σχετικά με τη μετατροπή του ESM (Ευρωπαϊκού Μηχανισμού Σταθερότητας) σε ένα ευρωπαϊκό νομισματικό ταμείο».
Για την ελληνική πλευρά, η μείωση της επιρροής του ΔΝΤ στις διαπραγματεύσεις «θα μειώσει τις απαιτήσεις για μεγαλύτερη δημοσιονομική σύσφιξη, ακόμη και να αυτό γίνει με κόστος την προσφορά μικρότερης εμπροσθοβαρούς ελάφρυνσης χρέους από τους Ευρωπαίους», σημειώνει η έκθεση, προσθέτοντας: «Το βασικό μας σενάριο είναι ότι η εμπλοκή του ΔΝΤ στο πρόγραμμα θα είναι σημαντικά χαμηλότερη το επόμενο έτος, κάτι που συμπίπτει βολικά με την αποχώρηση του Βόλφγκανγκ Σόιμπλε από το γερμανικό υπουργείο Οικονομικών».
Στο ερώτημα πώς θα μοιάζει η έξοδος της Ελλάδας, η γερμανική τράπεζα σημειώνει: «Αν και η αγορά εστιάζει στη διάκριση μίας “καθαρής” έναντι μίας “υποβοηθούμενης” εξόδου, το πιο σημαντικό ερώτημα είναι αν η έξοδος θα είναι “άτακτη” ή “συνεργατική”. Μία συνεργατική έξοδος θα απαιτούσε αμοιβαία συμφωνία μεταξύ της Ελλάδας και της Ευρώπης για τον τρόπο λειτουργίας μετά τον Αύγουστο του 2018. Η ελληνική πλευρά είναι πιθανό να ζητήσει μία έξοδο που δεν θα προβλέπει όρους πολιτικής μέσω ενός νέου μνημονίου (δηλαδή, χωρίς πιστωτική γραμμή από τον ESM). Η ευρωπαϊκή πλευρά είναι πιθανόν να ζητήσει τη διατήρηση της δημοσιονομικής πειθαρχίας, αν και με μεγαλύτερη διέξοδο απ’ ό,τι προβλέπεται σήμερα με βάση το επικυρωμένο από το ΔΝΤ πρόγραμμα. Αν δεν υπάρξει πιστωτική γραμμή του ESM, η πρόβλεψη μίας συγκρατημένης και σταδιακής ελάφρυνσης χρέους, που θα προϋποθέτει ότι η Ελλάδα θα διατηρεί τη δημοσιονομική πειθαρχία και θα εξαρτάται από τη μεσοπρόθεσμη ανάπτυξη, είναι πιθανόν να προσφέρει έναν βασικό μεσοπρόθεσμο μηχανισμό επιβολής. Η ενδεχόμενη συμμετοχή στις επανεπενδύσεις του QE της ΕΚΤ καθώς και η διαδικασία του υπερβολικού ελλείμματος μπορεί να αποτελεί ένα άλλο έμμεσο κίνητρο και επίσης μηχανισμό επιβολής».