Τι προβλέπουν οι οίκοι αξιολόγησης για την ελληνική έξοδο
- 05/07/2018, 10:02
- SHARE
Οι εκτιμήσεις των Morgan Stanley, UBS, HSBC, Deutsche Bank και Goldman Sachs για την οικονομία, τα ομόλογα και τη βιωσιμότητα του χρέους.
Ενώ οι αποδόσεις των 10ετών ελληνικών ομολόγων υποχώρησαν κάτω του 4% (3,96%), με το 7ετές να κινείται στην περιοχή της έκδοσής του (3,49%), στην αγορά, αναλυτές και οικονομολόγοι εξετάζουν τα δεδομένα της επόμενης ημέρας της εξόδου από το πρόγραμμα διάσωσης.
Στα θετικά αναμένουν και άλλες αναβαθμίσεις της ελληνικής οικονομίας, με το ελληνικό χρέος ωστόσο να παραμένει ακόμη στην κατηγορία «σκουπίδια», καθώς παρά την αναβάθμιση της S&P, τα ελληνικά ομόλογα απέχουν 4 βαθμίδες ώστε να βρεθούν στην επενδυτική κατηγορία (investment grade).
Για τη Morgan Stanley, σύμφωνα με το Bήμα, δημιουργείται ένα παράθυρο ευκαιρίας για ένταξη της χώρας στο QE, καθώς η ΕΚΤ θα μπορούσε να συμπεριλάβει την Ελλάδα στο πρόγραμμα ποσοτικής χαλάρωσης που ολοκληρώνεται στο τέλος του έτους. Οπως αναφέρει, με δεδομένη την εκτίμηση της Κομισιόν ότι το χρέος θα ακολουθήσει καθοδική πορεία, υπάρχει παράθυρο ευκαιρίας η ευρωτράπεζα να κάνει αυτό το βήμα. Το παράθυρο ωστόσο μπορεί να είναι «μικρό» αναφέρει, καθώς μετά το τέλος του προγράμματος στις 20 Αυγούστου, δεδομένης της αξιολόγησης της οικονομίας σε επίπεδο κατώτερο της επενδυτικής βαθμίδας, κάτι τέτοιο (η είσοδος στο QE) μοιάζει απίθανο.
Ερώτημα αποτελεί επίσης αν η ΕΚΤ θα θεωρήσει τη μεταμνημονιακή επιτήρηση ισοδύναμη με τα προγράμματα, διατηρώντας το waiver στις τράπεζες. Οι πιθανότητες δείχνουν αυξημένες, αν και κάτι τέτοιο θεωρητικά αντιτίθεται στο αφήγημα της κυβέρνησης περί «καθαρής εξόδου».
Νέες εκδόσεις ομολόγων
Πάντως, αναλυτές της UBS «βλέπουν» περιθώρια ανόδου των τιμών των ελληνικών ομολόγων (πτώση των αποδόσεων), καθώς στην αγορά βρίσκονται προς διαπραγμάτευση μόλις 40 δισ. ευρώ ομόλογα ή μόλις το 11% του ελληνικού χρέους, ενώ τα επόμενα χρόνια αναμένονται περιορισμένες νέες εκδόσεις οι οποίες προσφέρουν ήδη μεγαλύτερη νομική προστασία. Για την HSBC, καθώς οι χρηματοδοτικές ανάγκες της Ελλάδας έχουν περιοριστεί τα επόμενα χρόνια και το ελληνικό ρίσκο έχει μειωθεί, τα ελληνικά ομόλογα με λήξη μικρότερη της 10ετίας εμφανίζονται ελκυστικά. Το 5ετές ομόλογο εξακολουθεί να έχει αξία, ενώ συστήνει και αγορά 3ετών ομολόγων αν η χώρα βγει στις αγορές.
Στο μακροπρόθεσμο διάστημα το μονοπάτι του χρέους εμφανίζεται περισσότερο αβέβαιο, παρατηρούσε η Morgan Stanley, ενώ κλειδί αποτελεί η επίτευξη υψηλής και διατηρήσιμης ανάπτυξης. Η κυκλική ανάκαμψη θα αρχίσει να αποκτά σταδιακά κάποια δυναμική. Ομως εκτός από τον οικονομικό κύκλο, η δυνητική ανάπτυξη αποτελεί τη λύση στο υψηλό χρέος που είναι αντικείμενο προσοχής για δεκαετίες. Η ανάπτυξη σε κάθε περίπτωση αποτελεί το «κλειδί» της λύσης.
Αν κάποιος κάνει πρόβλεψη για τα επόμενα 40 χρόνια, είναι ευνόητο το πόσο πιο αβέβαια μπορεί να είναι αυτά τα στοιχεία και, ειδικότερα, το πόσο ευάλωτα γίνονται τα συμπεράσματα σε ό,τι αφορά τις υποθέσεις. Δεν υπάρχει κάποιος μαγικός αριθμός, κάποια μαγική συνθήκη που να καθορίζει αν το χρέος είναι μακροπρόθεσμα βιώσιμο ή όχι, παρατηρούσε η Deutsche Bank, η οποία στη δική της «ανάλυση βιωσιμότητας», με τη βοήθεια και ακαδημαϊκών, εμφανίζεται έντονα προβληματισμένη αναφορικά με την ικανότητα της Ελλάδας να διατηρήσει για μια μακρά περίοδο (2023-2060) πλεονάσματα 2,2% και μακροπρόθεσμο ρυθμό ανάπτυξης πάνω από 1%. Εκτιμά δε πως μικρές αποκλίσεις από τις βασικές υποθέσεις θα θέσουν τελικά το χρέος κάποια στιγμή την επόμενη 20ετία σε μη βιώσιμη πορεία. Προτείνει μάλιστα έναν μηχανισμό μείωσης της παρούσας αξίας του χρέους που να είναι συμβατός με το θεσμικό πλαίσιο της ΕΕ, αποφεύγοντας και τον αποκαλούμενο «ηθικό κίνδυνο».
Μείωση χρέους έως το 2030
Οι προσομοιώσεις της Morgan Stanley δείχνουν επίσης ότι σε σχέση με το ΑΕΠ, το μέγεθος του δημόσιου χρέους πιθανότατα θα μειωθεί, τουλάχιστον μέχρι το 2028-30. Μακροπρόθεσμα ωστόσο βλέπει πτωτικά ρίσκα, ενώ οι υποθέσεις σε πολλές περιπτώσεις μπορεί να είναι έλλογες καθώς είναι μάλλον απίθανο να προβλέψει κάποιος τις δυνάμεις της ίδιας της αγοράς.
Για την Goldman Sachs μάλιστα στο τέλος της περιόδου χάριτος, το 2032, καθώς τα δάνεια του επίσημου τομέα θεωρούνται «υποδεέστερα» αυτών του ιδιωτικού τομέα, μια περαιτέρω επέκταση των ωριμάνσεων αυτών των (επίσημων) δανείων, υπό την προϋπόθεση ότι η Ελλάδα θα διατηρήσει δημοσιονομικά υπεύθυνη πολιτική, είναι μάλλον δεδομένη.
Το αν το δημόσιο χρέος της Ελλάδας είναι βιώσιμο ή όχι θα εξαρτηθεί πάντως από πολλές συνθήκες. Η Morgan Stanley θεωρεί ότι τα ρίσκα έχουν υποχωρήσει. Οι ευρωπαίοι εταίροι είναι προσηλωμένοι στο να βοηθήσουν, αν η Ελλάδα συνεχίσει τις μεταρρυθμίσεις. Η έξοδος από το πρόγραμμα διάσωσης θα είναι επιτυχής, καταλήγει, όμως τα ρίσκα για τη συνέχεια μάλλον θα αυξηθούν.