Τι σχεδιάζουν οι νέοι μέτοχοι του ΔΕΣΦΑ: Πλάνο για επενδύσεις ύψους 330,66 εκατ
- 30/04/2018, 12:53
- SHARE
Στόχος η αναβάθμιση του ρόλου του ΔΕΣΦΑ στην ενεργειακή σκακιέρα μέχρι το 2023.
Η αναβάθμιση του ρόλου του Διαχειριστή Εθνικού Συστήματος Φυσικού Αερίου (ΔΕΣΦΑ) στη διεθνή ενεργειακή σκηνή είναι το επόμενο μεγάλο στοίχημα για τους επενδυτές που απέκτησαν το 66% των μετοχών, οι οποίοι δεσμεύονται να υλοποιήσουν και το υφιστάμενο business plan του.
Όπως αναφέρουν στο ΑΠΕ- ΜΠΕ πηγές προσκείμενες στην όλη διαδικασία, το εν λόγω business plan προβλέπει την εκτέλεση ενός επενδυτικού σχεδίου ύψους 330,66 εκατ. ευρώ για το διάστημα 2017- 2023, εκ των οποίων περίπου 100 εκατ. ευρώ αφορούν σε έργα υπό εξέλιξη (όπως αυτό της αναβάθμισης της Ρεβυθούσας), ενώ τα υπόλοιπα αφορούν σε νέα έργα.
Σημειώνεται ότι ο διαγωνισμός για την πώληση του 66% του ΔΕΣΦΑ που «έτρεξε» το ΤΑΙΠΕΔ, ήταν ένας από τους πιο γρήγορους και αποτελεσματικούς, που οδήγησε παράλληλα σε ιδιαίτερα υψηλά επίπεδα το προσφερόμενο τίμημα, ενώ διασφαλίστηκαν και οι μελλοντικές επενδύσεις που πρέπει να γίνουν στον ΔΕΣΦΑ, όπως και τα συμφέροντα του ελληνικού δημοσίου μετά την ιδιωτικοποίηση.
Η τελική οικονομική προσφορά της κοινοπραξίας από τη SNAM (απαρτίζεται από τις Snam S.p.A., Enags Internacional S.L.U. και Fluxys S.A.) για το 66% του ΔΕΣΦΑ ανήλθε στο ποσό των 535 εκατ. ευρώ, ενώ το καθαρό έσοδο για το πρόγραμμα αποκρατικοποιήσεων διαμορφώνεται σε 251,28 εκατ. ευρώ (το υπόλοιπο ποσό είναι των ΕΛΠΕ).
Στα εν λόγω ποσά δεν περιλαμβάνεται το μέρισμα για τη χρήση του 2017 ύψους 45,5 εκατ. ευρώ, το οποίο σύμφωνα με τις προβλέψεις της σύμβασης αγοραπωλησίας μετοχών θα διανεμηθεί στους υφιστάμενους μετόχους του ΔΕΣΦΑ και ειδικά για το ΤΑΙΠΕΔ διαμορφώνεται σε περίπου 26 εκατ. ευρώ. Σημειώνεται πως στην προηγούμενη διαγωνιστική διαδικασία δεν υπήρχε ανάλογη πρόβλεψη για απόδοση του μερίσματος στους υφιστάμενους μετόχους.
Στο κείμενο της συμφωνίας μετόχων, οι επενδυτές και το ελληνικό δημόσιο δεσμεύονται με μια σειρά αρχών και παραδοχών:
– Όσο το Δημόσιο κατέχει άνω του 20% των μετοχών του ΔΕΣΦΑ, θα έχει τη δυνατότητα να ορίζει τον πρόεδρο του διοικητικού συμβουλίου, ενώ ακόμα και όταν το μερίδιο υποχωρήσει κάτω από το 20%, όσο παραμένει άνω του 10% το Δημόσιο θα ορίζει τον αντιπρόεδρο.
– Προστίθενται δύο ανεξάρτητα ακόμη μέλη στο διοικητικό συμβούλιο, τα οποία θα ορίζονται από κοινού από τον επενδυτή και το Δημόσιο.
– Το διοικητικό συμβούλιο έχει τη δυνατότητα να απαρτίζεται μόνον από μη εκτελεστικά μέλη, ενισχύοντας τον εποπτικό του ρόλο σύμφωνα με τις σύγχρονες μορφές εταιρικής διακυβέρνησης.
– Σε ευθυγράμμιση με τις βέλτιστες πρακτικές εταιρικές διακυβέρνησης, προβλέπεται η σύσταση τετραμελών
Επιτροπών Ελέγχου και Επιτροπής Διορισμών και Αποδοχών (δύο μέλη ορίζονται από τον επενδυτή, ένα μέλος ορίζεται από το Δημόσιο, ενώ ο πρόεδρος θα είναι ανεξάρτητο μέλος)
– Με την προηγούμενη σύμβαση μετόχων, η αυξημένη πλειοψηφία στη γενική συνέλευση που απαιτείται για σημαντικά θέματα (μεταβολή μετοχικού κεφαλαίου, αλλαγή σκοπού εταιρείας, λύση της εταιρείας κ.λπ.) περιοριζόταν στις ελάχιστες προβλέψεις του νόμου (απαρτία και θετική ψήφος 66%). Με τη νέα σύμβαση, τα ποσοστά αυτά αυξάνονται στο 75%, δηλαδή αρκεί το 25% για να μπλοκαριστούν οι εν λόγω σημαντικές αποφάσεις.
Κατά συνέπεια, ακόμη και εάν μειωθεί περαιτέρω το ποσοστό του Δημοσίου (από 34% σήμερα μετά την πώληση), δεν θα χαθεί αυτή η δυνατότητα.
– Με τη νέα σύμβαση, το Δημόσιο αποκτά δικαιώματα αρνησικυρίας για θέματα που αφορούν στη συμμετοχή του ΔΕΣΦΑ σε έργα εκτός Ελλάδας και σε διακρατικά ή διεθνή έργα, μέρη των οποίων περιλαμβάνουν την Ελλάδα. Τα δικαιώματα ασκούνται τόσο σε επίπεδο διοικητικού συμβουλίου, όσο και σε επίπεδο γενικής συνέλευσης. Με τον τρόπο αυτό εξασφαλίζεται η μη έκθεση του ΔΕΣΦΑ σε επισφαλείς επενδύσεις, διαφυλάσσεται το Εθνικό Σύστημα Φυσικού Αερίου και υπάρχει πρόνοια για αντιμετώπιση ζητημάτων γεωπολιτικού χαρακτήρα.
– Ο επενδυτής (και οποιαδήποτε εταιρεία συνδέεται με εταιρεία που παράλληλα συνδέεται με τον επενδυτή) δεν θα έχει δικαίωμα να αναλάβει επιχειρηματικές δραστηριότητες στην Ελλάδα ανταγωνιστικές του ΔΕΣΦΑ για διάρκεια δύο ετών.
Είναι χαρακτηριστικό ότι, όπως προαναφέρθηκε, η διαγωνιστική διαδικασία πώλησης του πλειοψηφικού πακέτου του ΔΕΣΦΑ ήταν η πιο σύντομη που έχει «τρέξει» έως σήμερα το ΤΑΙΠΕΔ, με το χρονοδιάγραμμα να ορίζεται αυστηρά από τη συμφωνία του μνημονίου.
Από την εκκίνηση του διαγωνισμού με την δημοσίευση της πρόσκλησης εκδήλωσης ενδιαφέροντος έως την υποβολή των δεσμευτικών προσφορών και την ανακήρυξη του προτιμητέου επενδυτή μεσολάβησαν περίπου 9 μήνες.
Ενδεικτικά, τον Ιούνιο 2017 αναρτήθηκε η πρόσκληση εκδήλωσης ενδιαφέροντος, τον Οκτώβριο η πρόσκληση υποβολής δεσμευτικών προσφορών, τον Φεβρουάριο εφέτος έγινε η υποβολή των δεσμευτικών προσφορών και τον Απρίλιο η ανακήρυξη του προτιμητέου επενδυτή.
Παρά το πιεστικό χρονοδιάγραμμα και το γεγονός ότι τα κριτήρια επιλογής διαμόρφωσαν ένα συγκεκριμένο εύρος δυνητικών επενδυτών, ο διαγωνισμός προσέλκυσε το ενδιαφέρον δύο ισχυρών επενδυτικών σχημάτων (της κοινοπραξίας Snam και αυτή της Reganosa- Transgaz με τη συμμετοχή και της EBRD) και χαρακτηρίστηκε από έντονο ανταγωνισμό, με την τελική προσφορά της κοινοπραξίας SNAM να είναι στα 535 εκατ. ευρώ για το 66% του μετοχικού κεφαλαίου του ΔΕΣΦΑ.
Όπως αναφέρουν κύκλοι του ΤΑΙΠΕΔ, η συμμετοχή τόσο ισχυρών επενδυτικών σχημάτων και η επιτυχία του οικονομικού αποτελέσματος που επιτεύχθηκε δημιουργεί ένα σημαντικό προηγούμενο και διαμορφώνει θετικό κλίμα για την προσέλκυση επενδυτικού ενδιαφέροντος στον κλάδο της ενέργειας στην Ελλάδα σε μία κρίσιμη χρονική στιγμή, με σημαντικές επικείμενες αποκρατικοποιήσεις και συναλλαγές (ΕΛΠΕ, ΔΕΠΑ, πώληση λιγνιτικών μονάδων ΔΕΗ κ.λπ.).
Σημειώνεται επίσης ότι, κατά τη διάρκεια της διαγωνιστικής διαδικασίας προέκυψαν και ιδιαίτερα κρίσιμα θέματα που απαιτούσαν λεπτούς χειρισμούς και τα οποία είχαν αντίκτυπο στο επενδυτικό ενδιαφέρον και την αποτίμηση της συναλλαγής, όπως ήταν η έκτακτη αναθεώρηση του Κανονισμού Τιμολόγησης από τη ΡΑΕ τον Οκτώβριο 2017, η οποία έδωσε τελικά λύση στο ρυθμιστικό «κενό» που υπήρχε έως τότε αναφορικά με τον τρόπο ανάκτησης των ανακτήσιμων διαφορών ύψους 320 εκατ. ευρώ της περιόδου 2015- 2016.