Το επόμενο μεγάλο βήμα του οινοποιείου Λαζαρίδη
- 01/03/2016, 18:15
- SHARE
O Φεδερίκος Λαζαρίδης μιλά για τους στόχους της εταιρείας, τη διεθνή θέση του ελληνικού κρασιού και τις νέες δυσκολίες που φέρνει η βεβαρημένη φορολόγηση.
Ήταν αρχές της δεκαετίας του ’90 όταν η “Nico Lazaridi” δημιούργησε μια σειρά από υψηλής ποιότητας κρασιά, όπως το «Μαγικό Βουνό», τα οποία για την εποχή τους ξεπέρασαν τα ποιοτικά standards αλλά και τα συνηθισμένα επίπεδα τιμών.
Σήμερα, 25 χρόνια μετά, το όνομα της έχει συνδεθεί με την παραγωγή οίνων παλαίωσης υψηλής προστιθέμενης αξίας και έχει δημιουργήσει τη δική της σχολή, αποκτώντας χιλιάδες πιστούς καταναλωτές ανά τον κόσμο, λάτρεις κατά κύριο λόγο του ελληνικού κρασιού.
Οι αμπελώνες του γνωστού οινοποιείου βρίσκονται σε μια από τις πιο ανερχόμενες αμπελουργικές ζώνες της Ελλάδας, στην περιοχή της Δράμας μεταξύ των τοπικών κοινοτήτων Αγοράς, Πηγαδίων και Αδριανής καθώς και στην περιοχή του Παγγαίου όρους, στην Καβάλα, στην εύφορη περιοχή της τοπικής κοινότητας Πλατανοτόπου.
Sauvignon Blanc, Semillon, Ugni Blanc, Chardonnay, Μοσχάτο Αλεξανδρείας, Ασύρτικο, Cabernet Sauvignon, Merlot, Cabernet Franc, Grenache Rouge και Sangiovese είναι τα «παιδιά» της οικογενειακής επιχείρησης NICO LAZARIDI που προσφέρει μια ευρεία γκάμα κόκκινων και λευκών κρασιών προς ικανοποίηση ακόμη και των πιο απαιτητικών ουρανίσκων.
Παράλληλα με το κρασί η εταιρεία, ως αναπόσπαστο στοιχείο της μεσογειακής διατροφής, προγραμματίζει την ενασχόλησή της με άλλα μεσογειακά γεωργικά προϊόντα υψηλής διατροφικής αξίας όπως το ελαιόλαδο.
Ο Πρόεδρος & Δ/νων Σύμβουλος της Nico Lazaridi, Φεδερίκος Λαζαρίδης, τονίζει στο fortunegreece.com πως η μακροχρόνια πορεία της εταιρείας οφείλεται στο ότι στηρίζει έμπρακτα τις αποφάσεις που λαμβάνει, είτε αυτό αφορά την παραγωγική διαδικασία, είτε σε εμπορικό επίπεδο προωθώντας μακροχρόνιες συνεργασίες σε θέματα διανομής σε Ελλάδα αλλά και το εξωτερικό.
«Στις αρχές τις δεκαετίας του 2000 αντιληφθήκαμε ότι τόσο εμείς όσο και η χώρα είχαν ανάγκη από προϊόντα που να ανταποκρίνονται στον διεθνή ανταγωνισμό, ικανά να δημιουργήσουν το νέο σημείο αναφοράς των ελληνικών κρασιών. Αφού διασφαλίσαμε σε μακροπρόθεσμη βάση όλες εκείνες τις ποιοτικές παραμέτρους, προχωρήσαμε στην παραγωγή και εμπορία των προϊόντων αυτών».
Στο διάστημα των δύο δεκαετιών τα ομώνυμα κρασιά έχουν καταφέρει να βγουν εκτός συνόρων, ταξιδεύοντας σε 21 χώρες σε ολόκληρο τον κόσμο. Παρότι ο Διόνυσος, ο θεός του κρασιού, ήταν σημαντική φιγούρα στην ελληνική μυθολογία και γνωστός στα πέρατα της Γης, εντούτοις τα ελληνικά κρασιά ακόμη και σήμερα δεν έχουν βρει τη θέση που τους αξίζει στις διεθνείς αγορές καθώς ο ανταγωνισμός είναι μεγάλος, από χώρες που εδώ και δεκαετίες κρατούν τα σκήπτρα. «Για εμάς έχει σημασία να δούμε σε ποιες χώρες υπάρχει δυνατότητα ανάπτυξης και να ενισχύσουμε την παρουσία μας. Είναι δεδομένο ότι η πραγματική δυνατότητα ανάπτυξης προέρχεται από εκείνες τις χώρες που δεν θεωρούνται παραδοσιακές για το ελληνικό κρασί».
Η σκληρή «μάχη» που δίνει το ελληνικό κρασί στο εξωτερικό.
Ερωτηθείς αναφορικά με το πόσο εύκολη είναι η τοποθέτηση των κρασιών της εταιρείας του στα ράφια ακριβών εστιατορίων, ο κ. Λαζαρίδης απαντά πως το κρασί είναι ίσως από τα λίγα ελληνικά προϊόντα που μέσα από μία πλήρως καθετοποιημένη διαδικασία τυποποίησης φτάνει στα ράφια και τις λίστες των σημείων πώλησης ανά τον κόσμο ανταγωνιζόμενο σε ένα πραγματικά σκληρό, διεθνές περιβάλλον όπου τα συμφέροντα των πολυεθνικών εταιριών αλλά και κρατών δεν αφήνουν εύκολα περιθώρια αναγνώρισης και ανάπτυξης για τους παραγωγούς από χώρες όπως η δική μας.
Αντίστοιχα, όπως επισημαίνει, οι ξένοι έμποροι και καταναλωτές πρέπει να δώσουν ευκαιρίες και χώρο στα ποιοτικά ελληνικά κρασιά, όπου η σχέση ποιότητας τιμής είναι υπέρ των Ελλήνων οινοπαραγωγών. «Προσωπικά πιστεύω ότι το εξαιρετικό φυσικό περιβάλλον της χώρας μας μπορεί να αποτελέσει ένα βασικό στοιχείο διαφοροποίησης των ελληνικών τροφίμων και ποτών από τα αντίστοιχα ανταγωνιστικά άλλων χωρών. Η βιοποικιλότητα και η προστασία αυτής μπορεί να αποτελέσει μοχλό ανάπτυξης για την ελληνική παραγωγή αλλά και τους διακινητές της. Οι Έλληνες παραγωγοί πρέπει να τεκμηριώσουν καλύτερα τις θέσεις τους αναφορικά με το πού υπερτερούν τα προϊόντα τους, κυρίως ως προς την ποιότητα».
Προσθέτει δε πως τα ελληνικά κρασιά χρειάζονται καλύτερο branding και επικοινωνία, ενώ τονίζει την υποχρέωση των εξαγωγέων να βελτιώσουν το αίσθημα εμπιστοσύνης και συνέπειας στις συμφωνίες με τους πελάτες τους. «Χρειάζονται ολοκληρωμένες ενέργειες που να συμπεριλαμβάνουν την ευρύτερη παρουσία της χώρας μας στο διεθνές γίγνεσθαι όπως τον πολιτισμό, τον τουρισμό, τη γαστρονομία, όπου το κρασί μπορεί να συνοδεύσει και να στηρίξει την όποια κοινωνική εκδήλωση».
Ειδικός φόρος κατανάλωσης και γραφειοκρατία πλήττουν το κρασί
Η κρίση φυσικά δεν θα μπορούσε να αφήσει ανεπηρέαστο και τον κλάδο του κρασιού. Δεν είναι λίγοι όσοι υποστηρίζουν ότι στο προσεχές διάστημα θα δούμε την επιβολή λουκέτων σε μικροοινοποιεία εξαιτίας της πρόσθετης φορολογίας που επεβλήθη στο κρασί.
Σύμφωνα με τον κ. Λαζαρίδη η κρίση δημιούργησε την ανάγκη αναθεώρησης των καταναλωτικών συνηθειών για αγαθά, τα οποία δεν θεωρούνταν βασικά. Κατά συνέπεια τα οινικά προϊόντα αντιμετωπίζουν ευρύτερα τις επιπτώσεις της κρίσης, διαφοροποιημένα βέβαια και κλιμακωτά ανάλογα με την κατηγορία στην οποία ανήκουν. «Θεωρώ ότι ίσως τα ακριβά κρασιά, τα οποία ως επί το πλείστον είναι και προϊόντα υψηλών προδιαγραφών, αντιμετωπίζουν κι αυτά βέβαια μια κρίση αλλά όχι στην έκταση των φθηνότερων προϊόντων, τα οποία σήμερα κυκλοφορούν στην ελληνική επικράτεια. Σχετικά με την επιβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης στο κρασί αντιλαμβάνεστε πως κανένας παραγωγικός κλάδος δεν μπορεί να δεχθεί αγόγγυστα την επιβάρυνση των προϊόντων του με φόρους, σε μία περίοδο κατά την οποία η κοινωνία πλήττεται παρατεταμένα. Η αύξηση θα καταστήσει το προϊόν ακριβότερο και γενικά λιγότερο φιλικό στον τελικό καταναλωτή».
Με δεδομένο ότι το κρασί πωλείται κυρίως στα τελικά σημεία εστίασης, τα οποία ακολουθούν μια τακτική διπλασιασμού και τριπλασιασμού των τιμών, αυτομάτως γίνεται αντιληπτό ότι η επιβολή του ειδικού φόρου κατανάλωσης θα δημιουργήσει μια έμμεση αύξηση τιμής, που σε κάποια προϊόντα μπορεί να ανέλθει στο 20%.
Επιπρόσθετα, ένα εξίσου σοβαρό ζήτημα που ανακύπτει, σύμφωνα με τον κ. Λαζαρίδη, αφορά στην διαχείριση της φορολογικής αποθήκης, την οποία πρέπει το οινοποιείο να δημιουργήσει και η οποία θα επιβαρύνει το λειτουργικό κόστος αλλά και έναν σημαντικό γραφειοκρατικό όγκο εργασίας για τον οποίο πολλές επιχειρήσεις δεν είναι οργανωμένες και έτοιμες να αντιμετωπίσουν.