Το ESCO μοντέλο εξοικονόμησης ρεύματος για την ελληνική βαριά Βιομηχανία

Το ESCO μοντέλο εξοικονόμησης ρεύματος για την ελληνική βαριά Βιομηχανία
Σε μια εποχή όπου η ανάγκη για βιωσιμότητα και ενεργειακή ανεξαρτησία είναι πιο επιτακτική από ποτέ, η λύση της αυτοπαραγωγής ρεύματος μέσω φωτοβολταϊκών συστημάτων έχει προταθεί ως μια ενδεδειγμένη λύση.

Από τον Δρ. Κωστή Δανιηλίδη*

Η ελληνική βαριά Βιομηχανία αντιμετωπίζει έναν αυξανόμενο οικονομικό περιορισμό λόγω του υψηλού κόστους του ηλεκτρικού ρεύματος, το οποίο επηρεάζει άμεσα την ανταγωνιστικότητά της. Το φαινόμενο αυτό έχει γίνει εντονότερο τα τελευταία δύο χρόνια, καθώς η τιμή της ηλεκτρικής ενέργειας στην Ελλάδα έχει αυξηθεί σημαντικά, κυρίως λόγω της αύξησης των τιμών χονδρεμπορικής ρεύματος λόγω του φυσικού αερίου, καθώς και των καθυστερήσεων στις επενδύσεις σε συστήματα ανανεώσιμων πηγών και αποθήκευσης ενέργειας.

Οι κρατικές επιδοτήσεις που ανακοινώθηκαν πρόσφατα για τον χειμώνα του 2024-2025, οι οποίες αποσκοπούν στη μείωση του κόστους ενέργειας και για τις επιχειρήσεις για πρώτη φορά, αποδεικνύονται ανεπαρκείς. Παρά την προσφορά τους, οι επιδοτήσεις δεν είναι μόνιμες, δεν αντιμετωπίζουν την πραγματική αιτία στην αύξηση των τιμών της ηλεκτρικής ενέργειας στην αγορά χονδρικής, ενώ αφήνουν τη Βιομηχανία εκτεθειμένη σε μεγάλες διακυμάνσεις τιμών, χωρίς ουσιαστική προστασία.

Σε μια εποχή όπου η ανάγκη για βιωσιμότητα και ενεργειακή ανεξαρτησία είναι πιο επιτακτική από ποτέ, η λύση της αυτοπαραγωγής ρεύματος μέσω φωτοβολταϊκών συστημάτων έχει προταθεί ως μια ενδεδειγμένη λύση. Ωστόσο, η ανάπτυξη αυτών των συστημάτων στην Ελλάδα συναντά ως σημαντικό εμπόδιο την έλλειψη επάρκειας ηλεκτρικού χώρου στα δίκτυα μεταφοράς. Τα δίκτυα μεταφοράς και διανομής ηλεκτρικής ενέργειας στη χώρα είναι ήδη κορεσμένα, και η αδυναμία τους να υποστηρίξουν νέες συνδέσεις ουσιαστικά ακυρώνει την υλοποίηση προγραμμάτων αυτοπαραγωγής.

Η κατάσταση γίνεται ακόμη πιο δύσκολη λόγω των καθυστερήσεων στην έκδοση όρων σύνδεσης από τους αρμόδιους Διαχειριστές ΔΕΔΔΗΕ και ΑΔΜΗΕ σε έργα ΑΠΕ και αποθήκευσης ενέργειας, τα οποία θα μπορούσαν να ανακουφίσουν την κατάσταση. Η αποθήκευση ενέργειας ειδικά, είναι κρίσιμη για την εξισορρόπηση του συστήματος και την μείωση των τιμών στην αγορά χονδρικής. Εάν οι κοινωνίες μπορούσαν να αποθηκεύουν ενέργεια κατά τη διάρκεια των φτηνότερων ωρών και να την αξιοποιούν σε ώρες υψηλής ζήτησης, η διακύμανση των τιμών θα μπορούσε να μειωθεί κατακόρυφα.

Η καθυστέρηση αυτή στην έγκριση των έργων αποθήκευσης, σε συνδυασμό με τη μη αξιοποίηση της αυτοπαραγωγής, εντείνει το αίσθημα αδιεξόδου για την ελληνική Βιομηχανία, η οποία βλέπει τον ανταγωνισμό από τις κεντρικές ευρωπαϊκές χώρες να αυξάνεται συνεχώς, καθώς εκεί οι υποδομές ανανεώσιμων πηγών και αποθήκευσης ενέργειας αναπτύσσονται με ταχύτερους ρυθμούς.

Η ανάγκη για μια πιο ολοκληρωμένη ενεργειακή στρατηγική είναι επιτακτική, με στόχο την ενίσχυση της ενεργειακής ανεξαρτησίας της χώρας, τη μείωση των τιμών του ρεύματος και τη στήριξη των επιχειρήσεων για να παραμείνουν ανταγωνιστικές στην παγκόσμια αγορά.

Στις περιπτώσεις που αυτό είναι εφικτό λόγω της μικρής επάρκειας που έχουν σήμερα τα ηλεκτρικά δίκτυα, μια λύση άμεσης μείωσης του κόστους ηλεκτρισμού για την ελληνική Βιομηχανία, είναι η αυτοπαραγωγή ενέργειας μέσω φωτοβολταϊκών συστημάτων, σε συνδυασμό με μπαταρίες όπου αυτό κρίνεται επιτακτικό. Μάλιστα, το μοντέλο αυτό μπορεί να χρηματοδοτηθεί και από εταιρείες τύπου ESCO (Energy Service Companies), ώστε η Βιομηχανία να διατηρήσει την ρευστότητα της και να μπορεί να χρησιμοποιήσει τα διαθέσιμα χρηματοοικονομικά της μέσα σε άλλες παραγωγικές δραστηριότητες.

Εφόσον η Βιομηχανία και η ESCO εταιρεία είναι και οι δυο φερέγγυες (bankable), η υλοποίηση ενός συστήματος αυτοπαραγωγής ενέργειας από φωτοβολταϊκά με μπαταρίες χρηματοδοτείται από τις ελληνικές Τράπεζες. Με αυτόν τον τρόπο, η επιχείρηση παράγει την δική της ενέργεια για την παραγωγική της διαδικασία, χωρίς την ανάγκη να αγοράζει αυτή την ενέργεια από τον παραδοσιακό πάροχο ηλεκτρικής ενέργειας.

Τα φωτοβολταϊκά συστήματα λειτουργούν σε πλήρη ταυτοχρονισμό με τη ζήτηση ενέργειας της βιομηχανίας, εξασφαλίζοντας ότι η παραγόμενη ενέργεια καταναλώνεται επιτόπου, χωρίς την έγχυση ενέργειας στο δίκτυο διανομής. Το γεγονός ότι η βιομηχανία δεν χρειάζεται να αγοράσει ενέργεια από το δίκτυο σημαίνει ότι αποφεύγεται το υψηλό κόστος των τιμολογίων και οι διακυμάνσεις της αγοράς χονδρικής, προσφέροντας ένα πιο σταθερό και προβλέψιμο ενεργειακό κόστος.

Με το μοντέλο αυτό, η Βιομηχανία πληρώνει για την ενέργεια που παράγεται από το σύστημα σε συμφωνημένα τιμολόγια που είναι τουλάχιστον 50% πιο ανταγωνιστικά σε σχέση με τα τιμολόγια που προσφέρουν οι παραδοσιακοί πάροχοι ηλεκτρικής ενέργειας. Αυτό προσφέρει σημαντική εξοικονόμηση και βελτιώνει την ανταγωνιστικότητα της βιομηχανίας, καθιστώντας την πιο ανθεκτική σε αυξήσεις των τιμών του ηλεκτρικού ρεύματος και άλλες ασταθείς οικονομικές συνθήκες.

Εδώ όμως συναντώνται και δυο ακόμη πλεονεκτήματα. Το πρώτο είναι πως το σύστημα αυτό δεν εμπίπτει σε καταστάσεις όπου οι διαχειριστές διακόπτουν την λειτουργία του για λόγους μη ανάγκης περισσότερης παραγωγής από ΑΠΕ (διακοψιμότητα). Το δεύτερο είναι πως οι έμμεσες χρεώσεις στους λογαριασμούς ενέργειας (ΥΚΩ, δίκτυα, κλπ), δεν χρεώνονται για την ενέργεια που παράγεται και καταναλώνεται επιτόπου. Επομένως, υπάρχει ακόμη περισσότερη ωφέλεια για την Βιομηχανία.

Το σύστημα αυτό θα λειτουργεί και θα συντηρείται από την εταιρεία ESCO για 10 έτη. Μετά το πέρας των 10 ετών, το φωτοβολταϊκό σύστημα περνάει στην πλήρη κυριότητα της Βιομηχανίας χωρίς καμία επιπλέον χρέωση. Αυτό παρέχει στη Βιομηχανία μια ακόμη ευκαιρία για εξοικονόμηση, καθώς το σύστημα μπορεί να συνεχίσει να παράγει ενέργεια χωρίς κανένα επιπλέον κόστος για την επόμενη 20ετία, επιτρέποντας της να εκμεταλλευτεί την ενέργεια αυτή χωρίς περιορισμούς.

Το μοντέλο αυτό, όπου αυτό είναι εφικτό σήμερα να εφαρμοστεί λόγω των περιορισμένων δυνατοτήτων επάρκειας ηλεκτρικού χώρου στο δίκτυο διανομής, προσφέρει στην Βιομηχανία σημαντικά πλεονεκτήματα από πλευράς κόστους, βιωσιμότητας και ενεργειακής ανεξαρτησίας. Με αυτήν την καινοτόμο λύση, προάγεται η ενεργειακή αναβάθμιση της ελληνικής βαριάς Βιομηχανίας, ενώ παράλληλα ενισχύεται η βιωσιμότητά της σε ένα περιβάλλον αυξανόμενων ενεργειακών προκλήσεων.

Ο Δρ. Κωστής Δανιηλίδης είναι CEO της Survey Digital Photovoltaics και μέλος του Fortune Greece Network