Το φθινοπωρινό restart και η απάντηση στο ερώτημα «τι είδους κράτος θέλουμε»

Το φθινοπωρινό restart και η απάντηση στο ερώτημα «τι είδους κράτος θέλουμε»
Ο πρωθυπουργός Κυριάκος Μητσοτάκης μιλάει κατά τη διάρκεια των εγκαινίων της 84ης ΔΕΘ, το Σάββατο 7 Σεπτεμβρίου 2019 , στο Συνεδριακό Κέντρο «Ιωάννης Βελλίδης». Εγκαινιάστηκε από τον πρωθυπουργό Κυριάκο Μητσοτάκη η 84η Διεθνής Έκθεση Θεσσαλονίκης με τιμώμενη χώρα την Ινδία. ΑΠΕ ΜΠΕ/ΑΠΕ ΜΠΕ/ΝΙΚΟΣ ΑΡΒΑΝΙΤΙΔΗΣ Photo: ΑΠΕ-ΜΠΕ
Η φθινοπωρινή επανεκκίνηση που επιχειρεί η κυβέρνηση με αφετηρία τη ΔΕΘ έχει μεγάλη σημασία για το εάν θα καταφέρει να εφαρμόσει την ατζέντα της με σαφή και άμεσο τρόπο.

Αν κάτι έμαθε η κυβέρνηση το φετινό καλοκαίρι είναι πως όση ενέργεια κι αν σπαταλήσει σε συσκέψεις, επιχειρησιακά σχέδια και ασκήσεις ετοιμότητας, δεν θα καταφέρει να διαχειριστεί αποτελεσματικά την κλιματική κρίση και τα φαινόμενα που τη συνοδεύουν αν δεν έχει προηγηθεί μια σειρά ριζοσπαστικών αλλαγών στον τρόπο λειτουργίας του κράτους. Τουλάχιστον στο κυβερνητικό στρατόπεδο έχουν αντιληφθεί την ασυμμετρία των απειλών, την πολυπλοκότητα των προβλημάτων και την ανάγκη άμεσων αλλαγών ώστε να μπορέσουν να αντιμετωπίσουν αποτελεσματικά τα όσα έρχονται τα επόμενα χρόνια. Και ξέρουν πως στην παρούσα τετραετία θα κριθούν από το πόσο αποφασισμένοι είναι να μεταμορφώσουν ριζικά το βαθύ κράτος.

Αυτό φαίνεται πως θα προτάξει και ο Πρωθυπουργός στην φετινή του ομιλία στη ΔΕΘ: Το πώς δηλαδή η κυβέρνηση του θα καταφέρει να διορθώσει τις τρανταχτές αδυναμίες του κρατικού μηχανισμού, να δημιουργήσει νέες δομές που απαντούν στις σύγχρονες απαιτήσεις και προκλήσεις και να εμφυσήσει στη χώρα μια αίσθηση μεγάλων αλλαγών που την κρατούν σε επαφή με τα όσα κοσμογονικά συμβαίνουν στον πλανήτη. Άλλωστε στη φετινή ΔΕΘ, οι οικονομικές εξαγγελίες αναμένεται να περάσουν σε δεύτερη μοίρα, αφού οι φορολογικές παρεμβάσεις έγιναν την προηγούμενη τετραετία και η παροχολογία δεν είναι το ζητούμενο: αντίθετα, η κυβέρνηση οφείλει να πείσει τους μέσα αλλά και τους έξω πως το εισόδημα θα παράγεται από την ανάπτυξη και την οικονομική μεγέθυνση. Κι ας μην ξεχνάμε πως η χώρα οφείλει να επιστρέψει άμεσα στα πρωτογενή πλεονάσματα για μεγάλη χρονική περίοδο, ύστερα από τη δημοσιονομική χαλάρωση που έφερε πανευρωπαϊκά η πανδημία.

Η έμφαση αναμένεται λοιπόν να δοθεί στο τι είδους κράτος θέλουμε. Και υπό αυτή την έννοια τα πρώτα κυβερνητικά νομοθετήματα, πατάνε ακριβώς στην αναδιοργάνωση του δημόσιου τομέα με ένα νέο σύστημα αξιολόγησης κι επιβράβευσης των δημοσίων υπαλλήλων, επιτάχυνσης των προσλήψεων σε υγεία και παιδεία και βέβαια με σοβαρές τομές στην δικαιοσύνη, ώστε να μειωθεί σημαντικά ο χρόνος απονομής της. Ειδικά το τελευταίο αφορά σε μεγάλο βαθμό το σύνολο της επενδυτικής κοινότητας στη χώρα. Δεν νοείται σοβαρή προσπάθεια προσέλκυσης επενδύσεων χωρίς ένα σύστημα απονομής δικαιοσύνης που θα λειτουργεί ευέλικτα και δίκαια.

Αν όλα αυτά σας φαίνονται απλά, σκεφτείτε πως σε όλη τη διάρκεια της μεταπολίτευσης, όσες κυβερνήσεις ευτύχησαν να κερδίσουν δεύτερη τετραετία, απέτυχαν να εφαρμόσουν με επιτυχία το σχέδιο μεταρρυθμίσεων που είχαν σχεδιάσει. Στη δεύτερη του θητεία, ο Καραμανλής είχε ήδη το μυαλό του στην Προεδρία, ο Ανδρέας γοητεύτηκε από τις σειρήνες του λαϊκισμού, ο Σημίτης εκτροχιάστηκε από το δικό του κόμμα και ο Κώστας Καραμανλής σαρώθηκε από το τεράστιο κύμα της οικονομικής κρίσης που οδήγησε τη χώρα στην χρεοκοπία. Άλλωστε οι μεταρρυθμίσεις συνεπάγονται κόστος, ξοδεύουν το κυβερνητικό πολιτικό κεφάλαιο και επιτείνουν τη φθορά. Εκτός εάν συνοδεύονται από μια επαρκή επεξήγηση, εάν συμβαδίζουν με την εξυπηρέτηση του πολίτη και με την εμπέδωση ενός αισθήματος πως επιτέλους κάτι αλλάζει στην καθημερινότητα μας. Η ψηφιακή προσαρμογή του κράτους ήταν το success story της προηγούμενης τετραετίας. Θα πρέπει με την ίδια ταχύτητα αλλά και αποτελεσματικότητα να μεταμορφωθούν η υγεία, η παιδεία και η δικαιοσύνη.

Στον πρώτο της χρόνο της δεύτερης θητείας της η παρούσα κυβέρνηση έχει ένα σοβαρό πολιτικό πλεονέκτημα: μέσα σε οκτώ μήνες θα πρέπει να δώσει δυο εκλογικές μάχες από θέση ισχύος: πρώτα τις αυτοδιοικητικές τον Οκτώβριο κι έπειτα τις ευρωεκλογές τον Μάιο του 2024. Θα αναμετρηθεί πολιτικά έχοντας προηγουμένως κερδίσει σαρωτικά τις εθνικές εκλογές, αντιμετωπίζοντας έναν νέο ή μια νέα αρχηγό στην αξιωματική αντιπολίτευση που δεν θα έχει προλάβει να ανασυγκροτήσει πολιτικά κι οργανωτικά το κόμμα. Όταν λοιπόν τελειώσει από τη διπλή εκλογική μάχη της φετινής χρονιάς θα έχει καθαρό πολιτικό δρόμο μέχρι τις εκλογές του 2027. Αυτό είναι ένα πλεονέκτημα που σπάνια υπάρχει στην πολιτική. Και οφείλει να το εκμεταλλευθεί. Υπό αυτή την έννοια η φθινοπωρινή επανεκκίνηση που επιχειρεί, έχοντας αφήσει πίσω τις μεγάλες δυσκολίες του καλοκαιριού, έχει μεγάλη σημασία για το εάν θα καταφέρει να επιβάλλει την ατζέντα της με σαφή και άμεσο τρόπο. Διαφορετικά θα σέρνεται μάλλον πίσω από φωτιές. Πραγματικές ή μεταφορικές.

ΔΙΑΒΑΣΤΕ ΠΕΡΙΣΣΟΤΕΡΕΣ ΕΙΔΗΣΕΙΣ: