Το μέλλον της εργασίας στην Ελλάδα μετά την κρίση
- 10/04/2018, 14:36
- SHARE
Το ελληνικό παράδοξο, οι «δράκοι» της οικονομίας, η «Βιομηχανία 4.0» και το έλλειμμα δεξιοτήτων.
«Πρωταθλητές στην εργασία και φέτος οι Έλληνες». «Οι ‘‘τεμπέληδες’’ τελικά δουλεύουν περισσότερο από όλους στην Ευρώπη». Με αυτούς και άλλους παρόμοιους τίτλους δημοσιεύτηκαν στον Τύπο τα ευρήματα της τελευταίας έρευνας του Οργανισμού Οικονομικής Συνεργασίας και Ανάπτυξης (ΟΟΣΑ) για την εργασία, σύμφωνα με τα οποία η Ελλάδα κατέχει την πρώτη θέση μεταξύ των ευρωπαϊκών κρατών σε εργατοώρες, με τον μέσο Έλληνα να δουλεύει 2.035 ώρες τον χρόνο, την ώρα που οι πιο παραγωγικοί Γερμανοί εργάζονται μόλις 1.363 ώρες ετησίως.
Την ίδια στιγμή στην Ελλάδα, σύµφωνα µε τα πρόσφατα στοιχεία της ΕΛΣΤΑΤ, η ανεργία φαίνεται να διατηρεί την πτωτική πορεία του τελευταίου έτους και να διαµορφώνεται στο 20,8%. Αυτό µεταφράζεται και ως εξής: στη χώρα µας σήµερα υπάρχουν 989.199 άνθρωποι χωρίς εργασία, εκ των οποίων οι περισσότεροι από τους µισούς είναι µακροχρόνια άνεργοι, ενώ η ανεργία των νέων βρίσκεται στο 43,7%. Τα ποσοστά αυτά παραµένουν τα υψηλότερα στην Ε.Ε. ακόµη και σήµερα, έπειτα από οκτώ χρόνια επίπονης δηµοσιονοµικής προσαρµογής.
Η χώρα µε τους περισσότερους ανέργους, αλλά και τους πλέον «σκληρά» εργαζοµένους στην Ευρώπη, αναµένεται να πραγµατοποιήσει το καλοκαίρι του 2018 την πολυπόθητη «έξοδο» από το πρόγραµµα δηµοσιονοµικής επιτήρησης και δεν µπορεί κανείς παρά να αναρωτηθεί εάν οι ρυθµίσεις στην ελληνική αγορά εργασίας έχουν αποδώσει αρκετά, ώστε να µπορέσουν να δηµιουργηθούν αρκετές νέες θέσεις εργασίας µόνιµης απασχόλησης, καθώς και εάν το ανθρώπινο δυναµικό της χώρας θα µπορεί να σταθεί όρθιο και να διακριθεί σε ένα δυναµικά µεταλλασσόµενο και ιδιαίτερα ανταγωνιστικό διεθνές περιβάλλον.
Aυτό το κρίσιμο ερώτημα απασχολεί σε αυτήν τη συγκυρία τον Σύνδεσµο Ελλήνων Βιοµηχάνων (ΣΕΒ), που δηµοσίευσε πρόσφατα µια έρευνα για το μέλλον της εργασίας μετά το μνημόνιο, στην οποία χαρτογραφεί την εικόνα της αγοράς εργασίας και καταθέτει καίριες προτάσεις για τον εκσυγχρονισµό της. Σύµφωνα µε τον Χρήστο Ιωάννου, οικονοµολόγο και διευθυντή στον νεοσύστατο Τοµέα Απασχόλησης & Αγοράς Εργασίας του ΣΕΒ, εν έτει 2018 στην Ελλάδα κυριαρχεί η µισθωτή απασχόληση, µε το 30% αυτής να αφορά σε ευέλικτες µορφές εργασίας (µερική, εκ περιτροπής απασχόληση κ.ά.), ενώ υπάρχει ένα προβληµατικό φαινόµενο αδήλωτης εργασίας, που δεν υποχωρεί αρκετά, καθώς συνδέεται σε µεγάλο βαθµό µε το δυσβάστακτο ύψος των ασφαλιστικών εισφορών, το λεγόµενο και «µη µισθολογικό» κόστος, όπως έχει επικρατήσει ως όρος.
Το ελληνικό παράδοξο στην αγορά εργασίας
Οι δείκτες της ανεργίας, επιβεβαιώνει ο Χρήστος Ιωάννου, ακολουθούν από το 2013 και µετά πτωτική πορεία, ωστόσο αυτό δεν φαίνεται να παράγει το επιθυµητό αποτέλεσµα για την οικονοµία: «Σηµειώθηκε ένα παράδοξο: αυξήθηκε µεν η απασχόληση, όµως κατά περίεργο τρόπο το ΑΕΠ της χώρας δεν αυξανόταν. Τι συνέβη; Η αγορά εργασίας έγινε πιο ευέλικτη. Ήταν µια λύση για αυτούς τους κλάδους που είχαν καταρρεύσει από το 2008, ενώ υπήρξε και µια ώθηση από υγιείς συνιστώσες, όπως είναι ο τουρισµός. Ωστόσο, η αύξηση της µερικής απασχόλησης δεν συνιστά λύση για πάντα και δεν ωφελεί µακροπρόθεσµα την οικονοµία».
Το φαινόµενο της ευέλικτης εργασίας που συναρτάται µε την εποχικότητα είναι εντονότερο σε ορισµένους κλάδους όπως είναι αυτός των υπηρεσιών, ενώ επηρεάζει και το επίπεδο των αµοιβών στον ιδιωτικό τοµέα, συµπιέζοντας τον µέσο µισθό προς τα κάτω, στο ύψος των 400 ευρώ, µε αποτέλεσµα να παρατηρούνται, µεταξύ των εργαζοµένων, σηµαντικές µισθολογικές διαφορές. «Υπάρχει διαφορά από κλάδο σε κλάδο: κάποιοι είναι παραγωγικοί, µέσης, υψηλής και υψηλότερης προστιθέµενης αξίας για την οικονοµία, και άλλοι όχι. Θα πρέπει από εδώ και πέρα να δώσουµε προτεραιότητα στην παραγωγή, να προσπαθούµε να την ενισχύσουµε και αντιστοίχως να αυξάνουµε και τους µισθούς. Σίγουρα δεν πρέπει να κάνουµε το λάθος να πληθωρίζουµε τις αµοιβές µε βάση τον µη παραγωγικό τοµέα της οικονοµίας, όπως συνέβαινε µεταξύ 2000-2009» εξηγεί.
Ποιοι είναι όµως οι κλάδοι εκείνοι που µπορεί να οδηγήσουν σε αύξηση των θέσεων εργασίας; «Από το 2013 στο 2017 οι κλάδοι των διεθνώς εµπορευσίµων είναι αυτοί που αυξάνουν γρηγορότερα την απασχόληση. Σε αυτούς περιλαµβάνονται ο τουρισµός και η µεταποίηση, η οποία ανακάµπτει, ενώ ακολουθούν κατά πόδας κλάδοι που έχουν να κάνουν µε δραστηριότητες οι οποίες έχουν ενισχυθεί λόγω της µετεξέλιξης της χώρας σε κόµβο των διεθνών µεταφορών, όπως π.χ. τα logistics» αναφέρει ο εκρπρόσωπος του ΣΕΒ, τονίζοντας ότι η οικονοµία θα βγει κερδισµένη αν υπάρξουν «επενδύσεις σε επιχειρήσεις κάθε µεγέθους στους παραγωγικούς αυτούς τοµείς, όπου οι θέσεις εργασίας και οι µισθοί είναι καλύτεροι, και υπάρχει µεγαλύτερο περιθώριο για θέσεις εργασίας υψηλότερης και µέσης ειδίκευσης».
Οι «δράκοι» της ελληνικής οικονομίας
Με την άποψη αυτή συµφωνεί και ο διευθυντής Ερευνών της διαΝΕΟσις, ενός ανεξάρτητου, µη κερδοσκοπικού ερευνητικού οργανισµού που έχει
πραγµατοποιήσει αρκετές µελέτες πάνω στο ζήτηµα της ανεργίας.
Για τον Κυριάκο Πιερρακάκη, το ζητούµενο είναι οι επενδυτές αφενός «να κατευθυνθούν σε κλάδους στους οποίους η Ελλάδα διαθέτει ανταγωνιστικά πλεονεκτήµατα», αλλά και αφετέρου να µπορέσουν, µαζί µε τις ελληνικές επιχειρήσεις, να παλέψουν µε τους «πέντε δράκους» της ελληνικής οικονοµίας – όπως αποκαλεί σε πρόσφατη µελέτη της η διαΝΕΟσις τα πέντε σηµαντικότερα προβλήµατα που εµποδίζουν αυτήν τη στιγµή την ανάπτυξη της ελληνικής οικονοµίας: το χρέος, το προβληµατικό ασφαλιστικό σύστηµα, το αναποτελεσµατικό φορολογικό σύστηµα, την καθυστέρηση στην απονοµή δικαιοσύνης και το διπλό πολύπλοκο πρόβληµα της πολυνοµίας-κακονοµίας.
Σύµφωνα µε τα στοιχεία του ΟΟΣΑ, η Ελλάδα είναι το µόνο κράτος που αύξησε το 2016 κατά 1% τη µέση φορολογική επιβάρυνση των άγαµων µισθωτών. Παράλληλα διαθέτει εκ των υψηλότερων εταιρικών φόρων µεταξύ των κρατών του ΟΟΣΑ, καθώς και τα υψηλότερα µη µισθολογικά κόστη, λόγω της σηµαντικής επιβάρυνσης από τις εισφορές κοινωνικής ασφάλισης. «Ένας µισθός στην Ελλάδα συνδέεται µε αυξηµένο µη µισθολογικό κόστος, πολύ υψηλούς φορολογικούς συντελεστές και πολύ υψηλές εισφορές. Με τη µείωση του οικονοµικά ενεργού πληθυσµού, το σύστηµα απονοµής συντάξεων βρίσκεται σήµερα στα όρια της βιωσιµότητάς του και για να συντηρηθεί πρέπει η νέα γενιά να πληρώσει δυσθεώρητες εισφορές. Το δηµογραφικό πρόβληµα έχει ενταθεί µε την κρίση και συνιστά µια βραδυφλεγή βόµβα στα θεµέλια της ελληνικής κοινωνίας» επισηµαίνει ο Κυριάκος Πιερρακάκης και προσθέτει πως όσο επιβάλλονται πανύψηλες εισφορές και φόροι η οικονοµία δεν θα µπορεί να πάρει µπροστά, καθυστερώντας την αναπτυξιακή διαδικασία στη χώρα.
Στον ΣΕΒ, οι µελέτες του Χρήστου Ιωάννου δείχνουν πως, εκτός από την υπερφορολόγηση, τροχοπέδη για την ενίσχυση των επιχειρηµατικών πρωτοβουλιών που θα µπορούσαν να φέρουν θέσεις εργασίας αποτελεί και το αυξηµένο ενεργειακό κόστος, καθώς και το κόστος της τραπεζικής χρηµατοδότησης που παραµένει υψηλό και µη ανταγωνιστικό για τις ελληνικές επιχειρήσεις. «Αυτά τα κόστη µπορούν να καταστήσουν ανταγωνιστικότερες τις επιχειρήσεις και θα πρέπει να µειωθούν, γιατί έτσι που κινείται η οικονοµία το κόστος της προσαρµογής πέφτει στην εργασία, στους ανθρώπους. Ο δρόµος που θέλουµε να πάρουµε δεν είναι αυτός».
Η «Βιομηχανία 4.0» και το έλλειμμα των δεξιοτήτων
Ο δρόµος που τόσο ο ΣΕΒ όσο και η διαΝΕΟσις προτείνουν είναι αυτός του παραγωγικού µετασχηµατισµού της ελληνικής αγοράς εργασίας στην οποία παρουσιάζονται κάποιες ακόµη σηµαντικές στρεβλώσεις, όπως είναι το χαµηλό ποσοστό απασχόλησης στις παραγωγικές ηλικίες, το υψηλό ποσοστό των «NEETs» (άτοµα που δεν βρίσκονται σε καθεστώς εργασίας, εκπαίδευσης ή κατάρτισης) στις ηλικίες 15-29, καθώς και η διαρκής εκροή στο εξωτερικό του υψηλά καταρτισµένου και παραγωγικού ανθρώπινου δυναµικού – συνολικά εκτιµάται πως µισό εκατοµµύριο Έλληνες έχουν µεταναστεύσει στα χρόνια της κρίσης. Το αποτέλεσµα γίνεται πλέον αισθητό, καθώς πολλές επιχειρήσεις –το ποσοστό προσεγγίζει το 60%– αδυνατούν σήµερα να καλύψουν θέσεις εργασίας υψηλών αλλά και τεχνικών προσόντων, λόγω έλλειψης κατάλληλων υποψηφίων που διαθέτουν γνώσεις, δεξιότητες αλλά και πείρα.
Όπως επισημαίνουν διεθνείς µελέτες, αλλά και η σχετική πρόσφατη έκθεση του ΣΕΒ, η εργασία σήµερα υφίσταται σηµαντικές αλλαγές λόγω της τεχνολογικής προόδου, της διεθνοποίησης των αγορών, των νέων µεθόδων παραγωγής και των δηµογραφικών εξελίξεων. Η «Ψηφιακή» Γ’ Βιοµηχανική Επανάσταση παραχωρεί σταδιακά τη θέση της στην «Βιοµηχανία 4.0» ή αλλιώς την «Δ’ Βιοµηχανική Επανάσταση», κύρια χαρακτηριστικά της οποίας είναι τα εξής: η ανάπτυξη καινοτοµιών σε τοµείς όπως η τεχνητή νοηµοσύνη, η ροµποτική, το Ίντερνετ των Πραγµάτων (internet of things) και το υπολογιστικό νέφος (cloud computing), που διαδίδονται µε υψηλή ταχύτητα, επηρεάζοντας όλες τις χώρες και περιοχές του πλανήτη. Επίσης, η άνοδος των διαδικτυακών πλατφορµών πώλησης αγαθών και υπηρεσιών που συγκεντρώνουν τις δραστηριότητες σε πολλούς τοµείς.
Η «Βιοµηχανία 4.0» έχει ήδη ξεκινήσει να προκαλεί διεθνώς βαθιά ρήγµατα σε παραδοσιακές αγορές και µορφές οργάνωσης της εργασίας, επιταχύνοντας τις συναλλαγές, διαµορφώνοντας νέες καταναλωτικές συνήθειες και αλλάζοντας ριζικά τον τρόπο που στο µέλλον θα εργαζόµαστε ή εκπαιδευόµαστε.
Πώς μπορεί λοιπόν να επηρεάσει αυτή η μετάβαση την Ελλάδα;
Για τον διευθυντή του τοµέα Αγοράς Εργασίας & Απασχόλησης του ΣΕΒ, στο µέλλον οι τεχνολογίες πληροφορικής και η βιοµηχανία θα αποτελέσουν στην Ελλάδα τους δύο κλάδους που θα εισέλθουν γρηγορότερα στην «Δ’ Βιοµηχανική Επανάσταση» και θα συµβάλουν άµεσα στον παραγωγικό µετασχηµατισµό, δηµιουργώντας θέσεις εργασίας διατηρήσιµες, πλήρους απασχόλησης, συγκριτικά καλύτερα αµειβόµενες, θέσεις δηλαδή ελκυστικές που θα µπορέσουν να φέρουν πίσω το ανθρώπινο κεφάλαιο που χάνεται.
«Οι τεχνολογίες της πληροφορικής πρέπει να συµβάλλουν στην τεχνολογική αναβάθµιση των επιχειρήσεων και των υπηρεσιών. Αυτό είναι ένα στοίχηµα µεγάλο για την Ελλάδα, ώστε να εισέλθει στη διαδικασία της παραγωγικής αναβάθµισης που θα µας κρατήσει σε επαφή µε τις ανταγωνιστικότερες χώρες και τους πιο εξελιγµένους κλάδους του κόσµου. Αυτή η βιοµηχανική επανάσταση είναι διαφορετική από τις προηγούµενες, γιατί δίνει ευκαιρίες και σε µικρότερες ή µεσαίες επιχειρήσεις να συµµετάσχουν στις διεθνείς αλυσίδες αξίας και να κερδίσουν θέσεις απασχόλησης. Σύµφωνα µε το ILO, τα τελευταία χρόνια µία στις τέσσερις θέσεις εργασίας µέσης και υψηλότερης ειδίκευσης που δηµιουργούνται είναι σε αυτές τις διεθνείς αλυσίδες παραγωγής και αξίας. Άρα εκεί υπάρχει ένα πεδίο για τις ελληνικές επιχειρήσεις κάθε µεγέθους», υπογραµµίζει ο Χρήστος Ιωάννου.
«Κλειδί» για την επιτυχία της διαδικασίας αυτής αποτελεί η ενίσχυση των δεξιοτήτων των Ελλήνων εργαζοµένων. Τα πρόσφατα ευρήµατα του ΟΟΣΑ σχετικά µε το επίπεδο των δεξιοτήτων στη χώρα µας είναι απογοητευτικά και δείχνουν ότι η Ελλάδα δεν έχει βελτιώσει τις δεξιότητες των κατοίκων της και ως εκ τούτου δεν έχει ωφεληθεί από τις παγκόσµιες αλυσίδες αξίας για να τροφοδοτήσει την οικονοµική της ανάπτυξη. Την ίδια ώρα, είναι ιδιαίτερα έντονη η πόλωση των δεξιοτήτων µεταξύ των εργαζοµένων µε χαµηλή και υψηλή εξειδίκευση. «Στο ανθρώπινο κεφάλαιο πρέπει να δώσουµε προτεραιότητα και γι’ αυτό προσπαθούµε να θέσουµε το ζήτηµα ψηλά στην ατζέντα τόσο της δηµόσιας συζήτησης όσο και των επιχειρήσεων των ίδιων» εξηγεί ο Χρήστος Ιωάννου, τονίζοντας πως ήδη η χώρα έχει µείνει πίσω στη διαδικασία της αναβάθµισης των δεξιοτήτων. «Μια µεγάλη συνιστώσα είναι οι ψηφιακές δεξιότητες που θα πρέπει οι εργαζόµενοι και οι εν δυνάµει εργαζόµενοι να διαθέτουν, ανεξαρτήτως κλάδου» τονίζει και εξηγεί πως, για να γίνει αυτό, θα πρέπει από τη µία πλευρά να γίνει πιο στενή η σχέση µεταξύ τριτοβάθµιας εκπαίδευσης και αγοράς εργασίας και από την άλλη να υπάρξουν πρωτοβουλίες κλαδικής ή ενδοεπιχειρησιακής κατάρτισης. Εδώ, λέει, έχουν ευθύνη οι διευθύνσεις HR ώστε να βοηθήσουν την εταιρεία τους να πάει µπροστά.
Το «υπαρξιακό» ερώτημα της επόμενης μέρας
Το αναµενόµενο «τέλος των µνηµονίων» πιθανώς να βρει την Ελλάδα µε κάποιου είδους εποπτεία ως προς την οικονοµία. Η κυβέρνηση, οι επιχειρήσεις και οι παραγωγικοί και εκπαιδευτικοί φορείς της χώρας βρίσκονται, όµως, αναµφισβήτητα µπροστά σε ένα υπαρξιακό ερώτηµα για το µέλλον της απασχόλησης στη χώρα, που θα επηρεάσει τη ζωή και την ευηµερία των επόµενων γενεών. «Τα προβλήµατα δεν λύνονται µε µια διαπραγµάτευση, αλλά µε την ανάπτυξη. Ανάπτυξη είναι να παράγεις. Αν θες να µείνεις µια ανεπτυγµένη χώρα, πρέπει να παράγεις προϊόντα που παράγουν αντίστοιχα οι ανεπτυγµένες χώρες. Άρα πρέπει να έχεις και το ανάλογο ανθρώπινο δυναµικό, τις ανάλογες δεξιότητες, την ανάλογη τεχνολογία»» δηλώνει κατηγορηµατικά ο Χρήστος Ιωάννου, τονίζοντας πως τώρα είναι η στιγµή για αποφασιστικές ενέργειες. Το ιστορικό διακύβευµα για τον διευθυντή Ερευνών της διαΝΕΟσις, Κυριάκο Πιερρακάκη, συνοψίζεται ως εξής: «Πρέπει να λάβουµε σοβαρά υπόψη µας την τεχνολογική αλλαγή, γιατί κάποια στιγµή η κρίση θα φύγει και θα πρέπει να αποφασίσουµε ως χώρα πού να επενδύσουµε ώστε να είµαστε πρωταγωνιστές και όχι ουραγοί. Το µέλλον ή το σχεδιάζεις ή το υφίστασαι».
* Το άρθρο δημοσιεύεται στο περιοδικό Fortune που κυκλοφορεί στα περίπτερα.