Το παζλ της ισπανικής πολιτικής σκηνής μετά την προκήρυξη πρόωρων εκλογών
- 16/02/2019, 12:44
- SHARE
Πόσο πιθανό είναι να γίνει ξανά πρωθυπουργός ο Πέδρο Σάντσεθ και τι ρόλο θα παίξουν τα μικρότερα κόμματα στην επόμενη μέρα της χώρας.
Η προκήρυξη πρόωρων εκλογών στην Ισπανία για τις 28 Απριλίου, την περασμένη Παρασκευή, από τον πρωθυπουργό Πέδρο Σάντσεθ κλείνει έναν κύκλο στον ανταγωνισμό των κοινωνικών δυνάμεων απέναντι στις νεοφιλελεύθερες πολιτικές λιτότητας και αυταρχισμού, ενώ παράλληλα αποτελούν το προοίμιο για την ανάδυση ενός νέου, ανοίκειου, τύπου συνεργασίας ανάμεσα στις δεξιές δυνάμεις της χώρας, που θα περιλαμβάνουν και το ακροδεξιό Vox, στην προσπάθεια να επανέλθουν στην εξουσία, εκτιμούν πολιτικοί αναλυτές της χώρας της Ιβηρικής που μιλούν στο ΑΠΕ-ΜΠΕ.
«Η απόφαση του Πέδρο Σάντσεθ να προκηρύξει πρόωρες εκλογές στις 28 Απριλίου, κλείνει μία φάση που άνοιξε την 1η Ιουνίου του περασμένου έτους, μετά τον θρίαμβο της πρότασης μομφής στο Κοινοβούλιο κατά του τότε πρωθυπουργού Μαριάνο Ραχόι, έπειτα από την καταδίκη του δεξιού λαϊκού κόμματος ΡΡ για το σκάνδαλο διαφθοράς Gürtel», τονίζει στο ΑΠΕ-ΜΠΕ ο Χάιμε Παστόρ, πολιτειολόγος και αναλυτής του περιοδικού Viento Sur. Από την πλευρά του ο καθηγητής στο πανεπιστήμιο της Τζιρόνα και βουλευτής με τους Podem em Comu’ στην Καταλωνία, Ραϊμούνδο Βιέχο Βίνιας, τονίζει «πως με την ψηφοφορία για τον προϋπολογισμό κλείνει ένας κύκλος για τις ανταγωνιστικές δυνάμεις υπέρ της αυτοδιάθεσης στην Ισπανία. Οι συνέπειές της μπορούν να εντοπισθούν σε διαφορετικές πολιτικές προκείμενες, που κυμαίνονται από μία προσπάθεια επίλυσης με βάση ένα μοντέλο συγκεντρωτικού συνταγματισμού και νεοφιλελευθερισμού μέσω μίας συμμαχίας ανάμεσα στο PSOE και τους Ciudadanos, έως την εντελώς αντιδραστική κατάληξη της συνεργασίας ανάμεσα στις τρεις δεξιές παρατάξεις, που δεν θα περιορισθεί μόνον στο υπάρχον συνταγματικό πλαίσιο, αλλά θα επεκταθεί προς την κατάσταση εξαίρεσης, όπως είδαμε, με την εφαρμογή του Άρθρου 155 του Συντάγματος για την κατάργηση της αυτονομίας των περιφερειών. Σε κάθε περίπτωση βέβαια, το κράτος θα σκληρύνει τη στάση του απέναντι στο κίνημα της Αυτονομίας και η κατάσταση στην Καταλονία θα επιδεινωθεί».
«Η προσπάθεια του Σάντσεθ να ξαναπροβάλλει ως πρωθυπουργός δεν πρόκειται να είναι εύκολη, καθώς μολονότι οι δημοσκοπήσεις δείχνουν μία σχετική ενίσχυση του PSOE δεν φαίνεται να είναι αρκετή, με δεδομένη την πτώση των Podemos και την άρνηση των Καταλανών να τον στηρίξουν. Απεναντίας δεν μοιάζει αδύνατο, οι τρεις δυνάμεις της Δεξιάς να εξασφαλίσουν μία απόλυτη πλειοψηφία και να είναι έτοιμες να επεκτείνουν και σε εθνικό επίπεδο την ιδιάζουσα μορφή κυβέρνησης συμμαχίας που έθεσαν σε εφαρμογή στη Ανδαλουσία», τονίζει ο Παστόρ.
Όσο για τον αναλυτή στην ΕΕ, Χουάν Ντομίνγο Σάντσεθ Εστόπ, «η δεξιά θα επανέλθει στην εξουσία, αλλά αυτό μπορεί να γίνει με πολλούς τρόπους: είτε ως μια συμμαχία όλων των δυνάμεών της, που εν τω μεταξύ θα έχουν ριζοσπαστικοποιηθεί από την εσωτερική ή εξωτερική υποστήριξη του Vox σε μία κυβερνητική πλειοψηφίας (όπως συμβαίνει στην Ανδαλουσία), είτε ως κυβέρνηση συμμαχίας μεταξύ των Ciudadanosκαι του PSOE. Σε κάθε περίπτωση όμως, η θεσμική κρίση θα επιδεινωθεί, επειδή ακόμη και η δεύτερη λύση μπορεί να επιτευχθεί μόνο μέσω ενός αποφασιστικά αντικαταλανικού προγράμματος, που θα εχει επιβληθεί από τους Ciudadanos».
Η στάση των πολιτικών δυνάμεων απέναντι στο ακανθώδες θέμα της Καταλωνίας θα κρίνει εν πολλοίς την απόφαση του εκλογικού σώματος και τους συσχετισμούς δυνάμεων που θα προκύψουν από τις εκλογές. Άλλωστε, ήταν η στάση των καταλανικών κομμάτων, που καθορίσθηκε από την αδιέξοδοη διαδικασία του διαλόγου για την κυβέρνηση και τη δίκη των 12 κρατουμένων καταλανών πολιτικών, που επέβαλε την αρνητική ψήφο τους στον προϋπολογισμό. Σύμφωνα με τον Βιεχο Βίνιας « εκείνη η πολιτική που άσκησε ο καταλανικός αυτονομισμός, από την πρόταση μομφής κατά του Ραχόι έως σήμερα, δεν ήταν τίποτε άλλο από τα να θέτει εμπόδια στην κυβέρνηση του Σάντσεθ, προκειμένου να προβάλλει μία θυματοποίηση, ταυτόχρονα παθητική και ενεργητική, ευελπιστώντας πως αυτό θα τους ωφελήσει τριπλά: να διατηρήσει τη δραματική ένταση της «διαδικασίας για την ανεξαρτησία, να αναπαράξει τη σύγκρυση πέρα από την ήττα που υπέστη με την μονομερή προκήρυξη της ανεξαρτησίας της και να ανακαταλάβει τα πρωτεία της εκπροσώπησης της Καταλονίας στο ισπανικό κράτος».
Για τον Σάντσεθ Εστόπ, «το PSOE, που χρειαζόταν τη Βουλή για να εγκρίνει το σχέδιο προϋπολογισμού του, προσπάθησε να προσεγγίσει τους Καταλανούς αυτονομιστές, προκειμένου να επιτύχει την υποστήριξή τους. Μετά το συλλαλητήριο της δεξιάς την περασμένη Κυριακή, όπου περίπου 50.000 άνθρωποι συγκεντρώθηκαν για να αξιώσουν τον τερματισμό των διαπραγματεύσεων με τους Καταλανούς και την επίσπευση των εκλογών, η επέλεξε να κλείσει τις διαπραγματεύσεις με τους Καταλανούς και να προκηρύξει σύντομα εκλογές. Η κυβέρνηση επέλεξε, είτε άμεσα, είτε με τη διαμεσολάβηση των Podemos, να ζητήσει την υποστήριξη των προμάχων της καταλανικής ανεξαρτησίας για τον προϋπολογισμό, χωρίς όμως προηγουμένως να απελευθερώσει τους κρατουμένους, ή να τους προτείνει άλλες παραχωρήσεις. Εκείνο που πρόσφερε ως αντάλλαγμα για την υποστήριξή τους ήταν η …διατήρηση της υπάρχουσας κατάστασης».
Όπως τονίζει επίσης ο Παστόρ «υπήρξε αναμφίβολα μία βραχεία, αλλά έντονη περίοδος κατά την οποία η κυβέρνηση του PSOE έδειξε διάθεση να ξεκινήσει τον διάλογο με τους Καταλανούς, ο οποίος εν τέλει πήρε απογοητευτική τροπή απέναντι στην πολεμική αντίδραση των δεξιών παρατάξεων ».
Το ζήτημα πλέον για τον Σάντσεθ είναι να πείσει πως μπορεί να εφαρμόσει το πρόγραμμα που είχε δεσμευθεί να φέρει εις πέρας όταν αναλάμβανε τα καθήκοντά του μετά την πρόταση μομφής στον Ραχόι, μεγάλο μέρος των οποίων παραμένει εκκρεμμές λόγω της προκήρυξης των εκλογών. Ο Χάιμε Παστόρ υπογραμμίζει πως «είναι γεγονός πως ο προϋπολογισμός περιείχε κάποια σημαντικά μέτρα κοινωνικού χαρακτήρα, όμως κατά τη διάρκεια της πρωθυπουργικής του θητείας ο Σάντσεθ δεν είχε καταφέρει να εκπληρώσει ορισμένες από τις προεκλογικές του δεσμεύσεις, όπως η ρύθμιση της αγοράς εργασίας, που όλο και περισσότερο ρέπει προς τις ευέλικτες μορφές απασχόλησης, τον περιορισμό της αχαλίνωτης αύξησης των ενοικίων, ή την αλλαγή της μεταναστευτικής πολιτικής της προηγούμενης κυβέρνησης».
Στο σημείο αυτό ο πρώην ΓΓ της Ενωμένης Αριστεράς, Κασπάρ Λιαμαθάρες, είναι κατηγορηματικός: «H ευτυχισμένη εικόνα της νέας κυβέρνησης έχει αρχίσει να ξεθωριάζει, καθώς εξόν από τα περίπου είκοσι διατάγματα νόμου που τη διέσωσαν, οι παραχωρήσεις, τα διορθωτικά μέτρα και η κοινωνική ατζέντα να παραμένει σε δεύτερο επίπεδο, την έφεραν σε αδιέξοδο».
Για τον Παστόρ, από την άλλη «η απόφαση του Πέδρο Σάντσεθ να προκηρύξει εκλογές στις 28 Απριλίου φαίνεται ότι ικανοποιεί το αίτημα των περιφερειακών κυβερνητών του PSOE να μην συμπέσουν οι εθνικές με τις περιφερειακές, δημοτικές κι Ευρωπαϊκές εκλογές στις 26 Μαϊου. Μολαταύτα, η προεκλογική εκστρατεία σε κάθε περίπτωση θα εξαρτηθεί σε μεγάλο βαθμό από την κεντρική θέση που έχει στον διάλογο η εθνικο-εδαφική κρίση που ταλανίζει την κρατική υπόσταση της Ισπανίας αναφορικά με τον κατευνασμό, ή την όξυνση της αντιπαράθεσης με την Καταλονία. Στο σημείο αυτό, ο Πέδρο Σάντσεθ θα προσπαθήσει να εμφανισθεί ως η μόνη εναλλακτική για την επίλυση αυτής της αντιπαράθεσης, μέσω του διαλόγου, αφ’ ενός απέναντι στην εμμονή των δεξιών κομμάτων να εφαρμοσθεί ξανά το ελευθεροκτόνο Άρθρο 155 του Συντάγματος κι αφ’ ετέρου στην επιμονή των αυτονομιστών να επιζητούν την αυτοδιάθεσή τους. Κατ’ αυτόν τον τρόπο, άλλα σημαντικά ζητήματα, όπως η διεύρυνση των κοινωνικών ανισοτήτων και η ανάγκη να εγκαταλειφθούν οι πολιτικές της λιτότητες κινδυνεύουν να περάσουν σε δεύτερο επίπεδο κατά την προεκλογική περίοδο».
Εκείνο που απασχολεί τους πολιτικούς αναλυτές, πέρα από την εκλογική άνοδο του ακροδεξιού Vox, που η πίεσή του καθορίζει την ατζέντα της δεξιάς και διερεθίζει τους κύκλους που αντιτάσσονται στις αυτονομιστικές διεκδικήσεις είναι αν και κατά πόσον οι αριστερές δυνάμεις θα κατορθώσουν να συσπειρώσουν τις δυνάμεις τους για να εμποδίσουν έναν εκλογικό θρίαμβο της δεξιάς. Για τον Παστόρ, «η υπόθεση της αυξημένης αποχής στους κόλπους των απογοητευμένων οπαδών της Αριστεράς είναι το βασικό στοιχείο στο οποίο υπολογίζουν οι τρεις δεξιές (που με τη σειρά τους ανταγωνίζονται εσωτερικά για την ηγεμονία της παράταξης, με μία από τις δυνάμεις αυτές, το ακροδεξιό Vox, να καθορίζει την πολιτική ατζέντα) προκειμένου να εξασφαλίσουν την απόλυτη πλειοψηφία στο Κοινοβούλιο».
Για τον Λιαμαθάρες, είναι η αμφιταλάντευση στην ίδια την πολιτική της Αριστεράς, και δη των Podemos, που συμβάλλει στην απογοήτευση των ψηφοφόρων της παράταξης: Τα πράγματα στις δυνάμεις που είχαν υπερψηφίσει την πρόταση μομφής δεν πηγαίνουν καλά: ο κόσμος των Podemos μοιάζει να βρίσκεται σε κρίση και με μία στρατηγική ζιγκζαγκ, που αρχικά δηλώνουν εφεκτικοί, κατόπιν θετικοί, έπειτα ως βραχίονες του πρωθυπουργού, μετά πάλι επικριτικοί για τον προϋπολογισμό και ξανά από την αρχή.
Πιο κατηγορηματικός στην ανάλυσή του φαίνεται να είναι από τις Βρυξέλλες ο Σάντσεθ Εστόπ: «Η ισπανική Αριστερά, και με αυτήν την εννοια εννοώ το άθροισμα των PSOE, Podemos και της Ενωμένης Αριστεράς (ΙU), είναι σύμφωνα με όλες τις δημοσκοπικές έρευνες στα χαμηλώτερα επίπεδά της. Όπως προβλέπουν, δεν εμφανίζεται ικανή να ανανεώσει ούτε καν την εύθραυστη πλειοψηφία που σήμερα συγκροτεί αυτό το άθροισμα. Κι η δεξιά θα επιστρέψει στην εξουσία μέσα από τη μαζική αποχή αρκετών εκλογέων της αριστεράς, που στον παρόντα αστερισμό των αριστερών κομμάτων βλέπουν απλές εκδηλώσεις ενός κράτους λιτότητας και ελευθεροκτόνου. Η δεξιά θα επιστρέψει, όμως σε μία πολύ πιο επιθετική έκδοσή της από τότε που κυβερνούσε ο Μαριάνο Ραχόι, καθώς η άνοδος του νεοφρανκισμού μέσω του ακροδεξιού Vox επικονιάζει και τους άλλους πολιτικούς σχηματισμούς της δεξιάς. Ο,τιδήποτε διαφορετικό, από τις εσωτερικές διαφορές, όπως αυτές εκφράσθηκαν στην Καταλονία και τις άλλες εθνικότητες και αυτόνομες περιφέρειες της χώρας, περνώντας από τις γυναίκες για να καταλήξουν στους μετανάστες, είναι γι ‘αυτούς ένα αντικείμενο έχθρας. Ορισμένοι από τους τομείς της αριστεράς, από εκείνους που προέρχονται από τον ευρωκομμουνισμό του Σαντιάγο Καρίλιο, έως τις διάφορες παραλλαγές του σταλινισμού, ή του «ευρωπερονιστικού» λαϊκισμού, έχουν περιέργως δείξει «κατανόηση» σε κάποια από τα θέματα που προβάλλει η ακροδεξιά, όπως η επιβεβαίωση της εθνικής ταυτότητας έναντι του διαφορετικού, τα σύμβολα του Κράτους, κλπ. Οι ηγεσίες των Podemos και του PSOE φαίνονται αναισθητοποιημένες κι ανίκανες για οποιαδήποτε αντίδραση. Σε γενικές γραμμές, καμία ιδιαίτερη πολιτική στρατηγική δεν μπορεί να παρατηρηθεί ούτε από τα αριστερά, ούτε και από τα δεξιά, διότι ακριβώς αυτές οι μεγάλες πολιτικές επιλογές εξακολουθούν να ελέγχονται αυστηρά από τις χρηματοπιστωτικές αγορές. Τα πάντα παίζονται γύρω από συμβολικά θέματα, αγκαλά και τούτο ενδέχεται να έχει τρομερές υλικές συνέπειες για τους ανθρώπους».
Πηγή: ΑΠΕ-ΜΠΕ