Τριγμοί στο μέτωπο ΗΠΑ-Ε.Ε. κατά της Κίνας
- 12/01/2021, 08:44
- SHARE
Αποσπώντας δικαιολογημένα την προσοχή της παγκόσμιας κοινής γνώμης και εμπνέοντας προβληματισμό για το τι μέλλει γενέσθαι στην υπερδύναμη επί προεδρίας Μπάιντεν, τα δραματικά γεγονότα που εκτυλίχθηκαν στην Ουάσιγκτον την ημέρα των Θεοφανίων επισκίασαν άλλες παράλληλες αναταράξεις.
Αναταράξεις εξίσου σημαντικές και ίσως πιο ανησυχητικές καθώς ενδέχεται να διακυβεύσουν καθοριστικές εξελίξεις τόσο στην παγκόσμια οικονομία όσο και στις γεωπολιτικές ισορροπίες: τη στάση των ΗΠΑ προς την Κίνα, τη στάση της Ε.Ε. προς την Κίνα και τη δυνατότητα σχηματισμού ενιαίου μετώπου των δύο εταίρων έναντι του μεγαλύτερου ανταγωνιστή τους.
Την ίδια ιστορική ημέρα της 6ης Ιανουαρίου, το χρηματιστήριο της Νέας Υόρκης (NYSE) αναθεώρησε απόφασή του για δεύτερη φορά σε δύο ημέρες και κάνοντας στροφή 360 μοιρών επέστρεψε στην αρχική του θέση: ανακοίνωσε ότι θα προχωρήσει άμεσα σε διαγραφή τριών κινεζικών επιχειρηματικών κολοσσών.
Εν ολίγοις ότι θα εκτελέσει τελικά την εντολή του Ντόναλντ Τραμπ που τον Νοέμβριο επικαλέστηκε θέμα εθνικής ασφάλειας και απαγόρευσε στους Αμερικανούς επενδυτές να τοποθετούν κεφάλαιά τους σε κινεζικές επιχειρήσεις ύποπτες για στενούς δεσμούς με τις κινεζικές ένοπλες δυνάμεις. Μόλις δύο ημέρες νωρίτερα το NYSE είχε ανακοινώσει ότι δεν θα διαγράψει τις τρεις κινεζικές επιχειρήσεις καθώς έχουν αλλάξει οι οδηγίες του υπουργείου Οικονομικών.
Πολιτικοί και οικονομικοί αναλυτές είχαν αποδώσει την «ανταρσία» του NYSE στην προσδοκία ότι υπό τον Τζο Μπάιντεν η Ουάσιγκτον θα τηρήσει διαλλακτικότερη στάση προς τις κινεζικές επιχειρήσεις και γενικότερα σε ό,τι αφορά την Κίνα. Και όταν το NYSE έκανε νέα στροφή, τα αμερικανικά ΜΜΕ την απέδωσαν στην αντίδραση του υπουργού Οικονομικών, Στίβεν Μνούτσιν, και μίλησαν για ισχυρότατες πιέσεις. Οι παλινδρομήσεις μάλλον κρύβουν την αμφιθυμία και την αβεβαιότητα που επικρατεί στην υπερδύναμη σε ό,τι αφορά τις σχέσεις με την Κίνα. Θεωρείται δεδομένο ότι ο νέος πρόεδρος θα είναι πολύ πιο προβλέψιμος και βέβαια με πολύ πιο πολιτισμένες συμπεριφορές. Παραμένει, ωστόσο, αβέβαιο το πώς θα χειριστεί τη στρατηγικής πλέον σημασίας αντιπαλότητα με το Πεκίνο που έχει ζητούμενο την παγκόσμια κυριαρχία στην οικονομία και στην τεχνολογία.
Οι εξελίξεις των τελευταίων ημερών προδίδουν, όμως, παρεμφερή αμφιθυμία και αβεβαιότητα και στους κόλπους της Ε.Ε. Δύο ημέρες πριν από την εκπνοή του 2020, η Ε.Ε. έκλεισε διμερή συμφωνία με την Κίνα για τις επενδύσεις που, θεωρητικά τουλάχιστον, θα προσφέρει στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις σαφώς ευνοϊκότερη πρόσβαση στην πολυπόθητη κινεζική αγορά και μάλλον πολύ περισσότερα στο κινεζικό κεφάλαιο.
Η κίνηση σχολιάστηκε από τα διεθνή ΜΜΕ ως μείζων επιτυχία του Πεκίνο και ως δυναμίτης στα θεμέλια του ενιαίου μετώπου που θα μπορούσαν να σχηματίσουν Βρυξέλλες και Ουάσιγκτον έναντι της Κίνας.
Λίγες ημέρες νωρίτερα, στις αρχές Δεκεμβρίου με μία άλλη κίνησή της η Ε.Ε. είχε δώσει την εντύπωση πως έπαιρνε πολύ σοβαρά την προειδοποίηση του πάλαι ποτέ υπουργού Εξωτερικών των ΗΠΑ, Χένρι Κίσινγκερ, ότι χωρίς τη στενή σχέση και συμμαχία της με την Ουάσιγκτον, θα είναι «στο έλεος της Κίνας» και θα αποτελεί ένα απλό «παράρτημα» της Ευρασίας: οι Βρυξέλλες είχαν στείλει επιστολή στην Ουάσιγκτον με αυτό ακριβώς το ζητούμενο: τον σχηματισμό ενιαίου μετώπου έναντι του ανεξέλεγκτου ανταγωνιστή των δύο εταίρων που επεκτείνει την οικονομική και γεωπολιτική του επιρροή σε όλες τις ηπείρους.
Απρόθυμη η κυβέρνηση Μέρκελ να έρθει σε σύγκρουση με το Πεκίνο
Ο Νόα Μπάρκιν, αναλυτής της εταιρείας ερευνών Rhodium Group και συνεργάτης του γερμανικού Ταμείου Μάρσαλ, θεωρεί βέβαιο ότι σύντομα θα διεξαχθεί διάλογος ανάμεσα στις δημοκρατικές χώρες και θα αφορά την απειλή που αντιμετωπίζουν οι δημοκρατίες από τα αυταρχικά καθεστώτα «είτε πρόκειται για την Κίνα, είτε για τη Ρωσία, είτε για άλλες χώρες». Μιλώντας για το θέμα στους Financial Times, προβλέπει πως αν εμπλακεί σε αυτόν τον διάλογο η Γερμανία, «θα υποστεί τεράστιες πιέσεις από τους συμμάχους της για να υιοθετήσει πιο αποφασιστική στάση προς την Κίνα».
Είναι σαφές ότι παρά τις ανησυχίες που εκφράζει η μεγαλύτερη ευρωπαϊκή οικονομία για την επέλαση της Κίνας, πολλοί Γερμανοί πολιτικοί ενδιαφέρονται και προβληματίζονται περισσότερο για τις συνέπειες που θα έχει στις γερμανικές επιχειρήσεις και ειδικότερα σε όσες δραστηριοποιούνται στην κινεζική αγορά μια αλλαγή στάσης προς το Πεκίνο.
Σε άρθρο του στην ιστοσελίδα του Ιδρύματος Carnegie για την Παγκόσμια Ειρήνη, ο ίδιος αναλυτής επιρρίπτει ουσιαστικά στη Γερμανία την ευθύνη για τη δυσκολία στη διαμόρφωση κοινού μετώπου Ευρώπης και Αμερικής έναντι της Κίνας. Εκτιμά πως η πρόκληση για τη Γερμανία το 2020 και στη διάρκεια της θητείας στην προεδρία της Ε.Ε. ήταν να καθορίσει μια τρίτη θέση τόσο για τον εαυτό της όσο και για το σύνολο της Ευρώπης, σε ένα διεθνές τοπίο στο οποίο εντείνεται η αντιπαλότητα ανάμεσα στις ΗΠΑ και στην Κίνα.
Υπογραμμίζει, όμως, πως «η απροθυμία της κυβέρνησης Μέρκελ να έρθει σε σύγκρουση με το Πεκίνο απειλεί να υπονομεύσει την προσπάθεια της Ε.Ε. να διαμορφώσει κοινή πολιτική έναντι της Κίνας και να διαιωνίσει την υφιστάμενη κατάσταση στην οποία τα κράτη μέλη επιδιώκουν να διασφαλίσουν τα δικά τους συμφέροντα συχνά εις βάρος ακόμη και ενός ενιαίου ευρωπαϊκού μετώπου». Προειδοποιεί μάλιστα πως η παρούσα συγκυρία ευνοεί αυτού του είδους τις φυγόκεντρες δυνάμεις, καθώς όλες οι χώρες επιθυμούν να ελαχιστοποιήσουν τον οικονομικό αντίκτυπο της πανδημίας και των περιοριστικών μέτρων για την ανάσχεσή της, γι’ αυτό και είναι μεγάλος ο πειρασμός να επωφεληθούν όσο μπορούν από την προσέγγιση με το Πεκίνο. Σε ό,τι αφορά, πάντως, ειδικότερα τη Γερμανία, ο Μπάρκιν υπογραμμίζει πως επί δεκαετίες επωφελείται από τις εμπορικές και οικονομικές σχέσεις της με την Κίνα και οι γερμανικές επιχειρήσεις διπλασίασαν σε μερικά χρόνια την παρουσία τους στην κινεζική αγορά, όπου και επένδυσαν πολλά δισεκατομμύρια ευρώ σε νέες μονάδες παραγωγής. Στη διάρκεια της παγκόσμιας χρηματοπιστωτικής κρίσης, άλλωστε, όπως και της κρίσης χρέους της Ευρωζώνης, οι στενοί δεσμοί που διατηρούσε η Γερμανία με την ταχύτατα αναπτυσσόμενη οικονομία της Κίνας παρείχαν καθοριστική στήριξη στη γερμανική οικονομία.
Οι Βρυξέλλες επιζητούν ευκολότερη πρόσβαση στην αχανή κινεζική αγορά
Τον περασμένο μήνα το Βερολίνο εμπόδισε την εξαγορά της γερμανικής IMST από μια θυγατρική της Casic, κινεζικής βιομηχανίας όπλων. Όπως σχολιάζουν οι Financial Times, μέχρι εκείνη τη στιγμή ελάχιστοι άνθρωποι είχαν ιδέα ποια είναι η IMST. Πρόκειται για μια μικρή εταιρεία που απασχολεί μόλις 145 υπαλλήλους και ειδικεύεται στους δορυφόρους, στα ραντάρ και στις τεχνολογίες πέμπτης γενιάς. Έγινε όμως γνωστή χάρη στην παρέμβαση του Βερολίνου και το σκεπτικό που ανέπτυξαν πολιτικοί κύκλοι της Γερμανίας γύρω από αυτήν. Στην απόφασή του το Βερολίνο επικαλέστηκε «σοβαρή απειλή για τη δημόσια τάξη και την εθνική ασφάλεια», ενώ Γερμανός πολιτικός τόνισε πως «δεν πρόκειται απλώς για όπλα αλλά και για υψηλή τεχνολογία, για διαφορετικούς τομείς στους οποίους η Γερμανία είναι ηγετική δύναμη σε παγκόσμιο επίπεδο».
Είναι, πάντως, από τις λίγες συμφωνίες εξαγοράς που έχουν εμποδίσει οι γερμανικές αρχές, αφού πρώτα επέδειξαν ολιγωρία σε ό,τι αφορά την επέλαση της Κίνας στις βιομηχανίες τους. Τα ανακλαστικά του Βερολίνου αφυπνίστηκαν για πρώτη φορά το 2016 όταν η κινεζική Midea εξαγόρασε μια εξίσου στρατηγικής σημασίας γερμανική βιομηχανία, αυτήν της ρομποτικής Kuka. Εκτοτε η γερμανική ηγεσία έσπευσε κατόπιν εορτής να επιβάλει αυστηρότερους περιορισμούς στις εξαγορές γερμανικών βιομηχανιών από κινεζικές.
Στη Γερμανία επικρατεί περισσότερο η άποψη ότι η κυβέρνηση Μέρκελ και η ίδια η καγκελάριος είναι απρόθυμη να απομακρυνθεί από την Κίνα. Μάλλον δεν είναι τυχαίο ότι η συμφωνία Ε.Ε. – Κίνας για τις επενδύσεις έκλεισε μέσα στο εξάμηνο της γερμανικής προεδρίας, ενώ οι σχετικές διαπραγματεύσεις χρονοτριβούσαν επί περίπου επτά χρόνια.
Μιλώντας στη βρετανική εφημερίδα, ο Νιλς Σμιντ, εκπρόσωπος του Σοσιαλδημοκρατικού Κόμματος για θέματα εξωτερικής πολιτικής, τόνισε πως «από την πλευρά της κ. Μέρκελ δεν υπάρχει προθυμία για αλλαγή, αλλά θα υιοθετηθεί πολύ πιο στιβαρή στάση προς την Κίνα όταν θα φύγει η καγκελάριος».
Στο μεταξύ, Γερμανοί πολιτικοί προσπαθούν να αντικρούσουν τις δριμύτατες επικρίσεις ότι η συμφωνία της Ε.Ε. με την Κίνα τορπιλίζει τη δυναμική σχηματισμού ενιαίου μετώπου με την κυβέρνηση Μπάιντεν. Μιλώντας στην τηλεόραση του Bloomberg, ο πρώην υπουργός Εξωτερικών και αντικαγκελάριος Ζίγκμαρ Γκάμπριελ παραδέχθηκε πως πράγματι μπορεί να ιδωθεί από την Ουάσιγκτον «ως μια στρατηγικής σημασίας αυτόνομη προσέγγιση ως προς την Κίνα». Προσέθεσε, πάντως, πως «από την άλλη πλευρά υπάρχουν αρκετά περιθώρια ελιγμών για να σφίξουμε τα χέρια και να ενώσουμε τις δυνάμεις μας».
Από την πλευρά του, ο Γάλλος πρόεδρος Εμανουέλ Μακρόν επιχείρησε να αντικρούσει την κριτική που ασκήθηκε στην Ε.Ε. ότι κλείνει τα μάτια στις βάρβαρες παραβιάσεις των ανθρωπίνων δικαιωμάτων στην Κίνα και στα όσα διαρρέουν περί στρατοπέδων εξαναγκαστικής εργασίας. Κατά τον κ. Μακρόν, η συμφωνία για τις επενδύσεις δεν έχει σχεδιασθεί παρά μόνον για να προσφέρει στις ευρωπαϊκές επιχειρήσεις καλύτερη πρόσβαση στην κινεζική αγορά. Η υπερασπιστική γραμμή των Ευρωπαίων κινείται γενικώς στην κατεύθυνση ότι η συμφωνία με την Κίνα δεσμεύει περισσότερο το Πεκίνο και δίνει στην Ε.Ε. έναν ισχυρότερο μοχλό άσκησης πίεσης. Παράλληλα, δημιουργεί τη δυναμική προκειμένου να αυξηθεί το διμερές εμπόριο που το 2019 ανήλθε σε περίπου 650 δισ. δολάρια. Όπως τόνισε ο αντιπρόεδρος της Κομισιόν, Βάλντις Ντομπρόβσκις, «πετύχαμε το πλέον φιλόδοξο αποτέλεσμα σε ό,τι αφορά την πρόσβαση στην αγορά και τις δεσμεύσεις που συμφώνησε η Κίνα για τη βιώσιμη ανάπτυξη».